Του Αντώνη Ι. Ζαρκανέλα, π. Γενικού Διευθυντή Ανάπτυξης
της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης
Από τον Νοέμβριο του 1943 παρατηρήθηκε στην Κατερίνη αλλά και σε άλλες περιοχές που περιβάλλουν τα Πιέρια Όρη (Σέρβια, Βελβενδό), έντονη και ασυνήθιστη κινητικότητα γερμανικών δυνάμεων. Όλα συνηγορούσαν στην από μέρους τους πιθανή ανάληψη εκκαθαριστικών επιχειρήσεων εναντίον των ανταρτικών ομάδων της περιοχής, οι διοικήσεις των οποίων ετοίμαζαν «σχέδια οργάνωσης συλλογής πληροφοριών… ανάπτυξης δυνάμεων δράσης, σε περίπτωση εκκαθαριστικών επιχειρήσεων..» (Κρήτος, σελ. 176). Ταυτόχρονα οι ΕΛΑΣίτες προέβαιναν και σε αυθαίρετες συλλήψεις Ελλήνων πολιτών οι οποίοι είχαν διαφορετικές από το ΚΚΕ ιδεολογικές αντιλήψεις.
Όντως, οι Γερμανοί, το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου, άρχισαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις από Κατερίνη στον άξονα Κατερίνη – Άγιος Δημήτριος αλλά και από Ελασσόνα, Σέρβια και Βελβενδό. Το Καταφύγι ήταν έδρα του ΙΙ Τάγματος του 50ου Συντάγματος ΕΛΑΣ Πιερίων η έδρα του οποίου βρισκόταν στο Ελατοχώρι (Σκουτέρνα). Οι Γερμανοί από τον Βελβενδό επιτέθηκαν στο Καταφύγι στις 18 Δεκεμβρίου. Η διοίκηση του ΙΙ Τάγματος ήταν ενήμερη για τις κινήσεις των Γερμανών, όπως λέει ο Κρήτος Γεώργιος (καπετάν Θαλής), στο βιβλίο του με τίτλο: «Εθνική Αντίσταση. Δράση του 50ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ», και παρόλα αυτά «..δεν πήρε μέτρα για αποτελεσματική άμυνα, όπως όφειλε, ..υποτίμησε τον κίνδυνο… έπεσε θύμα αυταπάτης.. και το χειρότερο, καλλιέργησε στους χωρικούς ένα αίσθημα αδικαιολόγητης ασφάλειας που στοίχισε ανυπολόγιστες καταστροφές, υλικές πρώτα και σε συνέχεια και ηθικές.» (σελ. 187) και βέβαια, δεν υπήρχε μέσα στο χωριό ούτε παρατεταγμένο τάγμα, ούτε καμμιά σοβαρή άμυνα απέναντι στους επιτιθέμενους Γερμανούς παρά μόνον «..μία ομάδα ΕΠΟΝιτών και δύο πολυβόλα, βαριά, με δύο Ιταλούς σκοπευτές..» (σελ. 188). «Από τα οποία πολυβόλα, το ένα στο Καραούλι δεν χρησιμοποιήθηκε καθόλου και αποσύρθηκε για να σωθεί.. ενώ η διοίκηση του τάγματος τα είχε χαμένα.. έδωσε εντολή σε όλα τα τμήματα να συμπτυχθούν προς ελεύθερη Ελλάδα..» (σελ. 190). Στο νεκροταφείο του Αγίου Δημητρίου υπήρχε «.. ένα φυλάκιο από δέκα πέντε άνδρες.. εφεδροελασίτες οι περισσότεροι..» (Κρήτος, σελ. 188). Επιτιθέμενοι Γερμανοί έφθασαν κρυφά έξω από το χωριό στις 18 Δεκεμβρίου, στις τρεισήμισι το πρωί, χωρίς να τους πάρει «..μυρουδιά κανένας, μήτε τα φυλάκια της Σκούλιαρης..» και κατέλαβαν το νεκροταφείο. Από τους πυροβολισμούς «..οι κάτοικοι πετιόντουσαν τρομαγμένοι» και παίρνοντας τα παιδιά τους και ό,τι πολυτιμότερο είχαν, προσπαθούσαν να απομακρυνθούν από το χωριό, να πάνε στο δάσος μήπως και σωθούν (Κρήτος, σελ. 189). Τα όσα τραγικά και αποτρόπαια έγιναν από τους Γερμανούς εκείνες τις ημέρες και μέχρι την 24η Δεκεμβρίου, ημέρες Χριστουγέννων, με την πυρπόληση του χωριού και τον τραγικό θάνατο 21 αθώων γυναικών και ανδρών, τα περιγράφει γλαφυρά ο Ζήνων Σατραζέμης σε μια συναισθηματικά φορτισμένη παρουσίασή του μιλώντας σε κάποιο λαογραφικό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Κοζάνη.
