Του Αντώνη Ι. Ζαρκανέλα
π. Γενικού Διευθυντή Ανάπτυξης της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης
Συνέχεια του Προηγουμένου: Οι ένοπλές στασιαστικές ομάδες των κομμουνιστών από τις αρχές του 1946 ενεργοποιούνται, συντονίζονται και οργανώνονται τόσον τακτικά όσον και επιχειρησιακά και μέχρι το τέλος του έτους αυτού συγκροτούν τα Αρχηγεία και το Γενικό Αρχηγείο. Τελικά το ΚΚΕ ιδρύει τον δικό του στρατό, τον επονομαζόμενο «Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας» με Αρχιστράτηγο τον Μάρκο Βαφειάδη. Η δύναμη των στασιαστών ανερχόταν σε περίπου 3.000 στις αρχές του έτους, έφθασε περίπου τις 5.500 στα μέσα του ίδιου έτους και ανήλθε στις 13. 000 αντάρτες στο τέλος του έτους.
Έναρξη των επιθέσεων εναντίον του Κράτους
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, από τις αρχές του 1946 οι επιθέσεις των ένοπλων ανταρτών-στασιαστών ήταν χαμηλής έντασης και γίνονταν εναντίον πολιτών, μικρών, απομακρυσμένων, αφύλακτων οικισμών απειλώντας και προπαγανδίζοντας για το κόμμα τους, αρπάζοντας πράγματα και τρόφιμα, ενίοτε μάλιστα δολοφονώντας και κάποιους. (Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες από αυτές τις επιθέσεις δεν είχαν γίνει από στασιαστές αλλά από κοινούς ληστές που δεν είχαν κανένα πολιτικό κίνητρο, απλά εκμεταλλεύτηκαν και αυτοί την ανυπαρξία Κράτους τη συγκεκριμένη περίοδο). Η επίθεση στο Λιτόχωρο αποτέλεσε σταθμό εκείνων των γεγονότων, αλλά και απαρχή μιας ολόκληρης περιόδου έως το 1949. Γιατί ήταν η πρώτη ένοπλη επίθεση εναντίον κρατικής αρχής, ενός ολιγάριθμου σταθμού Χωροφυλακής και μερικών στρατιωτών που στρατωνίζονταν εκεί, το βράδυ της 30ης Μαρτίου. Με την ανατολή του ηλίου της επόμενης ημέρας θα άνοιγαν οι κάλπες για τις πρώτες εθνικές εκλογές μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια. (ΑΒΕΡΩΦ-ΤΟΣΙΤΣΑΣ, 2011(1973), σελ. 194.)
Μετά τις εκλογές τα σύννεφα άρχισαν σιγά-σιγά να πυκνώνουν και να μαυρίζουν απειλητικά. Αμέσως μετά την επίθεση στο Λιτόχωρο άρχισε σιωπηρά η οργάνωση ένοπλων ανταρτικών ομάδων στα βουνά (ΜΠΛΑΝΑΣ [Καπετάν-Κίσσαβος], 1977, σελ. 56-62), όπως ήδη αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, αυτός ήταν ίσως και ο λόγος που δεν σημειώθηκαν αξιόλογες επιθέσεις ενόπλων αριστερών κατά κρατικών στόχων παρόλον ότι δεν έλλειψαν επιθέσεις σε απομακρυσμένα χωριά, συλλήψεις πολιτών που ήταν γνωστοί για τα μη φιλικά προς αυτούς αισθήματα. Έρευνα σε εφημερίδες της Θεσσαλονίκης εκείνης της περιόδου –Άνοιξη-Καλοκαίρι 1946– έδειξε ότι πρακτικά δεν υπάρχει ημέρα που να μην αναφέρονται τέτοια περιστατικά, τουλάχιστον στον Βόρειο-Ελλαδικό χώρο.
Από το καλοκαίρι και μετά η δραστηριοποίηση των ένοπλων ομάδων των στασιαστών γίνεται όλο και πιο έντονη με περισσότερες επιθέσεις σε όλο και πιο σημαντικούς στρατιωτικούς αλλά και πολιτικούς στόχους επιτιθέμενο σε σημαντικές μικρές πόλεις και κωμοπόλεις, ιδιαίτερα στην Μακεδονία. Θα αναφερθούμε στις πιο σημαντικές από αυτές παρουσιάζοντας τις σημαντικότερες πτυχές τους. Κύρια χαρακτηριστικά όλων αυτών των επιθέσεων είναι ότι έγιναν εναντίον μικρών στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων σε χωριά και κωμοπόλεις της Βορείου Ελλάδος σε κάποιες από τις οποίες συμμετείχαν ένοπλοι που κατέβηκαν από το Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας (Πυρσόγιαννη) ή υπήρξε συμμετοχή πολιτών κομμουνιστών ως «πεμπτοφαλαγγιτών» (Ποντοκερασιά & Νάουσα) ή τέλος υπήρξε εσωτερική ανταρσία (Ποντοκερασιά).
