Γράφει ο Παρασκευάς Καλπακτσόγλου
Οι Αποκριές στην Κατερίνη δεν είχαν κάποιο ιδιαίτερο χρώμα που να τις χαρακτηρίζει, όπως συνέβαινε και συμβαίνει ακόμα σε άλλες πόλεις της χώρας μας, όπως στην Κοζάνη, στη Νάουσα, στο Σωχό, στην Ξάνθη, στον Τύρναβο κ.ά. Βέβαια κάθε γειτονιά ανάλογα με την καταγωγή των κατοίκων της είχε κάποιο έθιμο να πραγματοποιήσει, αλλά αυτό γινόταν στενά τοπικά και δεν άπλωνε σε όλη την πόλη. Έτσι η περίοδος της Αποκριάς περιοριζόταν στις στερεότυπες μεταμφιέσεις κάποιων ατόμων την τελευταία εβδομάδα πριν την Καθαρή Δευτέρα και σε μερικούς χορούς σε κέντρα διασκέδασης. Ο πιο σημαντικός χορός γινόταν στη Λέσχη Αξιωματικών, που στεγαζόταν στο κτίριο που βρίσκεται στο Δημοτικό Κήπο και λειτουργεί σήμερα το 2ο ΚΑΠΗ. Πρέπει εδώ να σημειώσω ότι τουλάχιστον σε ‘μένα προσωπικά αλλά και στο συγγενικό και φιλικό περιβάλλον μου η «Τσικνοπέμπτη», ως αποκριάτικη γιορτή ήταν άγνωστη. Οι εκδηλώσεις αυτής της ημέρας, δηλαδή το ψήσιμο κρεατικών με κρασοκατάνυξη και χορό, άρχισαν να γίνονται γνωστές, όταν τις πρόβαλε η τηλεόραση ως καθιερωμένο Πανελλήνια έθιμο, στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Δεν μπορώ βέβαια να ισχυριστώ ότι η περίοδος της Αποκριάς περνούσε απαρατήρητη, αφού τα περίεργα καπέλα, οι μάσκες, οι σερπαντίνες και το κομφετί (χαρτοπόλεμος) ήταν διαδεδομένα, όμως πάντοτε σε μικρή κλίμακα και υποτονικά.
Πολλοί μασκαρεύονταν και επισκέπτονταν μόνο τα φιλικά τους σπίτια, κάνοντας φάρσες και αστεία. Συνηθισμένο μασκάρεμα ήταν το βάψιμο του προσώπου με «φούμο» από τη σόμπα και το φόρεμα των ρούχων ανάποδα. Ακόμη μασκάρεμα ήταν και η αλλαγή φύλου ενδυματολογικά.
Ένα έθιμο που θυμάμαι ότι το είδα εκείνη την εποχή ήταν το «γαϊτανάκι». Περίπου δέκα-δώδεκα άτομα, άντρες και γυναίκες χόρευαν γύρω από ένα ξύλινο κοντάρι, που τον κρατούσε ένα άτομο. Από την κορυφή του κονταριού ξεκινούσαν μακριές κορδέλες, καθεμιά με διαφορετικό χρώμα. Οι κορδέλες αυτές, τα γαϊτάνια, έδωσαν προφανώς το όνομά τους στο έθιμο. Γύρω από το κοντάρι, οι χορευτές και οι χορεύτριες κρατούσαν από ένα γαϊτάνι και χόρευαν μαζί, σε ζευγάρια, τραγουδώντας κάποιο παραδοσιακό τραγούδι. Καθώς κινούνταν γύρω από το κοντάρι, κάθε χορευτής εναλλασσόταν με τον επόμενό του προς τα μέσα και μετά με τον επόμενο προς τα έξω κι έτσι όπως γυρνούσαν, έπλεκαν τις κορδέλες γύρω από το κοντάρι, δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς. Όταν πια οι κορδέλες είχαν τυλιχτεί γύρω από το κοντάρι και οι χορευτές χόρευαν όλο και πιο κοντά σε αυτόν, τότε ο χορός τελείωνε και το στολισμένο γαϊτανάκι έμενε να θυμίζει το πνεύμα της αποκριάς.