Πάνω στον πανικό τους οι ταλαίπωροι χωρικοί μουρμούριζαν: «Τους κερατάδες! Μας πήραν στο λαιμό τους. Πάει το χωριό». (Κρήτος, σελ. 189). Και θυμάται ο ίδιος ο Κρήτος, με κάποια μεταμέλεια και πόνο όπως φαίνεται, αφού και ο ίδιος ήταν από το Καταφύγι και γνώριζε πρόσωπα και πράγματα: «..Οι δύσμοιροι χωρικοί.. με τη συντηρητική νοοτροπία» ζητούσαν από καιρό από τον «καπετάνιο» να κρύψουν τα υπάρχοντα τους και να προστατεύσουν το βιός τους ..όμως αυτός απαγόρευε κάτι τέτοιο διαβεβαιώνοντάς τους ότι οι Γερμανοί «..δεν έχουν τα κότσια να ανεβούν ως εδώ πάνω.. και αν το τολμήσουν, θα σπάσουν τα μούτρα τους» (Κρήτος, 197-8).
Οι ΕΛΑΣίτες αντάρτες της περιοχής, που τις προηγούμενες ημέρες διαβεβαίωναν τους κατοίκους να κοιμούνται ήσυχοι, όχι μόνον δεν ήταν παρόντες στην περιοχή του Καταφυγίου με επαρκείς δυνάμεις, «..αλλά συμπτύσσονταν προς τα βορειοανατολικά υψώματα αλλά και προς τον νότο..» (Κρήτος, σελ. 191-2). Η σύμπτυξη των ανταρτών και η εγκατάλειψη των χωριών στη βουλιμία και αγριότητα των Γερμανών γινόταν σε όλα τα Πιέρια με βάση εντολή της Διοίκησης του 50ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, εντολή η οποία στάλθηκε με συνδέσμους και αφορούσε όλες τις δυνάμεις των Πιερίων οι οποίες διατάσσονταν να κινηθούν «..προς ελεύθερη Ελλάδα ή προς Όλυμπο» (Κρήτος, σελ. 194). Στο μεταξύ, οι ευρισκόμενες σε πανικό ανταρτικές μονάδες και χωρίς καμία επαφή μεταξύ τους (Κρήτος, σελ. 195) κυνηγημένες σχεδόν τρέχουν για να σωθούν, «για τον αγώνα», όπως λένε. Στην ελεύθερη Ελλάδα και στον Όλυμπο κατέφυγαν, λοιπόν, όλες οι δυνάμεις και στον Όλυμπο συναντήθηκαν οι απλοί μαχητές με τους «ηγήτορες» τους: τον καπετάν-Νικήτα, Διοικητή του 50ου Συντάγματος και τον καπετάν-Κικίτσα, Διοικητή της Χ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Ήταν τέτοια η ανοργανωσιά και ο πανικός στην πλευρά των ανταρτών του ΕΛΑΣ που θα οδηγούσε σε πολύ χειρότερα αποτελέσματα «αν οι Γερμανοί αξιοποιούσαν κι εκμεταλλεύονταν όλα τους τα πλεονεκτήματα.. δεν κινήθηκαν γρήγορα.. προχωρούσαν αργά.. άναβαν φωτιές τη νύχτα, λες και το έκαναν επίτηδες για να δείξουν στους αντάρτες από πού μπορούν να διαφύγουν (!!!) κλπ» (Κρήτος, σελ. 202). Στα χωριά απλώθηκε φόβος και τρόμος. Στους κατοίκους μιλούσαν οι ΕΛΑΣίτες για «Μεραρχίες», «Συντάγματα» κλπ «..και όλα αυτά τα είδαν να γίνονται καπνός μέσα σε δύο μέρες» (Κρήτος, σελ. 202).