Ποντοκερασιά Κιλκίς – Η πρώτη επίθεση σε στρατιωτικό στόχο.
Η πρώτη μεγάλης έκτασης επίθεση εναντίον στρατιωτικής μονάδας που παρουσιάζει σαφή χαρακτηριστικά εσωτερικής στάσης στον στρατό με ταυτόχρονη προσυνεννοημένη εξωτερική επίθεση από ανταρτικές δυνάμεις της περιοχής και ομάδες οργανωμένων οπαδών του ΚΚΕ από διπλανό χωριό, έγινε στις 5 Ιουλίου 1946, στην Ποντοκερασιά του Κιλκίς. Συνεργαζόμενες στενά οι τρεις αυτές ομάδες επιτίθενται εναντίον του λόχου την ημέρα που ουσιαστικά ήταν χωρίς διοίκηση αφού ο Διοικητής του, Λοχαγός Στεφάνου, είχε την ίδια εκείνη ημέρα φθάσει και ήταν ημέρα παράδοσης-παραλαβής.
Η επίθεση έγινε ξημερώνοντας η 5η Ιουλίου. Ο Λοχαγός ξύπνησε από παράξενους θορύβους, κραυγές, ιαχές, τενεκεδοκρουσίες πολιτών οι οποίοι κρατώντας αναμμένες δάδες με προπορευόμενες γυναίκες και παιδιά επιτίθεντο εναντίον των στρατιωτών, που στο μεταξύ είχαν καταλάβει θέσεις. Με πέτρες και κραδαίνοντας αγροτικά εργαλεία καλούσαν τους στρατιώτες να ενωθούν μαζί τους και να χτυπήσουν τους φασίστες αξιωματικούς.
Τη ίδια στιγμή, από την άλλη πλευρά του στρατοπέδου εκδηλώνεται συντονισμένη επίθεση των ανταρτών. Ο Διοικητής του Λόχου μπροστά στον καινούργιο κίνδυνο καλεί τον επιλοχεύοντα, ονόματι Σκαντζέλη, και τον διατάζει να αντεπιτεθεί εναντίον των επιτιθέμενων στασιαστών. Η διαταγή εκτελείται αλλά οι στρατιώτες που περιβάλλουν στον Σκαντζέλη βάλλουν εναντίον του Λοχαγού ο οποίος και τραυματίζεται. Ο Λοχαγός με μόνον δέκα (10) πιστούς στρατιώτες διασπούν τον κλοιό και καταφεύγουν στο Κιλκίς. Ο Σκαντζέλης ήταν ο γραμματέας της κομματικής οργάνωσης του λόχου.. Ο στρατιωτικός καταυλισμός καταλήφθηκε από τους στασιαστές και πυρπολήθηκε. Επτά στρατιώτες σκοτώθηκαν επί τόπου, σαράντα (40) με τον ανθυπίατρο ακολούθησαν ακούσια ή εκούσια τους αντάρτες στο βουνό…
Η αντίδραση των στρατιωτικών μονάδων της περιοχής ήταν άμεσος και κεραυνοβόλος. Αποσπάσματά τους βγήκαν στα γύρω βουνά, εκεί μετά από απηνή καταδίωξη εντόπισαν τους στασιαστές, πολίτες και στρατιώτες, και συνέλαβαν τον Σκαντζέλη, 15 στρατιώτες, μερικούς κατοίκους και τον δάσκαλο του χωριού που ήταν ο υποκινητής και ιθύνων νους των χωρικών. Οδηγήθηκαν όλοι οι συλληφθέντες στο Έκτακτο Στρατοδικείο του Κιλκίς και καταδικάστηκαν δώδεκα σε θάνατο (ο Σκαντζέλης, ο δάσκαλος, πέντε στρατιώτες και πέντε πολίτες) και εκτελέστηκαν στις 16 Αυγούστου. (ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, Σ., 2011(1973), σελ. 168-171; (ΖΑΟΥΣΗΣ, Α., 1992 σελ. 151-2)
Πυρσόγιαννη-Δεσκάτη-Νάουσσα-Σκρά: Η «Επανάσταση» αρχίζει..
