Του Γιάννη Κορομήλη
Παραπονέθηκαν αρκετοί αναγνώστες της εφημερίδας μας (σε μένα ή σε κάποιους από τους συνεργάτες του προσωπικού) ότι στενοχωριούνται που τα περισσότερα από όσα περιέχει η εφημερίδα είναι στενόχωρα, απαισιόδοξα. Ένας μάλιστα μου τόνισε (τηλεφωνικά) : είναι που είναι μαύρη κατάμαυρη η ζωή μας με τους φόρους, τις περικοπές, τα μνημόνια και τα μέτρα δεν θα έπρεπε λοιπόν εσείς να μην μας γράφετε στενόχωρα κείμενα αλλά χαρούμενα, αισιόδοξα. Να παίρνουμε λίγο κουράγιο. Γιατί αυτό χρειαζόμαστε. Δεν νομίζετε ότι έχω δίκιο;
Στο ίδιο μήκος κύματος, με άλλα λόγια βέβαια ή αποχρώσεις που «κοινός τους παρονομαστής είναι τα προαναφερθέντα. Θα μπορούσα ίσως να τα συγκεφαλαιώσω στο γνωστό του Αντ. Σαμαράκη: «Ζητείται ελπίς».
Ασφαλώς και συμφωνώ ότι η ζωή μας, των συντριπτικά περισσότερων νεοελλήνων, μετά από οκτώ περίπου χρόνια κρίσης και όσα έγιναν αυτά τα χρόνια, η ζωή μας είναι μαύρη. Έως κατάμαυρη θάλεγε κανείς. Συμφωνώ . Το γνωρίζω «από πρώτο χέρι» που λέμε. Όμως εδώ ακριβώς τίθεται ένα σοβαρότατο ζήτημα ηθικής και εντιμότητας: Ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης των εφημερίδων, των μέσων ενημέρωσης γενικά; Να ψυχαγωγούν τον πολίτη, να αποφεύγουν προπαντός να τον στενοχωρούν, κάνοντας «τα στραβά μάτια» στην πραγματικότητα και παρουσιάζοντας την όπως θα άρεσε στους (περισσότερους έστω0 αναγνώστες τους;
Αλλά αν υποστηρίξει κανείς κάτι τέτοιο, δεν θα έχει δίκιο. Και τούτο γιατί η εφημερίδα είναι ανιχνευτής ψεύδους, παρανομίας, διαφθοράς. Και οφείλει να λέει πάντοτε την αλήθεια. Να παρουσιάζει δηλαδή τις ειδήσεις, τα γεγονότα όπως ακριβώς έχουν κι όχι όπως θα συνέφερε ή θα προτιμούσαν οι υπεύθυνοι της ή περισσότεροι ή λιγότεροι αναγνώστες της. Εξάλλου κι ο Θεάνθρωπος μας δίδαξε: «Γνώσεσθε την αλήθεια και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς». Δηλαδή θα μάθετε την αλήθεια και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει.
Θα μας ελευθερώσει από τι, από ποιους; Μα από αυτά που, με τον ένα ή άλλο τρόπο μας ταλαιπωρούν, μας βασανίζουν, μας απασχολούν. Αλλά κι ο σοφός Σωκράτης είπε: «η άγνοια είναι συμφορά». Η αλήθεια, η γνώση της αλήθειας πάνω απ’ όλα. Αλλά ποιος θα μας πει την αλήθεια; Πρώτα – πρώτα οφείλουν να την λεν και να την σέβονται οι πολιτικοί μας ( ο παιδαγωγικός ρόλος της πολιτικής). Όμως οι πολιτικοί μας κάνουν ακριβώς το αντίθετο: Μας λεν ψέματα. Μεγάλα ψέματα. Ξέροντας ότι εμείς ο λαός είμαστε ευκολόπιστοι και κουτοπόνηροι για να πάρουν την ψήφο μας και την εξουσία μας λεν (αν όχι όλοι, οι περισσότεροι) μας υπόσχονται αυτά που θα θέλαμε να ακούσουμε.
Ο Γ.Α. Παπανδρέου για παράδειγμα το 2008, όταν η κρίση έκανε τα πρώτα βαριά βήματα της στη χώρα μας και για να γίνει πρωθυπουργός μας είπε πολλά. Το πιο γνωστό (και ψευδέστατο) ήταν και θα μείνει αξέχαστο: «λεφτά υπάρχουν»! Ενώ ήξερε, όφειλε να ξέρει, ότι λεφτά δεν υπήρχαν. Αυτός επέμεινε. Κι όταν τον πολυζόριζαν έδειχνε την … παραοικονομία. Το γνωστό κόλπο της προπαγάνδας, αυτό της μισής αλήθειας. Διότι πράγματι στην παραοικονομία διακινούνται δεκάδες δισεκατομμύρια, πολλά λεφτά. Όμως καμία κυβέρνηση ως τώρα τουλάχιστον, δεν κατάφερε να αφαιρέσει από αυτή παρά μόνο ψίχουλα. Γνωστόν το γιατί. Κι ο Γ.Α.Π. του «λεφτά υπάρχουν» ύστερα από μερικούς μήνες έφερε το ΔΝΤ και το πρώτο και εξόχως ανθελληνικό μνημόνιο. Διότι λεφτά δεν υπήρχαν.
Πιο εύγλωττος μιμητής του ο Αλ. Τσίπρας. Αυτό το 2014 από την κοντινή μας Θεσσαλονίκη μας είπε ακόμη μεγαλύτερα ψέματα. Και πολλά μαζί. Αν τον ψηφίζαμε, θα … καταργούσε τα μνημόνια σε μια νύχτα. Θα ανέβαζε τα μεροκάματα, θα κτυπούσε τα νταούλια κι οι αγορές θα χόρευαν και πολλά άλλα. Τον ψηφίσαμε κι αυτόν (όσοι τον ψήφισαν). Κι έγιναν τα ακριβώς αντίθετα. Οι δανειστές και οι αγορές έπαιξαν το ζουρνά ή τη λίρα και η κυβέρνησή του χόρευε ( και χορεύει), υπόγραψε και άλλο μνημόνιο και ετοιμάζεται και για άλλο με παραπειστικό όνομα.
Να αντέγραφαν λοιπόν οι εφημερίδες τις συμπεριφορές των πολιτικών. Πίσω μου σ’ έχω Σατανά. Όχι πως κι αυτές, όπως και οι τηλεοράσεις της Αθήνας δεν παίζουν παρόμοιο ρόλο. Όμως οι εφημερίδες της επαρχίας, τη μεγάλη πλειονότητα δεν παίζουν αυτό το ρόλο. Είναι άραγε τυχαίο ότι τόσο οι κυβερνήσεις Γ.Α.Π. (προπαντός) και Τσίπρα, όσο και οι δανειστές μας, μας έχουν στο μαύρο πίνακα. Δεν βάζουμε, λένε, μυαλό ας τους ξεκάνουμε. Ο Ν. Καζαντζάκης είπε κάτι ανάλογο: «Ήθελε, λέει, νάνε λεύτερος. Σκοτώστε τον». Κι έτσι έπραξαν οι ντόπιοι και οι ξένοι ισχυροί. Οδήγησαν στον εξ ασφυξίας θάνατο τις περισσότερες από τις μισές ημερήσιες επαρχιακές εφημερίδες. Κι όσοι αντέχουμε ακόμα, εμείς ξέρουμε το πώς. Έτσι κι αλλιώς πάντως δεν θα τους κάνουμε το χατίρι.
Συνεχίζεται