Του Αντώνη Ι. Ζαρκανέλα
π. Γενικού Διευθυντή Ανάπτυξης
της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης
Περίληψη του Προηγουμένου: Οι επιθέσεις «στασιαστών-επαναστατών» του ΚΚΕ/ΕΑΜ σε κωμοπόλεις στη Βόρεια Ελλάδα συνεχίζονται με προσβολή στη Νάουσα και με κύριο χαρακτηριστικό την εκτεταμένη βοήθεια «πέμπτης φάλαγγας», η οποία όμως ήταν ανεπιτυχής. Στην προσπάθεια να ελέγχουν τα βόρεια σύνορα επιτέθηκαν εναντίον στρατιωτικών μονάδων και φρουρών τους κατά μήκος των συνόρων στην περιοχή του Σκρα (Κιλκίς) στα Ελληνο-Γιουγκοσλαβικά σύνορα και στον δυτικό Γράμμο στα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα. Για λόγους τακτικής και υπολογισμένα, το δεύτερο εξάμηνο του 1946, οι επιθέσεις επεκτάθηκαν και στην υπόλοιπη ηπειρωτική χώρα μέχρι και την Πελοπόννησο..
Στρατιωτικός στόχος των στασιαστών – «επαναστατών»: Ελεύθερα τα βόρεια σύνορα με κάθε θυσία.. (Συνέχεια)
Έτσι, μετά την 25η Ιουλίου 1946, μία διμοιρία στρατιωτών έπεφτε σε ενέδρα στασιαστών στην οδό Λάρισας-Αγυάς. Ο επικεφαλής λοχαγός Κυριακόγκωνας και 7 στρατιώτες σκοτώθηκαν επί τόπου. Ο Κυριακόγκωνας ήταν ο πρώτος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού που φονεύονταν στην δεύτερη «Στάση» ή «Επανάσταση» του ΚΚΕ/ΕΑΜ. Τη 12η Σεπτεμβρίου, στη δημόσια οδό Πολυδεντρίου-Βέροιας, κοντά στη γέφυρα του Αλιάκμονα, έπεσε σε ενέδρα απόσπασμα χωροφυλακής και εξοντώθηκε. Ο ταγματάρχης Σωτηρίου και 13 χωροφύλακες έπεφταν νεκροί. Τη 17η του ίδιου μήνα, ένα φυλάκιο χωροφυλακής και στρατιωτών στα Ζαχοροχώρια καταλήφθηκε αφού εξοντώθηκαν όλοι οι υπερασπιστές του. Την 21η Σεπτεμβρίου στη Λεκώμη του Εβρου εξοντώνονταν απόσπασμα 16 χωροφυλάκων ενώ δύο ημέρες αργότερα στον δημόσιο δρόμο Τρίπολης-Σπάρτης δύο αυτοκίνητα με δύναμη της χωροφυλακής έπεσαν σε ενέδρα με αποτέλεσμα ένας ανθυπασπιστής και εννέα χωροφύλακες νεκροί, ένας ανθυπομοίραρχος και δύο χωροφύλακες βαριά τραυματισμένοι. Στην Ρούμελη εμφανίζονται οι ομάδες ενόπλων του Μπελή και του Διαμαντή που τους δίδεται εντολή από το ΚΚΕ/ΕΑΜ να ενεργοποιηθούν στα βουνά της Οίτης κλπ. ενώ στην Πελοπόννησο δέχθηκαν επιθέσεις ακόμη και οι περιοχές της Καλαμάτας και της Σπάρτης κλπ.
Ψυχολογικός στόχος των στασιαστών-«επαναστατών»: Η Τρομοκράτηση του Λαού.