Έθιμο της βραδιάς της Κυριακής της Αποκριάς ήταν και η «Χάσκα». Στην άκρη ενός ραβδιού (συνήθως του πλάστη) δενόταν μία κλωστή και στην άκρη της κλωστής στερεωνόταν ένα βρασμένο αβγό ή ένα λουκούμι ή ένα κομμάτι «αποκριάτικου χαλβά». Ο αρχηγός της οικογένειας κρατούσε το ραβδί και κουνώντας το, το κατηύθηνε προς στα στόματα των μελών της, τα οποία προσπαθούσαν να «χάψουν» το έδεσμα που ήταν κρεμασμένο. Όποιος το κατάφερνε έπαιρνε την ευχή του και ένα καλό φιλοδώρημα.
Ο «αποκριάτικος χαλβάς» ήταν ένα έδεσμα που το παρασκεύαζαν τα ζαχαροπλαστεία. Ήταν λευκού χρώματος και πάρα πολύ σκληρός, αφού δεν κοβόταν, αλλά θρυμματιζόταν με σφυρί. Δεν γνωρίζω τη συνταγή του, αλλά νομίζω ότι εκτός από τη ζάχαρη και το ασπράδι αυγών που περιείχε, είχε και μία ουσία που λαμβανόταν από το βράσιμο της ξυλώδους ρίζας ενός θάμνου, που λεγόταν «τσουένι». Ο χαλβάς αυτός συσκευαζόταν σε λαμαρίνες ή σε κουτιά. Οι παρασκευαστές του συνήθως χρησιμοποιούσαν κουτιά που περιείχαν πουκάμισα ή γάντια, τα οποία έπαιρναν από τα εμπορικά μαγαζιά. Ο χαλβάς στα κουτιά ήταν διακοσμημένος με χρωματιστές καραμέλες και ξηρούς καρπούς. Μερικά ζαχαροπλαστεία παρασκεύαζαν και ένα τύπο αυτού του χαλβά, που ήταν πιο μαλακός (σαν μαντολάτο) και πασπαλισμένος με σουσάμι. Αυτόν τον τυποποιούσαν δίνοντάς του σχήμα μικρής στρογγυλής πίτας. Ο χαλβάς της λαμαρίνας είχε πάχος 2-3 εκατοστά περίπου και όπως ανέφερα κομματιαζόταν με τη χρήση σφυριού ή σκεπαρνιού.
Τα «αποκριάτικα τρυκ» ήταν επίσης πολύ διαδεδομένα τότε, αλλά γρήγορα απαγορεύτηκαν, επειδή ήταν επικίνδυνα για τον ανυποψίαστο κόσμο. Τα τρυκ αποσκοπούσαν να προκαλέσουν φάρσα σε κάποιον και όλοι οι άλλοι να γελούν με το πάθημά του. Τα πιο διαδεδομένα ήταν: η «φαγουρόσκονη», που προκαλούσε έντονο κνησμό στην επιφάνεια του δέρματος που έπεφτε, η «φταρνιζόσκονη», που προκαλούσε έντονο φτάρνισμα σε όποιον την ανέπνεε, η «μελάνη που λέκιαζε», αλλά αμέσως εξατμιζόταν, χωρίς να αφήνει ίχνη της στο ύφασμα, το «τσιγάρο που εκρήγνυνταν», και μουντζούρωνε το πρόσωπο όποιου το άναβε και το «ενεργητικό σοκολατάκι», που προκαλούσε γρήγορα κοιλόπονο και συνεχή αφόδευση, σε όποιον το έτρωγε.
Ο «χαρταετός» και η «λαγάνα», όπως και σήμερα, ήταν έθιμα της Καθαρής Δευτέρας. Ο χαρταετός κατασκευαζόταν στο σπίτι και ήταν διασκέδαση και παιγνίδι όλο το χρόνο, εφ’ όσον το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες.
Παρασκευάς Καλπακτσόγλου