Του Αντώνη Ι. Ζαρκανέλα
Συνέχεια του Προηγουμένου: Μετά τις εκλογές, οι ένοπλες επιθέσεις των στασιαστών- «Επαναστατών» κλιμακώνονται και από χαμηλής έντασης επιθέσεις εναντίον οικισμών για απειλή, τρομοκράτηση και απόσπαση των προς το ζην, γίνονται συλλήψεις πολιτών και δολοφονίες, προχωρούν σε επιθέσεις εναντίον μικρών απομονωμένων σταθμών της Χωροφυλακής και μετά το καλοκαίρι του 1946 αρχίζουν να προσβάλλουν χωριά και μικρές επαρχιακές πόλεις καθώς και στρατιωτικές μονάδες που τις προστατεύουν. Στις επιθέσεις αυτές συμμετέχουν και στασιαστές από το Μπούλκες αλλά εμφανίζεται για πρώτη φορά το φαινόμενο της διάβρωσης του στρατού από συμπαθούντες των «επαναστατών» και πολιτών που λειτουργούν ως «πέμπτη» φάλαγγα».
Πυρσόγιαννη-Δεσκάτη-Νάουσσα-Σκρά…: Η «Επανάσταση» αρχίζει.. (Συνέχεια)
Την πρώτη Οκτωβρίου 1946, τρεις ημέρες μετά την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β΄, στις 11 το βράδυ, δύναμη ένοπλων στασιαστών επετέθη εναντίον της Νάουσας Ημαθίας, που ήταν η μεγαλύτερη πόλη στην οποία μέχρι τότε είχαν επιτεθεί.. Της ένοπλης επίθεσης προηγήθηκε προλείανση από μία «πέμπτη φάλαγγα» 100 περίπου εργατών, κυρίως, των εργοστασίων της κωμοπόλεως, η οποία αφού απέκοψε τα σύρματα των τηλεπικοινωνιών της κωμοπόλεως με τον έξω κόσμο, με άφθονη βενζίνη έβαλε φωτιά στα σπίτια πολιτών πυροβολώντας όσους πανικόβλητοι έβγαιναν στον δρόμο προκειμένου να μην καούν.
Την ίδια περίπου ώρα ανατίναζαν μία γέφυρα που συνέδεε την πόλη με τη Βέροια ενώ διαφορετικές ομάδες ένοπλων στασιαστών κύκλωναν έναν λόχο στρατού στα περίχωρα της πόλης και άλλες έμπαιναν στην ίδια την πόλη. «Τις πρώτες πρωινές ώρες της 2ας Οκτωβρίου» ο κυκλωμένος λόχος που κατάφερε να διασπάσει τον εχθρικό κλοιό «..έμπαινε στην Νάουσα, ενώ οι χωροφύλακες έβγαιναν από τον Σταθμό τους και αντεπετίθεντο. Μετά από μερικές οδομαχίες, αντάρτες και «πέμπτη φάλαγξ» έφευγαν εσπευσμένως προς τους γύρω λόφους» (ΑΒΕΡΩΦ-ΤΟΣΙΤΣΑΣ, 2009(1972), σελ. 197). Σύμφωνα με τις Αρχές, οι ένοπλοι στασιαστές ήταν «ανώτεροι σε αριθμό» από τους στρατιώτες και τους χωροφύλακες ενώ κατά τις εφημερίδες ήταν περίπου χίλιοι οι οποίοι ανήκαν σε συγκροτήματα τεσσάρων γειτονικών βουνών.
Το Σκρα είναι ένα μικρό αλλά ιστορικό, από την σύγχρονη ιστορία, χωριό του Ν. Κιλκίς που απέχει λίγα μόλις χιλιόμετρα από τα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία. Εδώ έγινε στις 16-17 Μαΐου του 1918 μία σημαντικότατη, νικηφόρος αλλά και πολύ αιματηρή μάχη για την ελληνική σημαία μάχη εναντίον των Βουλγάρων. Στο Σκρα, μόλις τρία–τέσσερα χιλιόμετρα από τα Ελληνο-Γιουγκοσλαβικά σύνορα και σημείο εισόδου ένοπλων στασιαστών από το Μπούλκες, ισχυρές ομάδες τους επιτέθηκαν στα φυλάκια της περιοχής την οποία κάλυπτε το 564 Τάγμα Πεζικού με διοικητή τον ταγματάρχη Πάστρα. Οι επιτιθέμενοι, δύναμης 1.000 ενόπλων υπό τον καπετάν-Σοφιανό, στις 11 Νοεμβρίου προσέβαλαν τη φρουρά του Σκρα την οποία αποτελούσαν δύο διμοιρίες και η οποία υπέκυψε μετά από μάχη 8 ωρών.