Με τη δραστήρια και καθημερινή επιθετικότητά τους οι οργανωμένες ένοπλες στρατιωτικές επιχειρήσεις των στασιαστών-«επαναστατών» εναντίον στρατιωτικών στόχων σε ολόκληρη την επικράτεια, ιδιαίτερα το δεύτερο εξάμηνο του 1946, δεν στόχευαν απλώς στην αδρανοποίηση του Στρατού αλλά, κυρίως, στην τρομοκράτηση και εκφοβισμό του Λαού στην ύπαιθρο. Με τις επιθέσεις τους εναντίον στρατιωτικών μονάδων οι στασιαστές-«επαναστάτες» στόχευαν στον εντυπωσιασμό και μέσω αυτού στην τρομοκράτηση του Λαού, ο οποίος βλέποντας ότι ο Στρατός δεν μπορεί να τους προστατεύσει, αφού δεν φαινόταν να μπορεί να προστατεύσει τον εαυτό του, τμήματα του Λαού «συμφιλιώθηκαν» προς στιγμήν με τους κομμουνιστές και τους ΝΟΦίτες με αντάλλαγμα την υπόσχεση ότι θα εξασφαλίζονταν η ζωή τους. «Όρος της συμφιλίωσης ήταν να μην καταδίδεται οποιαδήποτε παράνομη κίνηση ή ενέργεια του ΚΚΕ..O πληθυσμός δέχτηκε, από ανάγκη, τη λεγόμενη «συμφιλίωση», με την οποία καθιερώθηκαν η απόλυτη σιγή σχετικά με την κίνηση των συμμοριτών και η υποχρεωτική συνεισφορά σε τρόφιμα και λοιπά εφόδια για τον αγώνα «υπέρ του λαού. Αποτέλεσμα της συμφιλίωσης ήταν να διαρρεύσουν στους συμμορίτες τρόφιμα και ιματισμός της ΟΥΝΡΑ, και να χρησιμοποιούνται οι χωρικοί για τις μεταφορές». (ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, Δ., 2011(1956), τομ. 1, σελ. 290 & 300). (Σημείωση Συγγραφέα: Ως προς τη ΝΟΦ και τους ΝΟΦίτες, πρόκειται για τη σλαβομακεδονική πολιτική οργάνωση Ναρότνο-Οσλομπουντιτελνο Φροντ, Εθνικο-Απελευθερωτικό Μέτωπο που ιδρύθηκε το 1945 και δρούσε στη Δυτική Μακεδονία παράλληλα με τους στασιαστές-«επαναστάτες» του ΚΚΕ, προωθώντας την αυτονομιστική προπαγάνδα των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών).
Η τρομοκράτηση του Λαού κλιμακώνονταν και σε συχνότητα και σε φαντασία ενώ κύριος στόχος της αποτελούσε το φρόνημα του Λαού… Με τυφλά κτυπήματα που στόχευαν γενικά στον αμέριμνο πληθυσμό με σκοπό την πρόκληση συνεχούς φόβου και τη δημιουργία κλίματος δυσαρέσκειας προς το Κράτος ότι δεν μπορεί να διασφαλίσει την ηρεμία και την τάξη, ολιγομελείς ομάδες, δύο-τριών ενόπλων, επιτίθεντο σε διάφορα «τυχαία» σημεία διεσπαρμένα σε όλη τη χώρα ώστε να είναι αδύνατη η πρόβλεψή τους, πόσο μάλλον, η αποτροπή τους.
Το 1946, έτος κατά το οποίο αποδεικνύεται η αδυναμία της χωροφυλακής να αντισταθεί στην επερχόμενη θύελλα και για το λόγο αυτό το έργο της μεταφέρεται στο Στρατό, ο οποίος, όμως και αυτός ήταν ανέτοιμος και για τον ρόλο αυτό, είναι το έτος της έξαρσης των επιθέσεων σε ανύποπτους πολίτες. Στις εφημερίδες της Βορείου Ελλάδος δεν υπάρχει ημέρα που να μην αναφέρονται «τυφλές», ακριβείς και σύντομες επιθέσεις με δολοφονίες άμαχων πολιτών, αρπαγές ζώων, τροφίμων κλπ. Οι περισσότερες από τις περιπτώσεις αυτές δεν βρήκαν το δρόμο της δημοσίευσης γιατί δεν μπορούσαν να ξεφύγουν, λόγω απομόνωσης, απόστασης, φόβου(;) τα στενά όρια της μικροκοινωνίας του χωριού. Που όμως πετύχαιναν τον στόχο: Την τρομοκράτηση του Λαού.
