Άρθρο του Γιάννη Κορομήλη
Βρισκόμαστε, ως χώρα, σε τρομερό αδιέξοδο. Χιλιοειπωμένο το «στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Υπονοώντας προφανώς . ότι αν δημιουργηθεί κάπου αδιέξοδο τότε γίνονται εκλογές και ο λαός δείχνει τη διέξοδο. Αυτό βέβαια με την προϋπόθεση ότι στη χώρα λειτουργεί μια πραγματική Δημοκρατία. Πολίτευμα δηλαδή, όπως έλεγε ο Αβραάμ Λίνκολν: «από το λαό, με το λαό, για το λαό». Με βάση τη λαϊκή κυριαρχία. Στην Ελλάδα όμως η δημοκρατία μας είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του εκάστοτε πρωθυπουργού. Αυτό, από το ισχύον Σύνταγμα μας, που με την αναθεώρηση του 1986 από τον Ανδρέα Παπανδρέου κουμάντο δεν κάνει ο λαός, ούτε και είναι υποχρεωμένος ο Πρωθυπουργός να σέβεται τη θέληση του λαού. Έτσι, στην πραγματικότητα δεν έχουμε δημοκρατία (εξουσία του Δήμου, του λαού), αλλά εξουσία «ενός ανδρός» του πρωθυπουργού. Έχουμε δηλαδή «Πρωθυπουργικοκεντρική δημοκρατία». Αντιφατικοί οι δυο όροι, αλλά αυτό συμβαίνει.
Τα προ του 1986 Συντάγματα προέβλεπαν ότι σε περίπτωση που διαπιστώνονταν δυσαρμονία κυβέρνησης – βουλής με το λαϊκό αίσθημα κάτι που καταφανώς συμβαίνει σήμερα όπως όλοι το βλέπουμε και το απέδειξε έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μόνο το 9% του λαού θέλει αυτή την κυβέρνηση. Το 90% δεν την θέλει και το 1% δεν ξέρει, δεν απαντά). Αλλά ποιος ακούει το 90%; Ο μόνος που μπορεί να επιβάλλει τις εκλογές είναι ο πρωθυπουργός. Ο οποίος φυσικά δεν τις κάνει αν δεν είναι σίγουρος ότι θα τις κερδίσει. Συνεπώς για ποια λαϊκή κυριαρχία μιλάμε;
Αυτό ακριβώς ( και τα παρεπόμενα του) είναι το αδιέξοδο στο οποίο ταλανίζεται η χώρα και ο λαός. Εύλογο λοιπόν το ερώτημα, (δεδομένου εκτός του ότι κουτσουρεύεται η δημοκρατία, συνεχίζεται η ύφεση, η ανεργία, τα αντιλαϊκά μέτρα, τα μνημόνια, η αύξηση του χρέους), μπορούμε άραγε να κάνουμε κάτι εμείς ως λαός: Στην πράξη ελάχιστα ή τίποτα. Θεωρητικά υπάρχουν αρκετές απαντήσεις. Θεωρητικά πάντα θα μπορούσαμε:
- Να γίνουμε, η μεγάλη πλειοψηφία του λαού, πραγματικοί χριστιανοί. Να εγκαταλείψουμε δηλαδή τους μεγάλους σταυρούς και τα υποκριτικά λόγια και να αγαπήσουμε πραγματικά το Θεό, την πατρίδα και τους συνανθρώπους μας. Με χριστιανική δηλαδή ενεργή αγάπη. Αυτό αν γινόταν δεν υπήρχαν ούτε μνημόνια ούτε μέτρα. Θα έφτανε οι πλούσιοι που κατέθεσαν τα χρήματα τους να τα φυλάγουν επί πληρωμή συνήθως, οι ξένες τράπεζες να δάνειζαν με χαμηλό επιτόκιο τα μισά έστω από τα λεφτά τους στο ελληνικό κράτος. Όμως αυτό δεν έγινε και ούτε θα γίνει. Εκτός αν μεσολαβήσει κάποιο θαύμα. Θαύματα γίνονται αλλά σπάνια. Απαιτούν χρόνια . Κι η χώρα μας δεν διαθέτει.
- Να ξεσηκωθεί, να επαναστατήσει ο λαός. Που αδικείται και υποφέρει. Όμως αυτή τη λύση πρέπει να απορριφθεί, αν υποθέσουμε ότι είναι εφικτή. Για δυο λόγους. α)Έχει πολύ μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες αδελφικές ζωές .β)όπου και όσες επαναστάσεις έγιναν (πλην ίσως για την απελευθέρωσης της Πατρίδας από κατακτητές) απέτυχαν ( δείτε γαλλική Μπολσεβίκικη κ.α). Έφεραν βέβαια κάποια καλά. Όμως κόστισαν πολύ σε αίμα και σε βελτίωση του επιπέδου ζωής.
- Να γίνουν οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις σε πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς. Σωστή λύση και αποδοτική. Όμως ποιος θα τις κάνει; Κατά το Σύνταγμα η Βουλή, τα κόμματα, οι κυβερνήσεις. Όμως η ως τώρα εμπειρία μας δείχνει πως το πολιτικό και κομματικό μας σύστημα αν δεν τις απεχθάνεται τις σαμποτάρει. Είτε για ιδεολογικούς λόγους, παράδειγμα η «πρώτη φορά αριστερά» σημερινή κυβέρνηση που ιδεολογικά πιστεύει στον κρατικισμό και στον «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό». Είτε για προσωπικά ή κομματικά συμφέροντα (πελατειακές σχέσεις, άλλες βλέψεις και επιδιώξεις κλπ)
Έτσι ή αλλιώς πάντως οι μεταρρυθμίσεις, αν και αποτελούν ζήτημα ζωής ή θανάτου της χώρας και της φυλής μας, στα εφτά χρόνια της κρίσης έγιναν ελάχιστες.Και αποτελεί αυτό το γεγονός ένα βασικό λόγο για τον οποίο τα άλλα κράτη που μπήκαν σε μνημόνιο μετά από εμάς (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος) βγήκαν ήδη από αυτά και προκόβουν. Ενώ εμείς πάμε από το κακό στο χειρότερο.
- Υπάρχει τέλος και η λύση του Μαχάτμα Γκάντι. Η παθητική μη βίαιη αντίσταση. Αυτή εφαρμόστηκε εναντίον της τότε κραταιάς Βρετανικής Αυτοκρατορίας και πέτυχε να ελευθερώσει τις Ινδίες από την βρετανική κατοχή. Περί αυτής στη συνέχεια.