Κατά την επίσημη ανακοίνωση του Υπουργείου Τύπου αναφέρονταν: «…συμμορίαι κομμουνιστών και ΝΟΦικών (Σημείωση Συγγραφέα: Τα αρχικά της Σλαβικής Οργάνωσης Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο που δρούσε στην Μακεδονία σε συνεργασία με το ΚΚΕ) προερχόμεναι εκ του εσωτερικού και του εξωτερικού, από της 4ης πρωϊνής ώρας της χθες πλήττουν συνεχώς τα συνοριακά φυλάκια της περιοχής του Σκρα…. Κατά την μάχην ταύτην εφονεύθησαν ο ταγματάρχης πεζικού Πάστρας, ο λοχαγός πεζικού Σισμάνης, τρεις ανθυπολοχαγοί και σαράντα οπλίται των φυλακίων προκαλύψεως». Πριν από την επίθεση στο Σκρα, όπως ανέφερε η επίσημη ανακοίνωση «..οι συμμορίται είχον αποκόψει τας τηλεφωνικάς γραμμάς και υπενόμευσαν διά ναρκών των δημοσίαν οδόν Αξιουπόλεως-Σκρά. Αυτοκίνητον μεταφέρον στρατιώτες προσέκρουσεν επί νάρκης και ανετινάχθη».
Μετά την κατάληψη του Σκρά οι δυνάμεις των συμμοριτών-«επαναστατών» πραγματοποίησαν νυκτερινές επιθέσεις και σε άλλες φρουρές της περιοχής στα χωριά Φανός, Αρχάγγελος, Νότια, χωριά που όλα τους βρίσκονται επί της συνοριακής γραμμής. (ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, Δ., 2011(1956), τομ. Α, σελ298; ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, Σ., 2011(1973), τομ. 4, σελ. 189).
Στρατιωτικός στόχος των στασιαστών-«επαναστατών»: Ελεύθερα τα βόρεια σύνορα με κάθε θυσία..
Από την προαναφερθείσα παρουσίαση είναι φανερή η προσπάθεια των στασιαστών-«επαναστατών» να ελέγξουν την παραμεθόριο ζώνη με στόχο να διατηρήσουν ανοικτή και εύκολη την είσοδο και έξοδο ανδρών τους και πάσης φύσεως απαραίτητων εφοδίων (πολεμοφόδια, ρουχισμό-υπόδηση, ιατροφαρμακευτικό υλικό κλπ) από και προς τη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία. Πέραν αυτών, ήταν ζωτικής σημασίας για εκείνους να ελέγχουν τα σύνορα ώστε να διασώζονται όταν τους επιτίθεται ο στρατός και να μπορούν να επανεισέρχονται ανεμπόδιστοι στην Ελλάδα από τα στρατόπεδα που τους φιλοξενούσαν στις γειτονικές χώρες.
Εκτός από τις επιθέσεις σε χωριά γύρω από το Σκρα τα οποία βρίσκονται στα σύνορα του νομού Κιλκίς, την ίδια εποχή γίνονταν τέτοιου είδους επιθέσεις και σε άλλες παραμεθόριες περιοχές. Στις 19 Νοεμβρίου του 1946 πραγματοποιήθηκε επίθεση εναντίον των μεθοριακών σταθμών στα χωριά Πλικάτι και Χιονάδες στον δυτικό Γράμμο, από τον Καπετάν Γιαννούλη, προκειμένου να εξασφαλίσει τη διάβαση Μπάρο για την Αλβανία. (ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, Δ., 2011(1956), τόμ. Α, σελ. 299).
