Δεν συμφωνείς, συνομήλικε φίλε μου; Λες και ήταν χθες, που μικρά παιδάκια ακόμη πηγαίναμε στο σχολείο, όπως πηγαίνουν και σήμερα τα παιδιά. Τα βλέπω να περπατούν ανέμελα, σχεδόν πετώντας, φορτωμένα στους ώμους τα σακίδιά τους. Έτσι μένουν ελεύθερα τα χεράκια τους, να τα κινούν ανάλαφρα σαν τα περιστέρια. Αυτή είναι η σύγχρονη, όμορφη εικόνα των παιδιών της σχολικής ηλικίας.
Τώρα θέλω να μοιραστώ μαζί σου, φίλε αναγνώστη, μια άλλη εικόνα, της δικής μου εποχής των σχολικών χρόνων. Τότε όλα τα παιδάκια κουβαλούσαν τα βιβλία τους σε πάνινες τσάντες που έραβαν οι μητέρες για τα παιδιά τους. Εμένα ο πατέρας, σαν μοναχοκόρη, μου αγόρασε μια δερμάτινη και μ’ αυτήν έβγαλα όλες τις τάξεις του δημοτικού.
Στα σχολεία τότε δεν υπήρχε θέρμανση και κάθε παιδάκι κουβαλούσε στη μασχάλη του ένα κούτσουρο για τη θερμάστρα της αίθουσας. Έτσι, κρατώντας τα παιδάκια στο ένα χέρι την πάνινη τσάντα και στο άλλο το κούτσουρο, βάδιζαν βιαστικά να προλάβουν το συσσίτιο που αποτελούνταν από γάλα σε σκόνη και σταφιδόψωμο. Α, ναι… μας δίνανε και μουρουνέλαιο. Αυτό είχε τόσο δυσάρεστη γεύση που τα παιδάκια κρατούσαν σφιχτά με τα χεράκια τη μυτούλα τους.
Μα πάνω απ’ όλα, για να φτάσουν έγκαιρα στο σχολείο, έπρεπε να περπατήσουν βιαστικά πάνω στο χωματόδρομο που όταν έβρεχε γέμιζε λάσπες και τα παιδάκια περπατούσαν με τα λαστιχένια σοσόνια τους μέσα στα λασπόνερα. Και επειδή όλοι οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι, θυμάμαι πως κάποτε ο πατέρας μου έφερε με δικά του έξοδα μερικά φορτηγά και χαλικόστρωσε το δρόμο μας, την οδό Παύλου Μελά. Πολύ αργότερα άρχισε η δημοτική αρχή να ασφαλτοστρώνει τους δρόμους της πόλης.
Τα σπίτια στους συνοικισμούς της πόλης ήταν προσφυγικά, χωρίς ανέσεις. Οι άνθρωποι όμως ήταν δουλευτάρηδες, εργατικοί. Όταν ήρθαν στην Ελλάδα από τις χαμένες πατρίδες, μετά τον ξεριζωμό, πίστεψαν πως ήρθαν στη γη της επαγγελίας. Έπρεπε όμως να πάρουν αμέσως τα άροτρα στο χέρι και να την οργώσουν, να την φυτέψουν και να την ποτίσουν με τον ιδρώτα τους. Και αυτή για να τους ανταμείψει γέμιζε τα κοφίνια τους με κάθε λογής καρπούς.
Η κύρια όμως γεωργική καλλιέργεια ήταν τα καπνά και ειδικά αυτά της ποικιλίας «Σαμψούς». Μικροί και μεγάλοι, όλοι στη δουλειά το καλοκαίρι και μετά το χειμώνα στο σχολείο με όλες τις δυσκολίες. Υπήρχαν όμως και οι όμορφες στιγμές, οι αξέχαστες, όπως τότε που πηγαίναμε εκδρομή.
Τρία-τρία τα παιδάκια στη σειρά, πιασμένα χέρι-χέρι, βαδίζαμε τραγουδώντας: «Λουλούδια ας μαζέψουμε και ρόδα και κρίνα, κι ελάτε να πλέξουμε στεφάνια με κείνα, τον Μάη που σήμερα προβάλει στη γη». Και μετά στις παρελάσεις και στις εθνικές γιορτές τραγουδούσαμε ανάλογα τραγούδια όπως αυτό για τη Μακεδονία «Μακεδονία ξακουστή του Αλεξάνδρου η χώρα…». Χρόνια φτωχά μα αγνά και αθώα. Χρόνια αξέχαστα. Είναι τα καλύτερα χρόνια που περάσαμε στη ζωή μας παρόλο που αργότερα ζήσαμε και «καλύτερες» μέρες.
Σήμερα τα περισσότερα προσφυγικά σπίτια κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους χτίστηκαν σύγχρονα και άνετα. Με εμείς, οι άνθρωποι εκείνης της γενιάς, θυμόμαστε με συγκίνηση και νοσταλγία εκείνες τις εικόνες που έχουν τυπωθεί ανεξίτηλα στις ψυχές μας. Ο καιρός περνά γρήγορα και όπως λέει και το τραγούδι «φεύγεις, φεύγεις νεότης καημένη, ωσάν ρόδου σκορπάς μυρωδιά, σαν πουλί που πετά και διαβαίνει, σαν ελπίδ’ απ’ ανθρώπου καρδιά». Λόγια συνετά και σοφά.
Μα ακόμη πιο σοφά είναι τα λόγια του Εκκλησιαστή (κεφ. κγ΄, 1,2): «Χρόνος είναι εις πάντα και, καιρός παντί πράγματι υπό του ουρανού. Καιρός του γεννάσθαι και καιρός του αποθνήσκειν.» Και γι’ αυτό μας προτρέπει: «Φοβού τον Θεόν και φύλαττε τας εντολάς αυτού, επειδή τούτο είναι το πάν του ανθρώπου. Διότι ο Θεός θέλει φέρει εις κρίσην πάν έργον και πάν κρυπτόν, είτε αγαθόν, είτε πονηρόν.» (κεφ.β΄, 13)
Κατερίνη 3/6/2018
Δέσποινα Χ. Ποικιλίδου
Ζωγράφος – Λογοτέχνης