Γράφει ο Βασίλης Μόσχης
– Κάνε, κάνε κι άλλο!
– Πόσο ακόμη ρε; Κουράστηκε το χέρι μου!
– Βρε, κάνε που σου λέω, ζαλίζομαι…
– Λίγο αναψοκοκκινισμένο σε βλέπω…
– Για αυτό σου λέω, πιο δυνατά, κάνε μου κι άλλο αέρα, φούντωσα…
– Καλά το υπογλώσσιο δεν σου έκανε τίποτα;
– Τι να μου κάνουν κι αυτά; Μας πήραν χαμπάρι κι αυτά και δεν μας πιάνουν πλέον, πρέπει να πάω στο γιατρό να μου τα αλλάξει!
– Πρώτη φορά σε βλέπω έτσι! Έγινε κάτι σοβαρό;
– Ρε, διάβασα τι λέει ο Μοσκοβισί!
– Τι λέει πάλι;
– Την κατάργηση των περικοπών των συντάξεων, χαιρέτησε ο Μοσκοβισί!
– Τι μου λες; Και που είναι η αντάρα σου;
– Αυτά είναι καλά νέα για τον πολύπαθο ελληνικό λαό…
– Νόμιζα θα μου έλεγες για τον πολύπαθο Οδυσσέα…
– Πες το ψέματα… Ολίγον από Οδυσσέα είμαστε…
– “H Επιτροπή ουδέποτε θεώρησε ότι αυτές οι πρόσθετες περικοπές χρειάζονταν, είτε για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος είτε για την επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος του επόμενου έτους” Αυτά δήλωσε ο Μοσκοβισί. Και εγώ ο ηλίθιος, ο αμόρφωτος, ο πανίβλαξ αναρωτιέμαι. Πως είχα την εντύπωση ότι η μείωση ήταν απαίτηση της Τρόικας; Γιατί είχα αυτή την εντύπωση; Πως μου γεννήθηκε αυτή η εντύπωση; Δηλαδή αυτοί δεν ήθελαν την μείωση και την θέλαμε εμείς; Και γιατί την θέλαμε εμείς; Και τώρα; Επικροτείται η κατάργηση; Που είναι οι θεσμοί να μας κουνήσουν πάλι το δάχτυλο;
– Καλά εσύ με ποιον είσαι; Με τον λύκο; Ήθελες να γίνει η περικοπή;
– Συνεχίζεις να είσαι βλάξ! Και φυσικά όχι! Αλλά διάβασε κι αυτό “Χαίρομαι, λοιπόν, για τους συνταξιούχους, τις οικογένειές τους και τον ελληνικό λαό ως σύνολο, που αυτό το δραστικό μέτρο δεν θα εφαρμοστεί. Ο ελληνικός λαός έχει, ήδη, περάσει πολλά τα τελευταία οκτώ χρόνια. Είναι πολύ καλή είδηση ότι αυτή η απειλή για τα εισοδήματα πολλών εκατοντάδων χιλιάδων αγωνιζόμενων νοικοκυριών έχει πλέον αρθεί, καταλήγει στη δήλωσή του ο Γάλλος επίτροπος.” Λοιπόν; Τι είναι όλο αυτό; Γιατί ανακοινώθηκε ότι θα μειωθούν; Για να ανακοινωθεί μετά, γράψε λάθος; Και γιατί χαίρεται ο επίτροπος; Άρα δεν ήταν οι από πάνω που πίεζαν; Και τι μας πίεζε; Τι κάνεις ρε; Γιατί σταμάτησες;
– Δεν μπορώ, θέλω αέρα κι εγώ! Αντραλίζομαι!
– Ναι, ένα αναψοκοκκίνισμα το βλέπω κι εγώ! Join the club, λοιπόν!