Γράφει ο Βασίλης Μόσχης
– Γιατί άραγε ασχολούνται μαζί μας; Μου θυμίζει το κοιτάω πίσω από τις γρίλιες των παραθύρων, τα πηγαδάκια στους δρόμους επαρχιακών πόλεων το πάλαι ποτέ, τα κρυφοχαμόγελα που δήθεν δεν μπορούν να φανούν ξεκάθαρα, τις χαιρέκακες ματιές να πέφτουν αδιάφορα στο χώμα…
– Τι λες πάλι;
– Όταν δεν μπορείς να βοηθήσεις ή καλύτερα δεν θες να βοηθήσεις, χαίρεσαι γιατί εσύ βρίσκεσαι ένα σκαλοπάτι ή ακόμη περισσότερα πιο πάνω και ατενίζεις αφ υψηλού τους καημενούληδες που υποφέρουν, που δυστυχούν, που ξέχασαν πια να αναπνέουν τη χαρά της ζωής!
– Ο ρε, μεγάλε τι είναι αυτά που λες;
– Ο γερμανικός τύπος ασχολείται με την Ελλαδίτσα, που ματώνει πια, όπως γράφουν! Δεν νιώθεις ότι από πίσω βρίσκεται καλά κρυμμένη μια εκδίκηση που από τα παλιά καιροφυλακτούσε να πάρει το αίμα της πίσω; Και το παίρνει ως φαίνεται! Και χαίρεται ακόμη περισσότερο διότι η καλή εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο! Μη σου πω κατεψυγμένο!
– Ο, ρε μεγάλε!
– Μισό εκατομμύριο Ελλήνων έγιναν μετανάστες για μια καλύτερη ζωή! Και τι Ελλήνων; Σπουδαγμένων, μορφωμένων, με πτυχία και μεταπτυχιακά! Τι να κάνουν σε μια Ελλάδα που προσφέρει τριακόσια, τετρακόσια και πεντακόσια ευρώ μισθουλάκο; Πώς να ζήσει ο Έλληνας; Πώς να κάνει οικογένεια και πως να την ταΐσει; Παίρνουν των ομματιών τους και φεύγουν άρον άρον! Και αυτό που γράφουν ειρωνικά για τις πανάκριβες διακοπές η κουδούνα χτυπάει για μας τους ντόπιους, διότι οι ξένοι δέχονται διαφορετική τουριστική συμπεριφορά!
– Ποια κουδούνα;
– Σου λέει, μια ανάσα από τις ομορφιές που έχετε, αλλά δεν μπορείτε να απολαύσετε! Διότι κάνουν τζιζ οι διακοπές! Με το μισθουλάκο σου που να πάρεις το καράβι; Που να μείνεις; Τι να φας; Οπότε κάθεσαι στα μετόπισθεν και απολαμβάνεις τα διάσημα …μπαλκονήσια! Και καλά να είναι πανσέληνος, και καλά να φυσάει ελαφρά, και καλά να έχει καλό καιρό, διότι μια οι πυρκαγιές, μια οι βροχές και οι καταιγίδες τι να σκεφτείς; Ούτε ο Θεός δε σε θέλει!
– Καρατυράννια Έλληνα!
– Αυτό έχουν καταφέρει! Δώσε μου το ψωμί σου, για να κόψω να σου δώσω.