Οι Γερμανοί έδειξαν την αγριότητά τους οδηγώντας στον θάνατο 21 ανυπεράσπιστους πολίτες, γυναίκες και άνδρες, και καίγοντας τα σπίτια και το βιός τους και τους ίδιους σ’ ένα φιλήσυχο χωριό βυθίζοντάς το στο πένθος. Οι Γερμανοί είναι οι φυσικοί αυτουργοί και γι΄ αυτό είναι υπόλογοι στην ιστορία. Μετά από αυτό, το χωριό ουσιαστικά αφανίσθηκε καθώς οι κάτοικοί του διασπάρθηκαν στα τέσσερα σημεία της Ελληνικής επικράτειας και κυρίως σε Κατερίνη, Κοζάνη, Μεθώνη και Θεσσαλονίκη. Μήπως, όμως, υπάρχουν και ηθικοί αυτουργοί που ενώ είχαν τη δυνατότητα, δεν έκαναν το αυτονόητο ώστε να περισωθεί ό,τι μπορούσε να περισωθεί και πρώτα και κύρια οι ζωές;
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι την ίδια ακριβώς περίοδο και ειδικότερα τον Νοέμβριο του 1943 οι του ΚΚΕ/ΕΑΜ/ΕΛΑΣ άρχισαν, όπως ήδη είπαμε, να συλλαμβάνουν πολίτες, τους οποίους είχαν προγράψει με διάφορα αυθαίρετα κριτήρια, (π.χ. χαρακτηρίζοντας τους σαν «αντιδραστικούς» κλπ), αρχίζοντας από τα χωριά της νότιας Πιερίας. Τους πρώτους πολίτες-αιχμαλώτους μετά τη Λεπτοκαρυά τους μετακίνησαν προς Λιτόχωρο, Μαλαθριά, Καρύτσα κλπ. Καθ’ οδόν οι αιχμάλωτοι εμπλουτίζονταν με προγραμμένους σε κάθε χωριό που συλλαμβάνονταν. Υπό άσχημες καιρικές συνθήκες το κομβόι αυτό, μετά την Κονταριώτισσα, Λόφο, Ράχη, οδηγήθηκε πεζή στο Μοναστήρι της Πέτρας που «οι ελευθερωτές» το είχαν μετατρέψει σε φυλακές ή καλλίτερα σε «μεταγωγών». Τις ημέρες εκείνες όμως είχαν γίνει αισθητές και οι κινήσεις των Γερμανών. Γι αυτό, το κομβόι των περίπου διακοσίων αιχμαλώτων άρχισε να κινείται με πολλή προσοχή, μόνον νύκτα και αλλάζοντας διαρκώς δρομολόγια πηγαίνοντας στο Ελατοχώρι.
Είμαστε ήδη στα μέσα Δεκεμβρίου και οι αντάρτες άρχισαν να συμπτύσσονται λόγω των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Γερμανών και ταυτόχρονα να ελαστικοποιείται η φρούρηση των αιχμαλώτων. Έτσι δόθηκε η ευκαιρία σε πολλούς αιχμαλώτους, κυρίως στους νεότερους, να εκμεταλλεύονται τη νύκτα και το δασώδες της περιοχής και να δραπετεύουν, οπότε και το κομβόι να φυλλοροεί.. Το κομβόι κινήθηκε από Ελατοχώρι προς Μόρνα και από εκεί κινήθηκε προς Φτέρη. Στο μεταξύ, έμεινε μία μικρή ομάδα 20-30 αιχμαλώτων, που λόγω ηλικίας δεν μπορούσαν να δραπετεύσουν παρόλον που και οι φρουροί είχαν μείνει πολύ λίγοι. Τελικά οι λίγοι σκοποί-αντάρτες -και πριν συμπτυχθούν και φύγουν και αυτοί- φοβισμένοι ότι είχαν περικυκλωθεί, κατέσφαξαν τρεις ηλικιωμένους που είχαν συλλάβει από το Λιτόχωρο. Πρόκειται για τον Στέφανο Βαρδάκα, πρώην Βουλευτή του κόμματος των Φιλελευθέρων, καθώς και δύο από την Καρύτσα, τους Τσακνάκη και Καλαμπούκα. Τα σώματά τους, που βρέθηκαν μετά από μερικές ημέρες σε κακή κατάσταση στη θέση Μπαρτζόι, μεταφέρθηκαν στη Φτέρη όπου και θάφτηκαν δίπλα από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής.