Γράφει η Δέσποινα Χ. Ποικιλίδου
Από τον ουρανό ψηλά, έπεσε σαν μία σταγόνα,
ένας σπόρος στο σκοτάδι του τούνελ.
Και φύτρωσες εσύ.
Ήπιες εκεί τους χυμούς της ζωής
κι έφερες σάρκα και οστά.
Τότε, με τη θεϊκή σου γνώση και τα επιδέξια χεράκια σου,
άνοιξες δίοδο και από το σκοτάδι του τούνελ,
βγήκες στο φως της αυγής.
Στην αρχή βγήκες μπουσουλώντας.
Έπειτα στάθηκες όρθιος στα δυο σου πόδια.
Και πάτησες γερά στη γη. Έγινες άνθρωπος…
Κοίταξες πάνω, κάτω, τριγύρω σου.
Είδες τον ήλιο τον λαμπρό, τ’ αστέρια, το φεγγάρι.
Είδες ολοπλούμιστα λουλούδια και πουλιά,
κάτασπρα περιστέρια και είπες « Θέλω να πετάξω κι εγώ».
Άπλωσες τα δυό σου χέρια και τα κούνησες ρυθμικά.
Μάταια όμως. Δεν μπόρεσες να πετάξεις.
Τα πόδια σου παρέμειναν στη γη.
Μελέτησες καλύτερα τα πουλιά κι έμαθες πως χρειάζονται φτερά
για να πετάξεις.
«Α, τώρα πια το ξέρω» σκέφτηκες.
Πήγες και πήρες το κερί κι αντέγραψες τα φτερά των πουλιών.
Τέλεια τα αντέγραψες, τα φόρεσες κι άρχισες να τα κραδαίνεις ρυθμικά,
ν’ ανέβεις ψηλά στον ήλιο!
Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά.
Μα όσο ανέβαινες ψηλά, ικανοποιώντας την περηφάνια και την υπεροψία σου, άρχισαν να λιώνουν από τις ακτίνες του ήλιου.
Δεν το ‘ξερες ότι στη ζέστη λιώνει το κερί;
Τότε, ήσουν ο Ίκαρος.
Έπεσες πάνω σε όμορφο νησί και πήρε τ’ όνομά σου.
Ταπεινωμένος μάζεψες τα κομμάτια σου.
Κατάλαβες πως ήταν λάθος η συνταγή,
Όμως ο πόθος σου να πετάξεις παρέμενε αμείωτος.
Έπρεπε να βρεις τη σωστή συνταγή, σαν άνθρωπος που ήσουν.
Στάθηκες ανάμεσα στους δύο δρόμους και πήρες το σωστό.
Τότε πρόσεξες πως ανοίγοντας τα δυο σου χέρια, φύτρωσαν στους ώμους δυο φτερά.
«Ω!..» φώναξες, πετώντας από τη χαρά σου, «το βρήκα το μυστικό».
Ύστερα, προχωρώντας στο δρόμο, συνάντησες ένα γέρο με δυσβάσταχτο φορτίο.
Έσκυψες και το μοιράστηκες μαζί του.
Και νάσου άλλα δυο φτερά φυτρώσαν ένθεν και ένθεν.
Λιγάκι παρά πέρα, συνάντησες μια ανήμπορη γριά να κλαίει για κάποιο πόνο…
Σταμάτησες κοντά της, της σκούπισες τα δάκρυα, της πρόσφερες για στήριγμα το δυνατό σου βραχίονα και αμέσως ένιωσες να σου φυτρώνουν ξανά φτερά.
Και τώρα όσο πάει ο δρόμος τελειώνει
Κι εκεί στο τέλος υπάρχει γκρεμός.
Μα εσύ δε φοβάσαι μην σε καταπιεί το κενό γιατί έχεις πλέον τα φτερά.
Και μπορείς να πετάξεις ψηλά στα ουράνια,
σαν κορμοράνος και σαν αετός.
Μα πιο πολύ σαν άγγελος, με τα κάτασπρά σου τα φτερά,
ελεύθερος και δυνατός.
Μαζί με σένα τερματίζει και άλλος αυτόν τον Μαραθώνιο της ζωής,
μα φτάνει ασθμαίνοντας και με σπασμένα τα φτερά…
Του τα τσάκισαν η ζήλεια, ο φθόνος, η υποκρισία, η έχθρα και το μίσος ενάντια στον αδερφό, στο φίλο.
Κρίμα και άδικο που διάλεξε το λάθος δρόμο, τη λάθος συνταγή.
Γράφει η Δέσποινα Χ. Ποικιλίδου
Ζωγράφος – Λογοτέχνης
Κατερίνη 15/3/2017