Χωρίς Αλεξίπτωτο – Γράφει ο Σταύρος Μόσχης
Ξεκίνησα να σου γράφω και μετά από λίγο το έσβησα. Μετά έγραψα κάτι, ας πούμε, πιο έξυπνο και το έσβησα πάλι. Λέω, τελικά, να ξεκινήσω με αυτή την ειλικρινή παραδοχή: Δε ξέρω πώς να αρχίσω. Και τώρα, να, που ξέρω περίπου τι θα σου πω, τι να σου πω… Δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Κι αυτό, είναι φερμένο με την εποχή. Μη ξεχνάς, σταματήσαμε τις ζωές μας λίγους μήνες πριν, καραντίνες περάσαμε, πολέμους με τον εαυτό μας κάναμε. Μη κοιτάς που μπήκαν γρήγορα κάτω απ’ το χαλί γιατί φοβηθήκαμε. Αυτά γράψανε μέσα μας. Κι έξω μας.
Κι όταν ξαφνικά ξεκινήσαμε πάλι, κάτι πολύ άγαρμπο κάναμε. Πάλι δεν το πιάσαμε σωστά και πάλι φοβισμένοι είμαστε. Και τώρα δεν επικοινωνούμε. Θα μου πεις, είσαι με τα σωστά σου; Κάθε μέρα κι από κάτι γίνεται και ψάχνεις εσύ πολυτέλειες επικοινωνίας, και γέφυρες, και δεσμούς, και σωστά ξεκινήματα; Ε και θα σου πω – και πρέπει να σου πω – ότι χωρίς αυτά καλύτερα να μη γίνεται καμία συζήτηση. Καλύτερα να πάψουμε σχεδόν τα πάντα και να ξεκινήσουμε να φτιάχνουμε πάλι ρόπαλα.
Να ξεκαθαρίσω κάτι: Όταν λέω δε ξέρω πώς να αρχίσω κι από πού, εύχομαι να καταλαβαίνεις ότι δεν εκφράζω μόνο την ξεροκεφαλιά μου και τη «δειλία» μου. Μια γενιά ολόκληρη και ίσως περισσότερες κοιταζόμαστε μεταξύ μας, σαν ναυαγοί, και περιμένουμε να περάσει ο φόβος, περιμένουμε να γίνει το άγχος δράση, περιμένουμε να γίνουμε αυτό που ονειρευόμασταν ότι θα είμαστε στα χρόνια αυτά που ζούμε τώρα. Κοιταζόμαστε και καμιά φορά παραδεχόμαστε ότι κάνουμε όνειρα, κρυφά και ποτέ δεν τα λέμε πια, γιατί χαμογελάμε μόνο. Και κοιταζόμαστε πάλι και περιμένουμε. Και καμιά φορά, από λάθος, σωπαίνουμε. Κουραζόμαστε.
Κι ύστερα για λίγο κοιτάμε γύρω. Γελάμε. Μ’ ένα γέλιο που δεν ακούγεται από ένα σημείο κι έπειτα, και δε μπορείς να ξεχωρίσεις με τι μοιάζει. Και ρίχνουμε πάλι το βλέμμα προς τα μέσα γιατί δεν έχουμε τι να το κάνουμε έξω, δεν έχουμε τι να το κάνουμε πάνω. Δεν ξέρουμε από πού να αρχίσουμε. Δεν μπορούμε να αποφασίσουμε ποιο όνειρο θα σταματήσει τη πραγματικότητα. Και για λίγο μετά δε φοβόμαστε και γίνονται, με κυκλοθυμικό τρόπο, όπως τα ξέρουμε όλα, και κοιταζόμαστε χωρίς αναμονές και υπομονές, χωρίς φόβους. Ελπίδες κάνουμε και όνειρα, και πιστεύουμε – μάταια για κάποιους – πως εμείς θα αλλάξουμε τον κόσμο με τα δικά μας χέρια. Αλλά αυτή η ματαιότητα στα μάτια τους μας κινεί!
Αν πάλι, είσαι παραδομένος και δεν ανήκεις στη κατηγορία που διαβάζεις, θα ασχοληθούμε μαζί σου σε επόμενη συνεδρία. Μέχρι τότε ας υποθέσουμε ότι ο κόσμος, των μόνιμων αλλαγών, μας ανήκει.