Του Χρήστου Γκουγκουρέλα, Δικηγόρου LLM
Στην πρόσφατη συνάντηση του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, με τον Γ.Γ. του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα, ο πρώτος φέρεται να εκμυστηρεύτηκε στον δεύτερο ότι αφού δεν πραγματοποίησε και ούτε πρόκειται να υλοποιήσει όσα υποσχέθηκε στον ελληνικό λαό, προσβλέπει στην αλλαγή του εκλογικού νόμου και δη στην καθιέρωση της απλής Αναλογικής, ως εκλογικού συστήματος, για να έχει να λέει, μετά την αναμενόμενη αποχώρηση του, ότι κατέλειπε έστω μια ‘‘αριστερίζουσα παρακαταθήκη’’ στον Τόπο.
Η απλή Αναλογική είναι βέβαια prima facie εννοιολογικά συνδεδεμένη με την εφαρμογή της Αρχής της Αμεσότητας της πολιτικής πρόθεσης του εκλογικού σώματος και της Αντιπροσωπευτικότητας, ‘‘υπηρετεί’’ την πιο δίκαιη καταγραφή της λαϊκής βούλησης και ‘‘διεκδικεί’’ την παγίωση της μέσα από το αξίωμα ότι συνιστά το σύστημα δια του οποίου εκφράζεται στην πιο αυθεντική της διάσταση μια από τις πιο βασικές συνταγματικές Αρχές των Κοινοβουλευτικών Δημοκρατιών, αυτή της Λαϊκής Κυριαρχίας.
Δεν πρέπει όμως όλα τα παραπάνω να αποπροσανατολίζουν και να αποκρύβουν ή και εξοστρακίζουν την άλλη γενική, αξιωματική παραδοχή, ότι δηλαδή η απλή Αναλογική δεν παύει να είναι ένα εκλογικό σύστημα ανάμεσα σ’ όλα τα άλλα (ενισχυμένη αναλογική, πλειοψηφικό σύστημα), πράγμα που αυτόματα σημαίνει ότι η εφαρμογή της ποτέ δεν έχει να κάνει μόνο με το ‘‘βάθος’’ του Κοινοβουλευτισμού και με την αναλογικότερη κοινοβουλευτική αποτύπωση της volonte generale που τη διαπνέει, αλλά και με τις ιστορικές ανάγκες που εξυπηρετεί, με τη χρονική συγκυρία στην οποία καλείται να εφαρμοστεί, με το κριτήριο που έχει να κάνει με την απάντηση στο ερώτημα που οδηγείται η πολιτική ζωή ενός τόπου, και κυρίως με αυτό που μονολεκτικά αποκαλείται κυβερνησιμότητα (governability). Η επιλογή του εκλογικού συστήματος δεν έχει, προφανώς, μόνο θεωρητική αξία και δεν είναι και δεν μπορεί να είναι μόνο το απαύγασμα μιας συζήτησης θεωρητικού περιεχομένου και πολιτικής γενικολογίας, αλλά συνδέεται και εξαρτάται πλήρως και από τις προτεραιότητες της πολιτικής ζωής του Tόπου σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή ή εποχή, πολύ περισσότερο από τις προτεραιότητες και τις στοχεύσεις της εθνικής πορείας.
Είναι εξ’ ορισμού, λοιπόν, κοντόθωρη, ανορθολογική, άκρως προβληματική και εν δυνάμει καταστροφική η προσέγγιση στο συγκεκριμένο ζήτημα που εγκλωβίζεται και μόνο οριοθετείται από τη στενή κομματική ωφελιμοθηρία και από τους μικροκομματικούς τακτικισμούς και δεν ‘‘ακουμπά’’ στον μεσο-μακροπρόθεσμο Ιστορικό Χρόνο και το Εθνικό Συμφέρον από τη μια, αλλά και δεν αντλεί διδακτικά παραδείγματα από το χρονικό βάθος της Διεθνούς Πολιτικής και Κοινοβουλευτικής Εμπειρίας από την άλλη.