Μέσα στον Σεπτέμβριο μία ομάδα Ηπειρωτών ανταρτών υπό τον καπετάν-Νεμέρτσικα (Κώστα Ράφτη) επανήλθαν από το Μπούλκες και συνενώθηκαν με μία ομάδα από το Βόιο Δυτικής Μακεδονίας υπό τον Γιώργο Γιαννούλη στην Αετομηλίτσα του βόρειου Γράμμου απ’ όπου ξεκίνησαν με σκοπό να κτυπήσουν την Πυρσόγιαννη, το γνωστό χωριό από την ιταλική εισβολή το 1940. Διοικητής του Σταθμού Χωροφυλακής ήταν ο υπομοίραρχος Κούρκουλας ο επονομαζόμενος και «Λιοντάρι» από τους δικούς του, λόγω της γενναιότητας. Ο Κούρκουλας και οι άνδρες του προέβαλαν πολύωρη λυσσώδη αντίσταση στους στασιαστές. Όμως οι χωροφύλακές του, έπειτα από τρομερή άμυνα, εξοντώθηκαν και ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε και εσφάγη. (ΖΑΟΥΣΗΣ, 1992 σελ. 168; ΑΒΕΡΩΦ-ΤΟΣΙΤΣΑΣ, 2009(1972), σελ. 195).
Τρεις ημέρες πριν επιστρέψει ο Βασιλιάς, στις 24 Σεπτεμβρίου 1946, ομάδα ένοπλων στασιαστών εξαπέλυσε τη μεγαλύτερη σε αριθμό μέχρι τότε επίθεση εναντίον της Δεσκάτης, κωμοπόλεως του νομού Γρεβενών στα σύνορα με τον νομό Λάρισας. Μεγάλη δύναμη στασιαστών, που μερικοί την ανεβάζουν σε 2.000, υπό τον γνωστό από το Λιτόχωρο καπετάν-Υψηλάντη (Αλέκο Ρόσιο) ενήργησε επίθεση βάσει σχεδίου επίθεσης που κατάρτισε ο ίδιος ο Υψηλάντης.
Το σχέδιο ήταν τολμηρό και καλά μελετημένο. Επρόκειτο περί πραγματικής στρατιωτικής επιχειρήσεως. Την προηγούμενη της επίθεσης νύκτα καταλήφθηκαν επτά μικρά χωριά γύρω από τη Δεσκάτη και, αφού αδρανοποιήθηκαν οι λίγοι χωροφύλακες, κόπηκαν τα σύρματα των τηλεγράφων και των τηλεφώνων με αποτέλεσμα να αποκοπεί η δυνατότητα επικοινωνίας της κωμοπόλεως με τον έξω κόσμο. Ξημερώνοντας άρχισε η επίθεση από διάφορες κατευθύνσεις. Τη Δεσκάτη κάλυπτε μια μικρή φρουρά που αποτελούνταν από έναν λόχο μειωμένης δύναμης και 45 χωροφύλακες.
Η σύγκρουση κράτησε μέχρι τις 9.00 το βράδυ, όταν η φρουρά, βλέποντας ότι κινδύνευε θανάσιμα, αντεπετέθη, διέσπασε τον κλοιό και διέφυγε στα πέριξ υψώματα. Από τη φρουρά, εκτός από τους πολλούς «αγνοουμένους» και τραυματίες, μετρήθηκαν, την επομένη ημέρα από τις ενισχύσεις που απελευθέρωσαν την κωμόπολη, 47 νεκροί, στρατιώτες και χωροφύλακες. Μεταξύ αυτών υπήρχαν και δύο αξιωματικοί, των οποίων τα σώματά τους βρέθηκαν ακρωτηριασμένα.
Τα τμήματα του στρατού όταν ήλθαν σε επαφή με τους επιτιθέμενους, αυτοί αποσύρονταν αφού άδειασαν τις αποθήκες της ΟΥΝΡΑ (UNRRA) παίρνοντας μαζί τους ό,τι τρόφιμα είχαν οι αποθήκες για τους κατοίκους του χωριού. Οι απώλειες των επιτιθέμενων στασιαστών πρέπει να ήταν μεγάλες αλλά δεν υπήρξαν πτώματα ή τραυματίες καθώς οι αντάρτες, για ψυχολογικούς λόγους, προσπαθούσαν να μην αφήνουν νεκρούς και τραυματίες, τουλάχιστον στην αρχή της «επανάστασής» τους, στα πεδία των μαχών…. ( ΖΑΟΥΣΗΣ, 1992 σελ. 168; ΑΒΕΡΩΦ-ΤΟΣΙΤΣΑΣ, 2009(1972), σελ. 197).
(Συνεχίζεται)