Της Δ. Ποικιλίδου, Ζωγράφος – Λογοτέχνης
«Είθε να έσχιζες τους ουρανούς
να κατέβαινες να διελύοντο τα όρη
εν τη παρουσία σου…» (Ησαΐας ξδ,1)
Από τα βάθη των αιώνων ακούγεται απεγνωσμένα η ευχή αυτή, πιο επιτακτική και πιο επίκαιρη παρά ποτέ. Ευχή που τρέμω κυριολεκτικά στην ιδέα πως θα συνέβαινε στις μέρες μας.
Όχι, όχι δεν κάνω κήρυγμα, αυτό το κάνουν άλλοι καλύτερα από μένα. Τις ανησυχίες μου μόνο θέλω να καταθέσω, τις σκέψεις μου να συμμερισθώ.
Τι περιμένετε να ακούσετε από μένα; Δεν έχω λόγια ευχάριστα να πω, λόγια που «χαϊδεύουνε αυτιά». Σίγουρα όμως θα θέλατε ν’ ακούσετε λόγια χαράς, λόγια αισιόδοξα. Κι εγώ πολύ θα το ‘θελα. Μα πώς θα μπορούσα; Όπου γυρίσω το βλέμμα, όποια νέα διαβάσω, όποια εκπομπή ακούσω, όπου γης, παντού πόνος, πείνα, πόλεμος, φόβος, φρίκη, δυστυχία, διαφθορά… Κι αυτές είναι λίγες μόνο φτωχές λέξεις, ανήμπορες ίσως να περιγράψουν την παγκόσμια πραγματικότητα.
Με πιάνει δέος στη σκέψη και μόνο πως θα μπορούσε να εκπληρωθεί σήμερα η ευχή του προφήτη: «Είθε να έσχιζες τους ουρανούς να κατέβαινες».
Ας υποθέσουμε ότι κατέβαινε σήμερα ο Κύριος κάπου εκεί στην Αφρική, την ώρα που νέοι και μικρά παιδιά μοιάζουν με γέρικες ανθρώπινες φιγούρες, χωρίς μέλλον, χωρίς όνειρα και ελπίδες, χωρίς δικαιώματα και το κυριότερο χωρίς ποτέ να μάθουν πόσο όμορφη μπορεί να είναι η ζωή.
Ας υποθέσουμε επίσης ότι κατέβαινε ο Κύριος κάπου εκεί μεσοπέλαγα της Μεσογείου σε κείνα τα πλωτά φέρετρα που ναυλώνουν ανθρωπόμορφα τέρατα που εμπορεύονται «ανθρώπους», εμπορεύονται την παιδική αθωότητα και την ανάγκη για επιβίωση προκειμένου να κερδίσουν λίγα βρώμικα χρήματα.
Ας υποθέσουμε ότι κατέβαινε σήμερα ο Κύριος κάπου εκεί στην «Εγγύς Ανατολή», ανάμεσα στα συντρίμμια ανθρώπων και πόλεων, όπου συνεχίζουν να πολεμούν όλοι μεταξύ τους ξεχνώντας πως ζούσαν κάποτε ειρηνικά, πως χαίρονταν τη ζωή, πως έκαναν όνειρα, πως ήταν κάποτε… «άνθρωποι» και όχι στην καλύτερη περίπτωση «πρόσφυγες».
Ας υποθέσουμε τώρα ότι όλοι «αυτοί» είμαστε «εμείς». Εμείς που στρουθοκαμηλίζουμε στην προσωπική, σημερινή μας ευδαιμονία και βλέπουμε με μάτια που δεν «βλέπουν» το έγκλημα που συντελείται «γύρω» μας.
Αλήθεια, τι νιώθουμε κάθε φορά που γινόμαστε τηλεοπτικοί μάρτυρες αυτών των απερίγραπτων, ανείπωτων στιγμών που βιώνουν οι «συνάνθρωποί» μας στο «καθεστώς» που κάποιοι άλλοι τους επέβαλαν; Τι νιώθουμε κάθε φορά που αντικρίζουμε εκείνα τα πελώρια, τρομαγμένα μάτια να ξεπηδούν μέσα από το «προστατευτικό» γυαλί που μας χωρίζει από τον κόσμο τους; Είναι άραγε παράπονο ή απορία αυτό που εκφράζουν;
Δε νιώθουμε τότε αυτή τη συλλογική ενοχή που γίνεται προσωπική και βαραίνει τη μπουκιά στο στόμα μας, δυσκολεύει την αναπνοή μας και στοιχειώνει τα όνειρά μας; Εγώ τουλάχιστον τα νιώθω όλα αυτά.
Ας υποθέσουμε τώρα ότι κατέβαινε σήμερα ο Κύριος στην «πολιτισμένη» δύση σε κάποιο απόμερο καταφύγιο ανθρώπων ή σε κάποιο πολυσύχναστο απρόσωπο κέντρο όπου νέοι συνδιαλέγονται με το «λευκό θάνατο» που τους πλασάρουν «βαρώνοι» και «βαποράκια». Μπορεί να κατέβαινε και σε κάποια οικογένεια που κρύβει ανθρώπινα τέρατα και παιδικά δράματα, κτηνώδη ένστικτα, διεστραμμένα μυαλά, οπλοφορούντες μάρτυρες μιας κοινωνίας σε κεκαλυμμένη κρίση.
«Είθε να έσχιζες τους ουρανούς να κατέβαινες …» να δείς τι Κύριε; Πώς να κρύψουμε όλη αυτήν αθλιότητα από τα μάτια Σου; Τι θα αποκριθούμε εμείς οι θεματοφύλακες της θυσίας Σου;
Και πάλι η φωνή του προφήτη Ησαΐα αντηχεί στ’ αυτιά μας: «Πάντες ημείς επλανήθημεν ως πρόβατα. Εστράφημεν έκαστος εις την οδόν αυτού. Και ο Κύριος έθεσε επ’ Αυτόν την ανομίαν ημών».
Η ευθύνη η δική μας τεράστια, το χρέος το δικό μας μεγάλο. Χρέος για εγρήγορση, για αλληλεγγύη, για συμπαράσταση, για διαμαρτυρία, για αντίσταση…για προσευχή.
«Είθε να έσχιζες τους ουρανούς να κατέβαινες …» να σταματήσεις, Κύριε, την ανθρώπινη εξουσία, τον πόλεμο, την αδικία, την εκμετάλλευση, τον πόνο, την πείνα, τα…δάκρυα. «Μην οργίζου σφόδρα, Κύριε, και μη ενθυμού πάντοτε την ανομίαν πάντων ημών». (Ησαΐας ξδ, 9)
Δ. Ποικιλίδου
Ζωγράφος – Λογοτέχνης