Ένα τέτοιο παράδειγμα, μεστό και χρήσιμων και κραυγαλέων συμπερασμάτων, είναι η Πολιτική Ιστορία της Ιταλικής Δημοκρατίας τον 20ο αιώνα. Η Ιταλία από το 1946 έως το 1993 εφάρμοσε ως εκλογικό σύστημα την (σχεδόν απόλυτη) απλή Aναλογική. Στην περίοδο αυτήν των 47 ετών ηγήθηκαν της χώρας 46 διαφορετικοί πολυκομματικοί κυβερνητικοί συνασπισμοί, γεγονός που προδήλως οδηγεί στην παραδοχή ότι με το άνω εκλογικό σύστημα για μισό περίπου αιώνα, έχοντας κατά μέσο όρο ανά έτος και καινούργια Κυβέρνηση, η Ιταλία είχε καταστεί ‘‘πολιτικό παλίμψηστο’’ ανακατατάξεων, αστάθειας και αβεβαιότητας, με ό,τι αυτό συνεπάγετο.
Πάντως, η απλή Αναλογική δεν προϋποθέτει μόνο πολιτική κουλτούρα ευρύτερης εκλογικής και μετεκλογικής συνεργασίας, αυτό είναι ασφαλώς το αυτονόητο νοητικό προαπαιτούμενο της θεμελίωσης της – η πεμπτουσία του τελολογικού της σκοπού -, προϋποθέτει κυρίως και ‘‘χρειάζεται’’ περισσότερο απ’ όλα τα άλλα εκλογικά συστήματα, την ύπαρξη Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου. Το Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο, μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβάνει το εθνοτικό αμυντικό δόγμα, το ενεργειακό δόγμα, το Οικονομικό Mοντέλο μακρόπνοης ανάπτυξης, το αναλυτικό πλαίσιο μελλοντικών προκλήσεων, τον εθνικό προσανατολισμό για την Παιδεία και το Εκπαιδευτικό Σύστημα, τον προσδιορισμό της διεθνούς θέσης και ρόλου του Ελληνισμού και το περίγραμμα στόχων και μέσων επίτευξης τους στο οικουμενικό περιβάλλον, την Εξωτερική Πολιτική και την Ασφάλεια.
Η δε ευρέως πολυκομματική Κυβέρνηση (τέτοιες δημιουργεί στο καλό σενάριο η απλή Αναλογική), αναλαμβάνει την ευθύνη υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου. Σε αυτήν την περίπτωση (ύπαρξης σοβαρού και μελετημένου Εθνικού Σχεδίου) ο όρος της κυβερνησιμότητας κατά το μάλλον ή ήττον πληρούται γιατί η πολυκομματική Βουλή και Κυβέρνηση έχουν ‘‘πυξίδα’’ για να οδηγήσουν τη χώρα και το μόνο που μένει είναι η πολύπλευρη, δηλαδή από όλα τα κόμματα της πολυκομματικής κυβέρνησης, ηθική πολιτική δέσμευση και πάγια προσήλωση στην εφαρμογή του Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου.
Η κυβερνησιμότητα, επομένως, είναι το πρώτιστο κριτήριο στην επιλογή εκλογικού συστήματος και ειδικά στην παρούσα άκρως ευαίσθητη φάση, κατά την οποία η Ελλάδα ακροβατεί και δεν δείχνει να έχει πλήρες και άρτιο Εθνικό Σχέδιο. Διότι η κυβερνησιμότητα είναι ο θεωρητικός προθάλαμος της σταθερότητας, την οποία έχουμε απόλυτη ανάγκη. Αυτήν χρειάζεται η χώρα και όχι ένα διαδοχικό σπιράλ συνεχών εκλογών, που θα επιφέρει, ως αναπόφευκτη επίπτωση, μια περίοδο αστάθειας, ανωμαλίας και αβεβαιότητας. Απλή Αναλογική στην παρούσα συγκυρία σημαίνει βραχύβιες κυβερνήσεις, που εκ των πραγμάτων θα τις συμφέρει να επιλέγουν τον βραχυπρόθεσμο πολιτικό σχεδιασμό και να ποντάρουν στη σπέκουλα. Μέσα όμως στον στενό χρονικό ορίζοντα και στον βραχύ πολιτικό χρόνο ζωής των πολυκομματικών κυβερνήσεων μπορεί να ενσταλαχθεί πιο εύκολα και πιο πιεστικά ο λαϊκισμός. Γιατί ο πολυπολικός κυβερνητικός συνασπισμός που θα κυβερνά θα ξέρει ανά πάσα στιγμή ότι αν ‘‘σπάσουν’’ είτε από δικαιολογημένη αιτία, είτε από ασύμμετρη τυχαιότητα, οι συνδετικοί του κρίκοι, θα πάψει την επαύριο να κατέχει την εξουσία. Και με το Λαϊκισμό θα προσπαθεί να ‘‘δένεται’’ σ’ αυτήν.