Εκατόμβες Άμαχων Νεκρών. Η περίπτωση του Κορινού-Πιερίας
Οι μεμονωμένες περιπτώσεις σαν και αυτές, που όμως εμφανίζονται στις εφημερίδες καθημερινά είναι, παρόλα αυτά, τόσο πολλές που ακόμη και η απλή παράθεσή τους θα γέμιζε πολλές σελίδες. Το σύνολο των περιπτώσεων του είδους αυτού, που αν και δεν ήταν στρατιωτικές, ήταν, όμως, σίγουρα οργανωμένες και σχεδιασμένες από κάποιο «αρχηγείο» είχαν, πάντως, το ίδιο αποτέλεσμα με τις πολεμικές επιχειρήσεις. Πάρα πολλούς άοπλους νεκρούς. Που δεν αναφέρθηκαν καν στην βιβλιογραφία που τις παρέκαμψε απλά ως παράπλευρες απώλειες.. Τέτοιο παράδειγμα ήταν η επίθεση τριών ενόπλων αργά το απόγευμα της Κυριακής 11 Αυγούστου 1946 σε καφενείο του χωριού Κορινός, Πιερίας. Πετώντας δυο-τρεις χειροβομβίδες από τις οποίες έσκασε , ευτυχώς, μόνον η μία και πυροβολώντας στα τυφλά εναντίον των γυναικόπαιδων πέτυχαν τον θάνατο 4 γυναικών, εκ των οποίων η μία κρατούσε αγκαλιά την νεογέννητη κόρη της – που όμως δεν έπαθε τίποτα – και δύο μικρών αγοριών ηλικίας 5 έως 10 ετών το καθένα. Οι ένοπλοι και οι τρεις από τον Κορινό, απλώς εξαφανίστηκαν. Έφυγαν στο βουνό αντάρτες..
Με τον τρόπο αυτό αλλά και με τον τρόπο που, γενικά, ενεργούσε εκείνη η ανταρσία πέτυχε, η Ελλάδα στο σύνολο της, να μεταραπεί, ολόκληρη σ΄ένα απέραντο πολεμικό δίκτυο. Τα σύνορα να πρέπει να προστατεύονται, οι πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά να πρέπει να φυλάγονται, οι δρόμοι, οι τηλεπικοινωνιακές γραμμές επίσης, οι αποθήκες πολιτικών εφοδίων κρατικών ή της ΟΥΝΡΑ (Σημείωση Συγγραφέα: ¨Ηταν το Πρόγραμμα Ανακούφισης και Αποκαταστάσεως των Ηνωμένων Εθνών στο οποίο οι ΗΠΑ συνέβαλαν με ποσοστό περίπου 73%, το οποίο απέστειλε τεράστιες ποσότητες τροφίμων, ένδυσης-υπόδυσης, φαρμάκων εργαλείων γεωργικών μηχανημάτων κλπ., που βοήθησαν στην επιβίωση του Ελληνικού Λαού τα δύσκολα εκείνα χρόνια 1945-47) οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις έπρεπε να φυλάσσονται… Όλα αυτά εξασφαλιζόταν από τον στρατό ο οποίος έπρεπε να διεξαγάγει και έναν, μη συμβατικό και άγνωστο γι’ αυτόν, πόλεμο. Σε έναν πόλεμο με εξωτερικό εχθρό ο στρατός επικεντρώνεται μόνον σ’ αυτόν, φυλάγοντας μόνο τα σύνορα. Ωστόσο, σε μία Στάση, που οδηγεί σε εμφύλιο σύνορα και μέτωπα συγκεκριμένα, απλώς δεν υπάρχουν… Υπάρχουν παντού. Και αυτό φαίνεται καθαρά στον τρόπο διάθεσης των δυνάμεων του Στρατού αφού όπως προκύπτει από στοιχεία του Γενικού Επιτελείου Στρατού το 1946 γι’ αυτού του είδους τις αποστολές (φύλαξη μονάδων, υποδομών, αστυνόμευσης κλπ. στο τέλος του 1946 ο Ελληνικός στρατός διέθετε το 40% της ενεργού δυνάμεώς του (Έκδοση της ΔΙΣ [Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού], 1971, σελ. 197). Η διαθέσιμη μάχιμη δύναμη ήταν μόνο το 60% του Στρατού..
