Γράφει η Δέσποινα Ποικιλίδου
Καλημέρα σας φίλοι μου. Έχουμε καιρό να τα πούμε. Μου έλειψε η συντροφιά σας. Τα γεγονότα, όμως τρέχουν και εναλλάσσονται ταχύτατα και όλοι εμείς δεν προλαβαίνουμε να τα παρακολουθούμε επαρκώς και να τα σχολιάζουμε.
Γι αυτό κι εγώ σήμερα, ξύπνησα αποφασισμένη να αφήσω όλες τις άλλες ασχολίες και να επικεντρωθούμε μαζί στα τεκταινόμενα και να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα, διότι «τα πάντα ρει, και μηδέποτε κατά τ’ αυτό μένειν».
Με «τα μάτια νυσταγμένα και θολά» λοιπόν, άνοιξα τα παντζούρια να μπει λίγο φως στο δωμάτιο.
Κάθε μέρα ανοίγω τα παντζούρια μου, μα κάθε μέρα είναι μια καινούργια μέρα. Η χθεσινή προστέθηκε σ’ όλες τις προηγούμενες, και όσο πάει μεγαλώνει ο αριθμός των ημερών που φεύγουν ανεπιστρεπτί από τη ζωή μας.
Γι αυτό κι εμείς πρέπει να είμαστε σοφοί και «να μετράμε έτσι τις μέρες μας ώστε να προσκολλούμε την καρδιά μας εις την σοφία».
Να το, πάλι μελαγχόλησα καθώς σκέφτομαι πως η ζωή δεν είναι ένα παιχνίδι κι εμείς δεν πρέπει να παίζουμε μαζί της, διότι στο τέλος πάντα ζητάει να πληρώσουμε τον όποιο λογαριασμό.
Ξαφνικά ένοιωσα την ανάγκη να πιώ ένα καφεδάκι δίπλα στη γειτόνισσά μου την Σημέλα.
Άνοιξα την πόρτα και μπήκα κι εκεί βρήκα και την Πανάγιω που είχε το μπρίκι στη φωτιά και μοσχομύριζε το δωμάτιο.
Μόλις με είδε η Πανάγιω έβαλε και τρίτο ποτήρι, όπως πάντα.
Ας είναι καλά αυτές οι φίλες μου. Τι θα έκανα χωρίς αυτές. Τις κοίταζα με αγάπη και ευγνωμοσύνη στο Θεό που μυ τις χάρισε.
– Έλα, έλα, κανείται τ’ ενούντσες, είπε αυστηρά η Σημέλα. Ποίος εξέρ μερ κιες δεβαίν ο νους’ ις. Θαρρείς κ’ εφορτώθες τι κόσμηνις τα σελέκια σ’ α ωμοίας απάν.
– Τα να σου πω, καλή μου Σημέλα, πόσο γρήγορα τρέχουν οι ειδήσεις και δεν τις προφταίνουμε.
– Ξέρω, ξέρω, είπε η Σημέλα που όπως πάντα ήταν καλά πληφορημένη. Ο Γιορδάμς είπε’ μετα, αλλά καλά πα κι εγνάψα. Καινούρε ονόματα είπε με και καινούρε λέξεις.
Ατζάπα ντο εν το «Keelpno, Novartis, Ερρίκος Ντυνάν, Noor-1, Siemens;»
Είδα κ’ έναν χερίφ, που εξέταζεν’ ατον η επιτροπή, κ’ έλεγαν’ατον Μαρτίνη.
Εγώ θερώ «μαρτίνι» έν έναν πουκάλ ποτό που είπε με η πατσίμ κ’ έβαλα απές σο λικέρ ασο ρούδε τα’ επείκα.
Αμα αυτός ο Μαρτίνης εν ένας χερίφς ‘ ετον πρόεδρος σο νοσοκομείο Ερρίκος Ντυνάν και εκ’ απές είνουνταν τα Σόδομα και τα Γόμορα…
Αμα εσύ Παρθένα, για πέει με ατά τα’ άλλα τα ονομασίας ντο είναι. Δεν κ’ αγνάβω.
– Keelpno, καλή μου Σημέλα, είναι τα Κέντρα Υγείας, που μέσα εκεί γίνονταν ατασθαλίες και σκάνδαλα.
Το Novartis, είναι ένα μεγάλο νοσοκομείο που περιμένουν από την Αμερική, να στείλουν τα ακριβή στοιχεία για την διαφθορά που συνέβαινε εκεί. Χαμός…
(NOOR-1) Το NOOR-1 είναι ένα ωκεανόπλοιο που μετέφερε δύο τόνους ναρκωτικά, ικανά να σκορπίσουν το θάνατο σε χιλιάδες παιδιά, για να κερδίζουν γνωστά ονόματα εφοπλιστών και τους καλύπτουν πολιτικοί, χωρίς να χάνουν τον ύπνο τους, χωρίς ντροπή και χωρίς φόβο πως κάποια μέρα θα λογοδοτήσουν στο Θεό!!
– Ντο λες και στεκς, Παρθένα, είπε η Σημέλα, κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό!
Και η Πανάγιω πρόσθεσε, απορημένη:
_ Τι μοι λες, Παρθένα, ώστε ιέτς; Κι η καϋμένους η Μήτσους, δλεβ ούλη μέρα κι τα ληφτά διν φταν πουθνά.
Κι εγώ συνεχίζοντας να τις εξηγώ λέω: Θέλετε τώρα να σας πως και για την Siemens; Χρόνια τώρα ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις με ρουσφέτια, μίζες και δωροδοκίες. Τι άλλο να σας πω;
_ Όχι, όχι άλλο τηδέν μη λες μας. Εγνάψαμε. Είνομαι να παίρω έναν φορκάλ και να γουστουρεύ’ ατς, να δαίνε πλα ολ’ να’ τουν.
Μίαν κιάλο, και υβρίεται είνας Καποδίστριας να σώζ την Ελλάδα;
_ Πω, πω βρε Σημέλα. Ήξερα φιλενάδα ότι είσαι έξυπνη, αλλά ότι ξέρεις και ελληνική ιστορία, τόσο καλά, αυτό δεν το φανταζόμουν. Ναι, αυτές είναι οι φίλες μου.
Κι όπως λέει και ο λαός μας, «πες μου τον φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι, και με όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις…
Είναι η Παρθένα, η γυναίκα του Λευτέρ, κατά κόσμος Δέσποινα Χ. Ποικιλίδου.
Γλωσσάρι
κανείται = φτάνει
μερ κιες = κατά που
δεβαίν ο νους’ ις = πηγαίνει ο νους σου
σελέκια= φορτία
ωμοίας απάν = πάνω στους ώμους σου
κι’ εγνάψα = δεν κατάλαβα
ατζάπα + άραγε
χερίφ = κάποιον
πατσί’ μ = η αδελφή μου
απές = μέσα
τα’ επίκα = που έκανα
είνουνταν – εγίνοντο
κι αγνάβω = δεν καταλαβαίνω
ντο λες και στεκς = τι κάθεσαι και λες
άλλο τηδέν = τίποτε άλλο
είνομαι να πέρω = μού’ ρχεται να πάρω
φορκάλ = σκούπα
Να δένε πλα ολ’ ν’ ατουν = να ξεκουμπιτούν όλοι τους
μίαν κι άλλο = ακόμη μια φορά
κιά υβρίεται = δεν θα βρεθεί;
να σώζ = να σώσει