Του Αντώνη Ι. Ζαρκανέλα
π. Γενικού Διευθυντή Ανάπτυξης της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης
Συνέχεια του Προηγουμένου: Το 1946 ήταν περίοδος έναρξης των χαμηλής έντασης επιθέσεων των κομμουνιστών. Οι επιθέσεις εναντίον πολιτών, οι απειλές, οι ληστείες τροφίμων αντικαταστάθηκαν με θερμά επεισόδια σε σταθμούς χωροφυλακής, συλλήψεις και δολοφονίες έγκριτων πολιτών κλπ. Η κυβέρνηση φέρνει στην Βουλή προς ψήφιση το Ψήφισμα Γ’ με το οποίο ενισχύεται το νομικό οπλοστάσιο του Κράτους εναντίον των περιπτώσεων προσπαθειών απόσπασης ή αυτονόμησης εθνικών εδαφών, της συγκρότησης ομάδων που επιτίθενται εναντίον κρατικών οργάνων, εγκαταστάσεων κλπ., για τις οποίες προβλέπονταν η θανατική ποινή.
Οργάνωση της Ένοπλης Πάλης των Στασιαστών.
Οργάνωση και Τακτική των Ένοπλων Στασιαστών
Αμέσως μετά την επίθεση των ένοπλων κομμουνιστών στο Λιτόχωρο η ένταση αυξάνει σταδιακά. Από χαμηλής έντασης τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον πολιτών το 1945 και στις αρχές του 1946, έχουμε τη θερμή επίθεση εναντίον του Σταθμού Χωροφυλακής του Λιτοχώρου στις 31 Μαρτίου που είχε ενισχυθεί, μόλις την προηγούμενη ημέρα, με 10 νεοσύλλεκτους χωροφύλακες και με ολιγομελή ομάδα στρατιωτών οι οποίοι είχαν σταλθεί όλοι τους για τις εκλογές και στρατωνίζονταν άλλοι στον σταθμό και άλλοι σε παραπέρα οίκημα του σταθμού.
Οι επιθέσεις ήταν σχεδόν καθημερινές και η τακτική, παντού, σχεδόν η ίδια: Ταυτόχρονη συντονισμένη επίθεση από ολιγομελείς ομάδες και από διάφορες κατευθύνσεις εναντίον ενός σταθμού χωροφυλακής εξολοθρεύοντας όλους τους άνδρες, σφάζοντας ή και ακρωτηριάζοντας τον επικεφαλής για «παραδειγματισμό». Εκτέλεση μερικών πολιτών και γρήγορη απομάκρυνση. Ανάλογα με τον στόχο οι ομάδες ήταν μεγαλύτερες ή μικρότερες αλλά η τακτική, η ίδια.
Όλοι εκείνοι που είτε από φόβο -γιατί εκκρεμούσαν καταγγελίες εναντίον τους για ποινικά αδικήματα που διέπραξαν κατά το παρελθόν, κατά την ΕΑΜοκρατία και τα Δεκεμβριανά- είτε γιατί το κόμμα τους το υπέδειξε για να τους χρησιμοποιεί ως απειλή εναντίον της κυβέρνησης είτε γιατί οι ίδιοι μέσα τους φοβούνταν ότι με την επιστροφή τους στο χωριό θα μπορούσαν να αναγνωριστούν από κάποιο από τα θύματα τους, είτε, τέλος, γιατί πίστευαν στον «αγώνα», βγήκαν στα βουνά. Σε κάθε περίπτωση, οι ΕΑΜίτες μη κομμουνιστές, που διαφώνησαν με τις αθλιότητες των Δεκεμβριανών και οι λιγότερο πιστοί κομμουνιστές που ζούσαν στην Αθήνα ή κατέφυγαν εκεί από την επαρχία διώκονταν λιγότερο ή καθόλου αν δεν υπήρχαν καταγγελίες, έβλεπαν ότι το κράτος άρχισε να σταθεροποιείται και να οργανώνεται και έτσι ήταν διστακτικοί έως επιφυλακτικοί στο να ακούσουν το κόμμα και να αφήσουν τις οικογένειες τους…
