Γράφει ο Χρήστος Γκουγκουρέλας, Δικηγόρος
Στο άρ. 22 του προσφάτως ψηφισθέντος Ν. 4469/2017 προβλέφθηκε ότι αν κατά την υλοποίηση αποκρατικοποίησης, εξυγίανσης ή ειδικής εκκαθάρισης πωλείται μέρος ή το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων ή των μετοχών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αλλά ακόμη και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου ή πιστωτικών ιδρυμάτων ή ανωνύμων εταιριών επί των οποίων συμμετέχει με οποιοδήποτε ποσοστό το Δημόσιο, τότε για την καταβολή των τυχόν προστίμων, πολλαπλών τελών, δασμών ή άλλων επιβαρύνσεων δεν κηρύσσονται αστικώς συνυπεύθυνα τα άνω νομικά πρόσωπα, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές δεν γνώριζαν κατά τη μεταβίβαση την κατάσταση των οφειλών των υπό αποκρατικοποίηση νομικών προσώπων και δεν είχαν κοινοποιηθεί σ’ αυτούς καταλογιστικές πράξεις βεβαιωμένων οφειλών.
Το άνω άρθρο επέφερε μια τροποποίηση στον Τελωνειακό Κώδικα και η διατύπωση του ακόμα και σ’ αυτούς που το ψήφισαν, δεν φαίνεται να γίνεται άμεσα κατανοητή. Η σύνδεση όμως της τροπολογίας με συγκεκριμένο επιχειρηματία – επενδυτή και κυρίως οι συνέπειες που εσκοπείτο να επέλθουν από την πρακτική εφαρμογή της στη συγκεκριμένη περίπτωση αποκρατικοποίησης, προκάλεσαν ντόρο και κοινοβουλευτική, και όχι μόνο, ταραχή….
Με απλά λόγια, η τροπολογία καθιστά ‘‘αστικώς μη συνυπεύθυνα’’ για πρότερα πάσης φύσεως χρέη τους, τα αποκρατικοποιηθέντα νομικά πρόσωπα – επιχειρήσεις, αν ενόσω αυτά ανήκαν ακόμη στο Δημόσιο, για οφειλές που είχαν ήδη παραχθεί κατά τη λειτουργία τους, δεν είχε λάβει με οποιονδήποτε τρόπο γνώση τους ο αγοραστής – επενδυτής αυτών των νομικών προσώπων – επιχειρήσεων και δεν είχαν κοινοποιηθεί σ’ αυτές καταλογιστικές των οφειλών πράξεις. Η άμεση απόρροια της ρύθμισης είναι ότι, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ‘‘απαλλάσσεται’’ αστικώς ο όποιος επενδυτής και το ελληνικό Δημόσιο, επωμιζόμενο όλα τα χρέη των επιχειρήσεων αυτών, τα εναποθέτει στη ‘‘καμπούρα’’ το φορολογούμενου, παραδίδοντας στον επενδυτή, συντρέχουσας της άνω προϋπόθεσης, χωρίς τα βάρη των οφειλών την επιχείρηση (νομικό πρόσωπο) και παρέχοντας του ένα άκρως υπολογίσιμο και εύλογο πλεονέκτημα ως προς τη βιωσιμότητα και την επιτυχία της επιχείρησης αυτής.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, αποδεδειγμένα πολέμιος της επιχειρηματικότητας και του ιδιωτικού τομέα, ‘‘διώκτης’’ των επενδύσεων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την ιλαροτραγωδία του Ελληνικού, φαίνεται ξαφνικά να νοιάζεται για τους ‘‘επενδυτές’’ και με την άνω … ‘‘φοβερή και τρομερή’’ τροπολογία να τους απαλλάσσει και από χρέη αποκρατικοποιημένων επιχειρήσεων, εις… ζόφο αυτού που ωμά εμπαίζει, ήτοι του ελληνικού λαού.
