Του Γιάννη Κορομήλη
Εκ των πραγμάτων τίθεται το ερώτημα: Δεδομένων των δραματικών και τραγικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα:της διαρκούς συρρίκνωσης της ελληνικής οικονομίας, της εξαθλίωσης των περισσότερων Ελλήνων και των κινδύνων που απειλούν τη χώρα, μήπως η Ν.Δ οφείλει να ξανασκεφτεί την στάση της και να συναινέσει, όπως ζητούν οι Ευρωπαίοι και η Κυβέρνηση;
Η συναίνεση, όπως και κάθε θέμα που έχει να κάνει με συνεννόηση και συνεργασία δύο ή περισσοτέρων προσώπων ή φορέων, δεν είναι, εξ υποθέσεως, ένα εύκολο θέμα. Σε κάθε περίπτωση είναι θέμα βάσης και κριτηρίων. Συναίνεση δηλ κυβέρνησης – Ν.Δ ή άλλων σε ποια βάση και με ποιο κριτήριο; Η βάση, θα πείτε εύλογα, είναι η συμφωνία στην οποία θα καταλήξουν η κυβέρνηση και οι θεσμοί. Σωστά. Το κριτήριο: Το κριτήριο – θα πείτε, επίσης εύλογα- είναι το συμφέρον της χώρας και του λαού. Σίγουρα δε όχι της κυβέρνησης, των κομμάτων ή των δανειστών. Τα κόμματα, όλα τα κόμματα και όλοι οι πολιτικοί έχουν καθήκον να βάλουν πάνω απ΄όλα το συμφέρον της χώρας και του λαού. Σωστά επίσης.
Μ΄αυτή την οπτική γωνία, απ΄αυτή τη σκοπιά ας επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα τι οφείλει να πράξει εν προκειμένω η Ν.Δ. Έχουμε λοιπόν : Η συμφωνία κυβέρνησης – δανειστών δεν υπάρχει ακόμα. Συνεπώς να συμφωνήσει κανείς σε κάτι που δεν υπάρχει είναι σαν να υπογράφει λευκή επιταγή. Βέβαια πολλά από το περιεχόμενο αυτής της συμφωνίας είναι ήδη γνωστά. Αλλά από αυτά τα πολλά, τα περισσότερα είναι άδικα και αντιλαϊκά. Μιλούν για νέους φόρους και περικοπές αποδοχών. Να συμφωνήσει κανείς σε μέτρα άδικα και αντιλαϊκά , όταν μάλιστα ο λαός έχει ήδη αποστραγγιστεί και δεν απόμεινε καμία ηθική ή οικονομική αντοχή και ανοχή; Θα ήταν ασφαλώς σε βάρος του λαού άρα απορριπτέο.
Αν η ζητούμενη τώρα συναίνεση, ζητούνταν πριν καν αρχίσουν οι «σκληρές διαπραγματεύσεις» με τους θεσμούς και συγκροτούνταν μια όχι κομματική 100% αλά διακομματική, εθνική επιτροπή διαπραγμάτευσης κι εκείνη κατέληγε σε συμφωνία με τους δανειστές τότε, είχε κάποια βάση ή όλη συζήτηση. Τώρα μετά τη λαίλαπα Βαρουφάκη και τις συνεχείς αποτυχίες της ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κυβέρνησης να διαπραγματευτεί με αξιοπρέπεια, συνολικότητα και αξιοπιστία και με δεδομένα τα οικτρά αποτελέσματα, για ποια συναίνεση να μιλήσει κανείς; Για συναίνεση στην καταστροφή της χώρας; Θα ήταν παράλογο.
Αλλά και τώρα, στις 12 και πέντε ή και 15΄, που είναι ασφαλώς αργά, πλην «κάλλιο αργά παρά ποτέ», θα μπορούσε αν πραγματικά ήθελε ο κ. Τσίπρας τη συναίνεση να καλέσει τους αρχηγούς των φιλοευρωπαϊκών κομμάτων.
Ή να ζητούσε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να το πράξει εκείνος. Να καθίσουν σ΄ένα τραπέζι, να τους ενημερώσουν οι κ. Τσίπρας και Τσακαλώτος πλήρως για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το θέμα της β΄αξιολόγησης. Να γίνει και μια διακομματική επαφή με τους δανειστές – που οι ίδιοι εξέφρασαν ήδη, δια στομάτων Σόιμπλε και Σαπέν, την επιθυμία τους να εγκρίνει τη συμφωνία και η αντιπολίτευση- ώστε να αναζητηθεί μια συμφωνία, η καλύτερη δυνατή.
Αν από αυτή τη συνεργασία- συνάντηση των πολιτικών αρχηγών προκύψει κάποια δυνατότητα αξιόπιστης διαπραγμάτευσης στα λίγα «αγκάθια» που απέμειναν ώστε να ολοκληρωθεί σύντομα ή αξιολόγηση να σχηματισθεί διακομματική επιτροπή διαπραγμάτευσης. Θα μπουν έτσι τα θεμέλια μιας πραγματικής και σωστής για όλα τα κόμματα συναίνεσης μεταξύ τους, όχι ασφαλώς προς όφελος των ιδίων, αλλά προς όφελος, της πατρίδας και του λαού. Ο οποίος ασφαλώς και θα αναγνωρίσει το έργο τους.
Για να είμαστε πάντως ρεαλιστές, με βάση το χαρακτήρα και τις στοχεύσεις του πρωθυπουργού, κι αυτή η λύση, της τελευταίας έστω στιγμής δεν πρόκειται να υλοποιηθεί. Οπότε- ανεξάρτητα από τη γνώμη που έχει ο κ. Τσίπρας για το καθήκον του και για το λαό- θέλοντας και μη, θα φορτωθεί όλη την ευθύνη για την καταβαράθρωση της οικονομίας και της χώρας. Θα ισχύσει δηλαδή και στην περίπτωση μας το : «ο τρώσας και ιάσεται», που θα πει όποιος δημιούργησε την πληγή οφείλει να την γιατρέψει».
Αν – όπως όλα δείχνουν- δεν μπορεί, τότε οφείλει να παραιτηθεί.