Του Αδάμου Ευαγγέλου
Και ενώ η χώρα συνεχίζει να πορεύεται χωρίς κάποιο στρατηγικό σχέδιο αναβάθμισης, οικονομικά εξασθενημένη και με περιορισμένα αποθέματα αξιοπιστίας, η πολυθρύλητη ανάκαμψη της οικονομίας της συνεχώς θα μετατίθεται και όπως όλα δείχνουν, με τα μυαλά που κουβαλάνε οι ιθύνοντες, αυτό θα κρατήσει για πολύ ακόμη. Η ζοφερή αυτή πρόβλεψη ανακύπτει όχι μόνο από την αναντιστοιχία μεταξύ των βασικών αναγκών αναδιάρθρωσης που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία, αλλά και από την αναποφασιστικότητα και τις προτεραιότητες που επιδεικνύουν οι κυβερνώντες, με συνέπεια η χώρα μας για μία ακόμη φορά να βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, πνιγμένη σε προβλήματα που χρήσουν άμεσης λύσης, αλλά δεν λύνονται.
Και όσο τα προβλήματα δεν λύνονται, η οικονομία της χώρας θα υφίσταται έντονους χρηματοοικονομικούς κραδασμούς.
Κραδασμοί οι οποίοι έχουν άμεση σχέση τόσο από τα εσωτερικά γεγονότα όσο και από εξωτερικές και μη ελεγχόμενες από εμάς, εξελίξεις. Εξελίξεις που κάνουν τους επενδυτές να είναι επιφυλακτικοί σε επενδύσεις σε ελληνικούς τίτλους. Σ’ αυτό, βοήθησε και η όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης στη χώρα, με αφορμή το θέμα της Novartis. Όλα όσα προηγήθηκαν με οικονομικά σκάνδαλα ή γεωπολιτικά θέματα, φαίνεται πως δεν εξυπηρετούν την αγορά ομολόγων, και ειδικά τώρα που έχουμε άνοδο των επιτοκίων. Αυτή η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων, στις υπάρχουσες συνθήκες, δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει σε χρονική διάρκεια. Το βέβαιο είναι ότι εμάς δεν μας συμφέρει αυτή η εξέλιξη, η οποία έχει άμεση σχέση και με τα πολιτικά τεκταινόμενα της χώρας.
Ήδη από την έναρξη της διαπραγμάτευσης του νέου ομολόγου στην ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων, το μήνα Φεβρουάριο – επικράτησε μεγάλος όγκος πωλήσεων – έχουμε αύξηση της απόδοσης στο 4,13% , δηλαδή καταγράφηκε αύξηση 18% από την αρχική απόδοση του 3,5% του νέου ολολόγου. Κι αυτό δείχνει, ότι οι μη ελεγχόμενες εξωτερικές από εμάς εξελίξεις, σε συνδυασμό με εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις καθιστούν τα ελληνικά ομόλογα ιδιαίτερα ευάλωτα στη μεταβλητότητα της παγκόσμιας αγοράς. Επομένως η καθαρή έξοδος στις διεθνείς αγορές, δεν ξέρω πόσο καθαρή θα είναι, τη στιγμή που το κόστος δανεισμού, από μόνο του, απορρίπτει κάθε επιστροφή στην κανονικότητα.
Συνεπώς αυτή την περίοδο, δεδομένων των εναλλακτικών που έχει η χώρα από τους εταίρους, μπορεί να μην είναι, ότι το πιο λογικό να βρεθεί η χώρα έξω από το μνημόνιο. Κι αυτό, όχι μόνο εξαιτίας των χαμηλών επιτοκίων που μας χρεώνουν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν μας δανείζουν, αλλά γιατί οι αγορές εκ φύσεως είναι πιο ανηλεείς από κάθε ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα που αποφασίζει τη βοήθεια στην Ελλάδα. Οι αγορές κοιτάζουν μόνο τα νούμερα και τις εναλλακτικές αποδόσεις. Αν κάτι δεν πάει καλά, τότε η χώρα αξιολογείται αρνητικά και τα δανεικά κόβονται, με συνέπεια ο εκτροχιασμός να είναι βέβαιος.
Και αυτό γιατί, οι αγορές δεν διακατέχονται από αισθήματα αλληλεγγύης προς τους αναξιοπαθούντες λαούς.
Κινούνται με γνώμονα πάντα το κέρδος. Το μόνο που βλέπουν οι διαχειριστές κεφαλαίων, είναι οι πολλές και πολύ προσοδοφόρες ευκαιρίες πολλαπλασιασμού των κερδών.
Η ζωή έξω από το μνημόνιο θα είναι πολύ δυσκολότερη από όσο νομίζουν αρκετοί από τους ιθύνοντες. Βγαίνοντας στις αγορές θα διαπιστώσουμε πόσο σκληρότερος έγινε ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών και των επιχειρήσεων, πόση σκληρή δουλειά και προσπάθεια χρειάζεται ώστε να καλυφθούν οι αμοιβές των μισθών, πόση δύσκολη υπόθεση είναι η προστασία των συνταξιούχων.
Είμαστε λοιπόν έτοιμοι να ανταποκριθούμε στις παραπάνω προκλήσεις; Φυσικά όχι. Όχι όσο οι επενδύσεις οι οποίες θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση για να βγούμε στις αγορές πραγματοποιούνται με το σταγονόμετρο. Όχι όσο υπάρχουν ανασταλτικά διαρθρωτικά εμπόδια, όπως η γραφειοκρατία, οι εργασιακοί νόμοι και το ρυθμιστικό πλαίσιο, τα οποία περιπλέκουν κάθε επενδυτική απόφαση. Δυστυχώς μ’ όλα αυτά κανένας δεν μας εμπιστεύεται και αυτό το έλλειμμα εμπιστοσύνης είναι το βαρίδι που κουβαλάμε και που μας κάνει να μην μπορούμε να βρούμε το βηματισμό μας. Κι αυτό οφείλεται στις πράξεις και στις δηλώσεις των υπουργών της κυβέρνησης, οι οποίοι προκαλούν ανήκεστο βλάβη στο επενδυτικό κλίμα, μ’ αποτέλεσμα η οικονομία να είναι εγκλωβισμένη σε μια ύφεση διαρκείας. Ακόμη, όσο οι θεσμοί μας και το κράτος δικαίου φθίνουν, ας μην περιμένουμε σοβαρές επενδύσεις στη χώρα και δραστική αύξηση του ΑΕΠ.
Επομένως η έξοδος στις διεθνείς αγορές από τη στιγμή που η κυβέρνηση δεν θέλει, ή δεν μπορεί να φέρει αποτελέσματα στις δεσμεύσεις της, για δομικές μεταρρυθμίσεις και ουσιαστικές επενδύσεις, η επιστροφή στις αγορές μπορεί να χαρακτηριστεί ως επικοινωνιακό πυροτέχνημα για κομματικές και ψηφοθηρικές σκοπιμότητες, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα επικοινωνιακό μήνυμα ελπίδας που προσφέρεται στον ελληνικό λαό, μόνο για λαϊκή κατανάλωση.