Βέβαια, η ‘‘καλή διαγωγή’’ της προς τους… ‘‘επενδυτές’’ ήταν μάλλον πρόθεση και ίσως τελικά έτσι παραμείνει, καθώς πολύς λόγος έγινε για το ότι προσδίδοντας ισχύ στην άνω τροπολογία μετά τριμήνου από την ψήφιση του άνω Νόμου και … ‘‘παραλείποντας’’ να προβλέψει αναδρομική ισχύ της, επί της ουσίας προσέφερε προς τους παραλήπτες (ή τον ‘‘φωτογραφιζόμενο’’ ως παραλήπτη) ένα δώρο-άδωρο.
Ωστόσο, η συμπεριφορά της Κυβέρνησης είναι βέβαιο ότι μπορεί να προκαλέσει κάλλιστα το ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς η επαπειλούμενη νόθευση των αρχών του ενωσιακού Δικαίου Ανταγωνισμού είναι στην προκείμενη περίπτωση υπαρκτή. Σύμφωνα, λοιπόν, µε το άρθρο 107 παρ.1 της Συνθήκης Λειτουργίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση (πρώην 87 της ΣΕΚ), «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε µορφή από τα κράτη ή µε κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισµό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισµένων επιχειρήσεων ή ορισµένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες µε την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών µελών συναλλαγές , εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως.»
Στο εννοιολογικό περιεχόμενο των ‘‘ενισχύσεων’’ συµπεριλαµβάνονται μάλιστα όχι µόνο θετικές παροχές αλλά και επεμβάσεις οι οποίες, ανεξαρτήτως µορφής, ελαφρύνουν τα βάρη που φέρουν κανονικά οι επιχειρήσεις, το πλεονέκτημα δε το οποίο παρέχεται σε ορισμένες επιχειρήσεις ή κλάδους παραγωγής, µέσω µιας επέµβασης του ευρύτερου ?ηµοσίου τοµέα ενέχει ένα άμεσο ή έµµεσο κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό δίχως αντάλλαγμα για το κράτος.
Στην υπόθεση “Banco Exterior de Espana’’ επισημάνθηκε ότι «η έννοια της ενίσχυσης είναι ευρύτερη από την έννοια της επιδοτήσεως, γιατί περιλαµβάνει όχι µόνο τις θετικές παροχές, όπως η ίδια η επιδότηση, αλλά επίσης παρεμβάσεις οι οποίες υπό διαφορετικές µορφές µειώνουν τις επιβαρύνσεις, που κανονικά βαρύνουν τον προϋπολογισµό µιας επιχείρησης και που για το λόγο αυτό, χωρίς να είναι επιδοτήσεις µε τη στενή έννοια του όροy, είναι της αυτής φύσεως και έχουν ταυτόσηµα αποτελέσµατα.»
Μεταξύ άλλων έχει κριθεί νομολογιακά από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι φορολογικές απαλλαγές, οι πωλήσεις ακινήτων από δηµόσιους φορείς µε πολύ ευνοϊκούς όρους, οι ιδιωτικοποιήσεις (πωλήσεις δηµοσίων επιχειρήσεων σε ιδιώτες) σε τιµές χαµηλότερες της πραγματικής αξίας της πωληθείσας επιχείρησης, ή συνδυαζόµενες µε δωρεάν κρατικά ανταλλάγµατα συνιστούν παραβατικές του ενωσιακού δικαίου ενισχύσεις.
Το γεγονός µάλιστα ότι δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι η ενίσχυση έχει πραγµατικές επιπτώσεις στο εµπόριο µεταξύ κρατών µελών και προκαλεί πραγµατική στρέβλωση του ανταγωνισµού, αλλά αρκεί να εξεταστεί απλώς αν η ενίσχυση δύναται να θίξει το εν λόγω εµπόριο και να νοθεύσει τον ανταγωνισµό, δίνει διευρυμένη δυνατότητα στηn Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ‘‘ελέγχει’’ συμπεριφορές των κρατών-μελών της Ένωσης, που υποκρύπτουν δόλο νόθευσης του ανταγωνισμού.