Στο βουνό, όπως αναφέρει ο ιστορικός του ΕΑΜ και τότε σύμμαχος του ΚΚΕ Γρηγοριάδης, δημιούργησε το ΚΚΕ μικρές ομάδες τις επονομαζόμενες ΟΚΔΑ (Ομάδες Καταδιωκόμενων Δημοκρατικών Αγωνιστών) ή ΟΔΕΚΑ (Ομάδες Δημοκρατικών Ένοπλων Καταδιωκόμενων Αγωνιστών) μικρής δυνάμεως 7-10 ανδρών. Όμως, «Το ΚΚΕ δεν άνοιγε ακόμη τα κρυφά οπλοστάσια του στα βουνά, όπου είχε κρύψει ένα μέρος του οπλισμού του ΕΛΑΣ» (ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, Σ., 2011(1973), τομ. 4, σελ. 159). Οι μικροί αυτοί πυρήνες ενισχύονταν από τις οργανώσεις «Αυτοάμυνας» που είχαν στο μεταξύ συγκροτηθεί με στρατιωτική διάρθρωση με αποστολή να «..στρατολογήσουν μαχητές για τις ένοπλες συμμοριακές ομάδες, να οργανώσουν και να εξασφαλίσουν δίκτυα πληροφοριών, να εξασφαλίσουν υλικό και εφόδια για τη συντήρηση των ομάδων και να συνεργαστούν με τις ένοπλες συμμοριακές ομάδες σε περίπτωση προσβολής των χώρων τους» (ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2011(1956). Κατά τον Στρατηγό Ζαφειρόπουλο η «Αυτοάμυνα» αυτής της περιόδου αποτελούσε ουσιαστικά «..ανασυγκρότηση του εφεδρικού ΕΛΑΣ, δημιουργία συνδετικού κρίκου μεταξύ των διασκορπισμένων αντάρτικων ομάδων και τοπικών πολιτικών επιτροπών και αναστήλωση του ηθικού των οπαδών του ΚΚΕ, όπως και μείωση του ηθικού των εθνικοφρόνων» (τόμ. Α., σελ. 80).
Αυτές οι ομάδες ενισχυόμενες στη συνέχεια, όπως αναφέρει πάλι ο Γρηγοριάδης, με εκπαιδευθέντα ένοπλα στελέχη που κατέβαιναν από το Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας οδήγησαν σε αναβάθμιση και εξέλιξη των ένοπλων ομάδων σε συγκροτήματα. Παραθέτει ο ίδιος συγγραφέας τη μαρτυρία του Δ. Βλαντά (1950), εκείνου του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ ο οποίος έγραφε ότι μέσα στο καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1946 οργανώθηκαν τα συγκροτήματα με δύναμη 70-100 ανδρών με διοικητή και καπετάνιο. Δηλαδή με στρατιωτικό και πολιτικό υπεύθυνο σε κάθε συγκρότημα.
Μέσα στον Ιούλιο του 1946 προχωράει η νέα αναβαθμισμένη οργάνωση των κομμουνιστών δημιουργώντας έξι (6) αρχηγεία περιοχών που συγκροτήθηκαν σταδιακά από τον Αύγουστο του 1946 μέχρι τον Μάρτιο του 1947. Τα Αρχηγεία ήταν με τις ημερομηνίες συγκρότησης και τους διοικητές τους : Δυτικής Μακεδονίας 29 Αυγούστου 1946 υπό τον Λασσάνη, Θεσσαλίας, 24 Σεπτεμβρίου 1946 υπό τον Κίσσαβο, Πελοποννήσου 26 Δεκεμβρίου 1946, Ρούμελης 17 Ιανουαρίου 1947, Ηπείρου 18 Ιανουαρίου 1947, Ανατολικής Μακεδονίας-Δυτικής Θράκης 18 Μαρτίου 1947 και Κεντρικής Μακεδονίας 22 Οκτωβρίου 1947 υπό τον Κικίτσα.