Ναρκοθετήσεις δρόμων: Και ο «τυφλός πόλεμος» στην υπηρεσία της Ανταρσίας-«επανάστασης.
Με την έναρξη του 1946 «..ξεκίνησαν οι συμμορίτες να χρησιμοποιούν τη νάρκη για την παγίδευση των συγκοινωνιών. Η επικίνδυνη επέκταση του ναρκοπολέμου άρχισε από το καλοκαίρι του 1946 στη Δυτική Μακεδονία και στη Θεσσαλία» (ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, Δ., 2011(1956), τομ. Α΄, σελ. 300). Οι ναρκοθευτήσεις ήταν ένας ασφαλής, δύσκολο να διαπιστωθεί, τρόπος δημιουργίας προβλημάτων όχι μόνον στο στρατό αλλά και στους πολίτες καθώς οι δρόμοι τότε ήταν χωμάτινοι, χαλικοστρωμένοι, γεμάτοι λάκκους που γέμιζαν με νερό ή χιόνια και έτσι δεν επέτρεπαν στους οδηγούς να τις εντοπίσουν έγκαιρα. (ΑΒΕΡΩΦ-ΤΟΣΙΤΣΑΣ, Ε., 2009(1973), σελ. 226). Η ναρκοθέτηση των οδικών αξόνων χρησιμοποιήθηκε σαν ένα τρόπος να δημιουργηθεί φόβος και τρομοκράτηση στην μετακίνηση του στρατού αλλά κυρίως των πολιτών καθώς τουλάχιστον στην αρχή δεν ήταν δυνατόν κάθε φορτηγό και λεωφορείο να διαθέτει ανιχνευτές ναρκών με τους οποίους τροφοδοτήθηκε ο Στρατός. Η ασφάλεια των συγκοινωνιών ήταν τόσον προβληματική ώστε δημοσιογράφος της Εφ. ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ στις 26 Νοεμβρίου 1946 ανέφερε ότι, ουσιαστικά δεν υπήρχε επικοινωνία «Παλαιάς και Βορείου Ελλάδος». Από τις δύο κύριες αρτηρίες οδικής σύνδεσης της Βορείου Ελλάδος με την Ήπειρο ήταν ο δρόμος Κατερίνης –Ελασσόνος-Λάρισας και Κοζάνης –Σαρανταπόρου –Λάρισας. Από τον πρώτο δρόμο δεν περνούσε κανένας. Ο δεύτερος διατηρούνταν ανοικτός με συνεργεία εντοπισμού-περισυλλογής ναρκών του Στρατού, καθώς αυτός ήταν ο μόνος δρόμος σύνδεσης της Αθήνας με τη Δυτική Μακεδονία.. (ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, Σ., 2011(1973), τομ. 4, σελ.190). Απλοί πολίτες αδιαφόρως ηλικίας, φύλου κλπ. πλήρωσαν βαρύ τίμημα σε αυτή την τυφλή βία. Στις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης ήταν πολύ συχνές οι ανταποκρίσεις από όλους τους νομούς της Μακεδονίας για περιστατικά θανάτων πολιτών από νάρκες. Είναι προφανές ότι τις νάρκες αυτές προμηθευόταν οι στασιστές από τους βόρειους γείτονες καθώς τέτοιο υλικό δεν υπήρχε κρυμμένο από την κατοχή και την Βάρκιζα.
(Συνεχίζεται)