Συμπεπιλημένα, σύµφωνα µε το άρθρο 107§1 της Συνθήκης, οι προϋποθέσεις έμπρακτης παραβίασης του αρ. 107 είναι τέσσερις: η παροχή οικονοµικού-ανταγωνιστικού πλεονεκτήµατος σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις, η µεταφορά κρατικών πόρων, ο καταλογισµός του µέτρου στο κράτος και ο επιλεκτικός χαρακτήρας του κρατικού µέτρου.
Η Ελλάδα βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά που δύναται να τεθεί στο στόχαστρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για υποθέσεις τέτοιας φύσεως, που η πρόσφατη τροπολογία δημιούργησε. Χαρακτηριστικότερη είναι η υπ’ αριθμ. 372/2003 απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) με την οποία κηρύχθηκε ως ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, κατά την έννοια του αρ. 107 της ΣΛΕΕ, η ενίσχυση αναδιάρθρωσης που χορηγήθηκε από την Ελλάδα στην Ολυμπιακή Αεροπορία υπό τη µορφή ,µεταξύ άλλων, της µείωσης του βάρους των χρεών της Ολυµπιακής Αεροπορίας κατά το ποσό των 427 δις δραχµών(!) τα οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες θα βάρυναν τον προϋπολογισµό της επιχείρησης. Οι συγκρίσεις με αυτό που επιχειρήθηκε με την πρόσφατη τροπολογία μπορεί να είναι άμεσες και οι συνειρμοί βεβαίως πολλοί…
Το ΔΕΕ πάντως συνηθίζει να χρησιμοποιεί το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε τέτοιες υποθέσεις. Σύμφωνα με τη συλλογιστική του κάθε κρατική παρέµβαση ή συναλλαγή θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες κέρδους και τις επιχειρηµατικές επιλογές ενός ιδιώτη επενδυτή. Βάσει, δηλαδή, του κριτηρίου αυτού αξιολογείται κάθε φορά, εάν ένας ιδιώτης κάτω από τις ίδιες ή παρόµοιες συνθήκες της αγοράς και µέσα στο συγκεκριµένο χρονικό πλαίσιο θα ενεργούσε όπως το κράτος και θα προέβαινε στην εκάστοτε επένδυση. Και όταν πραγματικά διαπιστώνεται τέτοια σύμπτωση, τότε υφίσταται µεγάλη πιθανότητα η εξεταζόµενη κρατική δράση να συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του αρ. 107 παρ1. της ΣΛΕΕ.
Όλα τα παραπάνω μπορεί να φαντάζουν (ίσως και να είναι) πολύ ‘‘τεχνικά’’, πολύ ‘‘εξειδικευμένα’’, ‘‘λεπτομέρειες’’ που ούτε κατά διάνοια δεν απασχόλησαν τη Βουλή κατά τη ψήφιση της άνω τροπολογίας. Ο πολύς κόσμος δεν τα… ‘‘πολυκαταλαβαίνει’’, οι βουλευτές, ειδικά αυτοί που δια ‘‘τυφλής υπακοής’’ υπερψήφισαν, ίσως τα θεωρούν ‘‘ψιλά γράμματα’’ και άγνωστες πτυχές μιας φαινομενικά ‘‘αθώας’’ ρύθμισης, αλλά, επιτέλους, αυτό που θα πρέπει παντού να διακοινωθεί και να εμπεδωθεί είναι: Πρώτον ότι το πολυαυτοδιαφημιζόμενο … ‘‘ηθικό πλεονέκτημα’’ της Αριστεράς είναι πλέον το πιο ‘‘κακόγουστο ανέκδοτο’’ σήμερα και δεύτερον ότι στη χώρα απαιτείται, πέραν από τις… συζητήσεις για τα Μνημόνια και τα μέτρα στον τομέα της Οικονομίας, ισχυρά πάλη κατά της ΔΙΑΠΛΟΚΗΣ… Για να ελπίζουμε ότι θα έχουμε μέλλον. Αλλιώς…;;;
Κατερίνη, 19/5/2017
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM in International Commercial Law
LLM in European Law