Τον Νοέμβριο του 1946 ιδρύεται το Γενικό Αρχηγείο (Γ.Α.) για τον συντονισμό και την καθοδήγηση του αντάρτικου αγώνα, της ανταρσίας εναντίον του Κράτους. Ως επίσημη ημερομηνία ίδρυσης του Γ.Α. φέρεται από τους κομμουνιστές, για λόγους συμβολικούς, η 28η Οκτωβρίου 1946, ενώ η διαταγή συγκρότησής της φέρει ημερομηνία 26 Οκτωβρίου 1946. Η διαταγή ίδρυσης του Γενικού Αρχηγείου του αντάρτικου αγώνα έχει ως εξής:
«Γενικό Αρχηγείο Ανταρτών
Επιτελικό Γραφείο 1
Αρ. Πρωτ. 1
Η στυγνή δίωξη των αγωνιστών του δημοκρατικού λαού από τον αγγλόδουλο μοναρχοφασισμό και τα όργανά του, που ανάγκασε χιλιάδες δημοκράτες να βγουν στα βουνά για να υπερασπισθούν τη ζωή τους, οδήγησε στη σημερινή ανάπτυξη του αντάρτικου κινήματος.
Έχοντας υπόψη ότι είναι ώριμη πια η ανάγκη δημιουργίας συντονιστικού οργάνου για το συντονισμό και την καθοδήγηση του όλου αντάρτικου αγώνα, αποφασίζουμε τη δημιουργία του Γενικού Αρχηγείου Ανταρτών, στο οποίο θα υπάγονται τα αρχηγεία ανταρτών Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου, Ρούμελης».
Τελικά, την 27η Δεκεμβρίου 1946 «..και με την διαταγή αρ. 19 του Γενικού Αρχηγείου οι συμμοριακές μονάδες μετονομάστηκαν σε Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας» (ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, Δ., 2011(1956), σελ. 93). Στη διαταγή αυτή την οποία υπέγραφε ο Βαφειάδης με το τίτλο «Μάρκος. Αρχιστράτηγος», περιλαμβάνονταν μεταξύ άλλων και ο «όρκος του αντάρτη» για τον οποίο προέβλεπε, προφητικά, ότι αν ποτέ φαινόταν επίορκος να έπεφτε πάνω του «..αμείλικτο, το τιμωρό χέρι της Πατρίδας και το μίσος και η καταφρόνια του Λαού μου»..
Η δύναμη των «στασιαστών» – «επαναστατών» του ΚΚΕ.
Όπως έχει αναφερθεί, ήδη από την περίοδο της 12ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ, Φεβρουάριος 1946, στην κρίσιμη και κεκλεισμένων των θυρών πολιτικο-στρατιωτική σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο περιθώριό της, συζητήθηκαν εκτενώς θέματα σχετικά με τον ένοπλο αγώνα και τον τρόπο έναρξής του. Σ’ αυτήν, αλλά και στις κινήσεις που έγιναν αμέσως μετά για τον ίδιο σκοπό, οι στρατιωτικοί ηγέτες της Ηπείρου και της Μακεδονίας ανέφεραν ότι θα μπορούσαν να παρατάξουν μία μεραρχία και να «..καταλάβουν τα Γιάννενα» όπως είπε ο Γούσιας, ενώ ο Βαφειάδης δήλωνε ότι θα μπορούσε να παρατάξει «..20.000-25.000 ένοπλους μαχητές» (ΖΑΟΥΣΗΣ, 1992., σελ. το. Α, σελ. 113). Ο Μπαρτζιώτας, όταν ρωτήθηκε από τον Ζαχαριάδη σχετικά, τον διαβεβαίωνε ότι η Αθήνα θα μπορούσε να δώσει «..25-30.000 μαχητές, κουκουέδες και συμπαθούντες το Κόμμα» (ΜΠΑΡΤΖΙΩΤΑΣ,1981, σελ. 28). Έναν χρόνο ακριβώς μετά τις ωμότητες και τις αγριότητες των ένοπλων της «Στάσης-Επανάστασης» των Δεκεμβριανών και τη συντριπτική τους ήττα, η ηγεσία του ΚΚΕ άνοιγε και πάλι την συζήτηση για νέα ένοπλη προσπάθεια κατάληψης του κράτους..
