Του Γιάννη Κορομήλη
Κανείς, υποθέτω, δεν θα διαφωνεί με την παραίνεση του ακαδημαϊκού, λογοτέχνη, ιστοριοδίφη, ποιητή και δικηγόρου Δημ. Καμπόρογλου (1852-1942) ότι: «Οι Έλληνες για να πάνε μπροστά πρέπει να κοιτάζουν πίσω». Εκείνο που ενδεχομένως θα προβληματίσει κάποιους είναι το «να κοιτάζουν πίσω». Τι δηλαδή θέλει να μας συμβουλεύσει ο ποιητής και σε τι θα μας βοηθήσει κάτι τέτοιο;
Προφανώς δεν εννοεί να οδηγούμε τα αυτοκίνητα μας βλέποντας… πίσω. Κοιτάζοντας δηλαδή στο μεγάλο κεντρικό καθρέπτη. Αυτό θα σήμαινε ότι μας προτρέπει να αυτοκτονήσουμε. Ούτε φυσικά να βαδίζουμε μπροστά στραβολαιμιάζοντας γυρίζοντας το κεφάλι στις … βιτρίνες ή όσο … πίσω μπορούμε. Σ΄αυτή την περίπτωση, εκτός από τα βρισίδια των διαβατών μπορεί να κολλήσουμε σε κάποια κολόνα ή σηματοδότη ή και να βρεθούμε στις ρόδες κάποιου τροχοφόρου. Αυτοκτονία και πάλι. Ούτε τέλος να υποσχόμαστε, αυταπατώμενοι ή ψευδόμενοι όπως ο κ. Τσίπρας τον Σεπτέμβριο 2012 στην Δ.Ε. Θες/νικης, ότι θα φέρουμε την Ελλάδα στην προ κρίσης εποχή δηλ. στο 2009 ή 2008. Πρώτον γιατί, είναι αδύνατο «δεν μπορεί κανείς να μπει δυο φορές στο ίδιο ποτάμι», όπως έλεγε ο σοφός Ηράκλειτος «Τα πάντα ρει). Δεύτερον αν, μαγικώ τω τρόπω, γυρίζαμε στο 2009 αναγκαστικά, νομοτελειακά ου λεν και οι αριστεροί, θα ακολουθούσε το 2010 με το πρώτο μνημόνιο κ.ο.κ.
Εννοεί ο ποιητής κι ακαδημαϊκός κλπ Δ. Καμπόρογλου, με πιο απλά λόγια ότι οι Έλληνες για να πάμε μπροστά πρέπει να ερευνήσουμε, να αξιολογήσουμε, να εξετάσουμε από κάθε πλευρά και με αντικειμενικότητα το παρελθόν της φυλής. Τα τελευταία διακόσια περίπου χρόνια από την ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους, τουλάχιστον. Αν το πράξουμε αυτό που θα μας εντυπωσιάσει, που ενδεχομένως θα μας τρομάξει είναι το αναντίρρητο, αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός ότι τους δυο περίπου αυτούς αιώνες τους ακριβοπληρώσαμε με εφτά πολέμους- οι τέσσερις εμφύλιοι (!!!) – και εφτά πτωχεύσεις.
Όπως και να το δει κανείς, όσο κι αν αποστασιοποιηθεί από την νεοελληνική, μας ιστορία, δεν μπορεί να αποφύγει την σκέψη ότι πρόκειται για έναν λαό άτυχο, στην καλύτερη περίπτωση, ή ξεροκέφαλο, μαζοχιστή και ανεπίδεκτο μαθήσεως, στη χειρότερη. Βαρείς οι χαρακτηρισμοί, δυστυχώς όμως αληθείς. Γιατί παθός μαθός, λέει ο λαός μας. Αλλιώς: πρέπει να πάθεις για να μάθεις. Αλλά καλύτερα ακόμα το είπε ο μεγάλος σοφός του 20ου αιώνα, ο Αλβέρτος Αϊνστάιν: « Το άκρον άωτον του παραλογισμού είναι ν α κάνεις τα ίδια πράγματα και να περιμένεις … διαφορετικά αποτελέσματα». Κι εμείς οι Έλληνες εκεί ακριβώς φτάσαμε: στο άκρον άωτον του παραλογισμού.
Αναδείξαμε με την ψήφο μας (του 45% περίπου!) πρωθυπουργό τον αποτυχημένο υπουργό, τον ολίγιστο Γ.Α. Παπανδρέου. Ήταν βλέπεις γιος του Ανδρέα και κυρίως μας επαναλάμβανε συνεχώς το ψευδέστατο: «λεφτά υπάρχουν». Αναδείξαμε πρωθυπουργό τον ανεπαρκέστατο, τον κρατιστή (με 36% αυτόν και με το δεκανίκι του άλλου του … ευγενέστατου Πάνου του γνωστού για τη … σοφή κοινοβουλευτική του κορώνα: με τα τέσσερα εσείς, με τα τέσσερα») τον Αλέξη Τσίπρα γιατί είχε φωτογένεια (σταρ ψάχναμε;), μας υποσχέθηκε λαγούς με πετραχήλια και εκστόμισε τα εμφυλιοπολεμικά: « εμείς ή αυτοί», «Θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν». Αυτά για τους πολιτικούς αντιπάλους κι όχι για κάποιους θανάσιμους εχθρούς της χώρας η του λαού. Και – άκουσον, άκουσον- μας υποσχέθηκε ότι θα σχίσει, λέει, τα μνημόνια σε μια νύχτα και θα μας γύριζε αυτόματα στις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες (μεροκάματα, μισθοί, συντάξεις κλπ) της προ κρίσης εποχής. Κι ο απίθανος αυτός λαϊκιστής όχι μόνο δεν έκανε έστω ένα – δύο από τα δέκα που υποσχέθηκε (όπως πίστευαν πολλοί από αυτούς που τον ψήφισαν), αλλά έκανε τα ακριβώς αντίθετα: Αντί να σχίσει τα δυο προηγούμενα μνημόνια, υπόγραψε και τρίτο πολύ χειρότερο. Κι αν μείνει στην εξουσία θα μας φέρει και τέταρτο. Ήδη συζητείται. Όσο για φόρους και εισοδήματα οι φτωχοί έγιναν επί των ημερών του πολύ φτωχότεροι και περισσότεροι.
Συνεχίζεται