Είναι εμφανές, λοιπόν, ότι ο Πρωθυπουργός με την απλή Αναλογική, που…. ξαφνικά θυμήθηκε να ‘‘αγαπήσει’’, εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες και όχι το Εθνικό Συμφέρον. Διότι, πολύ απλά, με αυτήν επιδιώκει την πάση θυσία και με κάθε τρόπο ‘‘παραμονή’’ του στα πολιτικά πράγματα, έχοντας αναγάγει την Μικροπολιτική και τον Καιροσκοπισμό σε προσωπικό και κομματικό αυτοσκοπό. Το ‘‘περιτύλιγμα’’ που δημοσίως πλασάρει είναι ότι την απλή Αναλογική την επιβάλει η ιδεολογία της Αριστεράς (ποια ιδεολογία άραγε, αυτή που ‘‘μαγάρισε’’;) και η πολιτική ανάγκη για δικαιότερη και κατά το αναλογικότερο εκπροσώπηση του κυρίαρχου Λαού στο Κοινοβούλιο, αλλά στην ουσία για μια ακόμη φορά δεν κρύβεται ο ξεκάθαρος στόχος.
Η προσωπική και κομματική επιβίωση είναι το πρόταγμα και τούτο επιτυγχάνεται με μεθοδεύσεις μετατροπής του Πρωθυπουργού και του κόμματος του σε ‘‘μόνιμο παίκτη’’ του εγχώριου πολιτικού σκηνικού, που άλλοτε ως πρώτοι, άλλοτε ως δεύτεροι ή και τρίτοι θα επηρεάζουν την πολιτική ζωή του τόπου. Το τέλμα ακυβερνησίας όμως, την αποχαλίνωση της πολιτικής αντιπαράθεσης και την έξαρση του φραξιονισμού που θα ‘‘κυοφορηθούν’’ δια της ‘‘πολιτικής μήτρας’’ που λέγεται απλή Αναλογική και θα προκύψει ως πολιτική πραγματικότητα, δεν τα αναλογίζονται. Μα ακριβώς όμως, αυτό είναι το μείζον θέμα, ότι η εν λόγω εκλογική πρακτική θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα, από αυτά που υποτίθεται ότι θα λύσει.
Βέβαια, ο υπάρχων εκλογικός νόμος ενέχει θεσμικές παραδοξότητες και θέτει μια Προβληματική ζητημάτων που πρέπει να διορθωθούν. Με δεδομένο ότι στην Ελλάδα από το 1926 έχουν γίνει 32 εκλογικές αναμετρήσεις με 19 διαφορετικά εκλογικά συστήματα χρειαζόμαστε σίγουρα έναν σταθερό εκλογικό νόμο, που θα εμπεριέχει δικλείδες κυβερνησιμότητας μέσα από ένα καθεστώς πριμοδότησης του πρώτου κόμματος, αλλά και που παράλληλα θα εξορθολογίζει το bonus του εκάστοτε πλειοψηφούντος, θα κατατέμνει τις μεγάλες περιφέρειες, θα ευνοεί τις προεκλογικές συνεργασίες κομμάτων και συμμαχιών κομμάτων.
Ωστόσο, η εστίαση της Πολιτικής στην Ελλάδα οφείλεται να αποδίδεται στο ‘‘πολιτικό σύστημα’’ αυτό καθ’ εαυτό. Γιατί αυτό είναι το κεντρικότερο των ζητημάτων της πολιτικής ζωής του τόπου και αυτό έχει βαθιές εγγενείς αδυναμίες. Ούτως ή άλλως, η οποιαδήποτε αλλαγή στο εκλογικό σύστημα για να είναι πολιτικά καρποφόρα και εθνικά αποδοτική πρέπει να συνδεθεί με ριζοσπαστικές τομές στα θέματα της Λογοδοσίας του ‘‘πολιτικού κόσμου’’, της Διοικητικής Διαφάνειας, της εξασφάλισης συστημικών μεθόδων εφαρμογής του προεκλογικού προγράμματος των κομμάτων, της δημοκρατικότερης λειτουργίας των πολιτικών θεσμών, του ελέγχου του πολιτικού χρήματος, της επιτυχημένης και λειτουργικής αναθεώρησης του Συντάγματος. Αυτά προέχουν και εκεί θα δοθεί η μάχη της επιβίωσης του πολιτικού συστήματος στη χώρα και μέσω αυτού της ίδιας της εθνικής διαιώνισης.