Σε κάθε περίπτωση και πέραν αυτών των θεωρητικών ουτοπικών ως προς τους αριθμούς, όπως από την εξέλιξη των πραγμάτων αποδείχθηκε, οι δυνάμεις των ένοπλων ανταρτών που μπορούσαν να κινητοποιηθούν ήταν γύρω στις 3.000 που ήταν διασκορπισμένοι στα βουνά και 3.000-4.000 εκείνοι που ήταν στο Μπούλκες στις αρχές του 1946. Οι κρατικές αρχές υπολόγιζαν ότι τον Ιούνιο η αριθμητική δύναμη των ανταρτικών μονάδων ανέρχονταν τον Ιούνιο σε 4.500, τον Ιούλιο σε 5.000 και τον Αύγουστο σε 5.400 (ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, 2011(1973), σελ.181).
Ο Στρατηγός Ζαφειρόπουλος στο βιβλίο του «Ο Αντισυμμοριακός Αγώνας 1945-1946) το οποίο βασίζεται σε επίσημες πολεμικές εκθέσεις, αφηγήσεις διοικητών μεγάλων μονάδων, στην άμεση προσωπική του αντίληψη αλλά και σε αρχεία των ανταρτών που κατασχέθηκαν και σε άρθρα του περιοδικού «Δημοκρατικός Στρατός», επίσημου εντύπου οργάνου του στρατιωτικού βραχίονα των «στασιαστών»-«επαναστατών», υπολογίζει ότι στα βουνά κατέφυγαν περί τους 4.400 τον Απρίλιο, το Ιούνιο 4.500. τον Ιούλιο 5.000 και τον Αύγουστο 5.400. Οι ένοπλοι αυτοί εντάχθηκαν σε ομάδες που αναπτύχθηκαν σε διάφορα σημεία: Πιέρια-Όλυμπο υπό τον Τσαρκιτζή (Γεώργιος Κακουλίδης), στη Θεσσαλία υπό τον Κίσσαβο και τον Καρτσιώτη, στο Βέρμιο υπό τον Ακρίτα (Ανέστης Κονταξής), στο Πάικο υπό τον Σοφιανό (Σοφιανός Ηλιάδης), στην κεντρική Μακεδονία υπό τον Στράτο, σε Χάσια, Βόιο και Γράμμο υπό τους Υψηλάντη (Ηλία Παπαδημητρίου) και Γεώργιο Γιαννούλη, στο Βίτσι υπό τον Κεραυνό (Χρ. Αποστολίδης), στην Ήπειρο υπό τον Πετρίτη, (Βασ. Χρόνης) και στη Ρούμελη υπό τον Διαμαντή. Ο Λασάνης οργάνωσε τον Ιούλιο του 1946, το Αρχηγείο Δυτικής Μακεδονίας (Πίνδου). (ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ Δ. 2011(1956). Τομ. 1, σελ. 99). Στα τέλη του 1946 «..η δύναμη του συμμοριτισμού είχε ξεπεράσει απότομα τους 13.000. Η κατανομή της κατά περιοχές ήταν η εξής: στη Δυτική Μακεδονία και στη Θεσσαλία περί τους 6.000, στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία περί τους 5.000, στην Πελοπόννησο 300, στη Ρούμελη 1.400 (στις περιοχές Δομοκού 500, Αγράφων 500, Οίτης 250, Όθρυος 150) (ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, Δ., 2011(1956), Τομ. 1, σελ. 288).
Συνεχίζεται