Για να επιτύχουν στο στόχο τους αυτόν οι στασιαστές-«επαναστάτες» πραγματοποιούν επιθέσεις σχεδόν καθημερινά όχι μόνον στην παραμεθόριο ζώνη αλλά και στο σύνολο της έκτασης των παραμεθόριων νομών αλλά και σε άλλους νομούς της Μακεδονίας-Θράκης και κατ’ επέκταση στη Θεσσαλία, με την τακτική του “hit and run” –κτύπημα και φυγή– με σκοπό να απασχολούνται όλες οι φρουρές και οι στρατιωτικές μονάδες και να δυσχεραίνεται η δυνατότητα μεταφοράς δυνάμεων από τον ένα Νομό στον άλλο.. Διάφοροι στόχοι βάλλονταν από παντού, αδιαφόρως ισχύος, προκαλώντας συνθήκες τριβής, αναστάτωσης, τρομοκράτησης του φρονήματος του «παγωμένου» Λαού, συνθήκες πολέμου. Έτσι οργανώνονται επιθέσεις σχεδόν παντού στα βόρεια της χώρας και τους μήνες «..Νοέμβριο-Δεκέμβριο απλώθηκε ο ανταρτοπόλεμος από τον Έβρο ώς τα αλβανικά σύνορα» ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, Σ., 2011(1973), τομ. 4, σελ. 190).. Ο έλεγχος των βόρειων συνόρων από τον Στρατό ήταν ζωτικής σημασίας για έναν αγώνα εισαγόμενο, σε σημαντικό βαθμό, από τους βόρειους γείτονες.(Αλβανία-Γιουγκοσλαβία-Βουλγαρία).
Επιτίθενται τις 12 Οκτωβρίου στη Σιάτιστα. Στις 25 Νοεμβρίου, όπως αναφέρει ο Ζαφειρόπουλος, επιτέθηκαν «..300 συμμορίτες στον σταθμό χωροφυλακής του Νυμφαίου της Φλώρινας..» αλλά αποκρούστηκαν με επιτυχία από την εκεί δύναμη της χωροφυλακής. Στην περιοχή του Μετσόβου, δύναμη αποτελούμενη από 10 χωροφύλακες και 20 εθνοφύλακες, μετά από προδοσία, δέχθηκε επίθεση από περισσότερους των 100 ενόπλων και υπέκυψε.
Τους αιχμαλώτους, όπως αναφέρει ο Αβέρωφ-Τοσίτσας, «αφού τους απογύμνωσαν εντελώς, τους υποχρέωσαν να παρελάσουν σε τρία χωριά, όπου ο πληθυσμός έλαβε εντολή να τους ρίχνει πέτρες και να τους βρίζει. Στο τρίτο χωριό, οι εθνοφύλακες αφέθηκαν ελεύθεροι, οι χωροφύλακες τουφεκίστηκαν και ο υπομοίραρχος Μούργας -ο επονομαζόμενος και «Λύκος»- εσφάγη». Τα νεκρά σώματα δεν ενταφιάστηκαν… (ΑΒΕΡΩΦ-ΤΟΣΙΤΣΑΣ, 2009(1972), σελ. 205).
Επίθεση στη Ρητίνη Πιερίας
Τον Οκτώβριο του 1946 καταλαμβάνεται η σταθμευμένη διλοχία στο χωριό Ρητίνη Ν.Πιερίας μετά από εσωτερική στρατιωτική ανταρσία που είχε οργανώσει η κομματική οργάνωση του ΚΚΕ. Φονεύονται όλοι οι αξιωματικοί εκτός του Διοικητή που διέφυγε και οχυρώθηκε στα νότια του χωριού με λίγους στρατιώτες και πολίτες του χωριού. (ΠΑΠΠΑΣ, Γ., 2015, σελ. 203). Τους στρατιώτες που γλύτωσαν και δεν πήγαν με τους στασιαστές, σύμφωνα με κατοπινή μαρτυρία καθηγητού, μαθητή τότε στο χωριό Μοσχοπόταμος που απέχει από τη Ρητίνη περί τις δύο ώρες δρόμο, αφού τους έγδυσαν παίρνοντας τα ρούχα τους, τους περιέφεραν γυμνούς, με τα σώβρακα, διαπομπεύοντάς τους στο χωριό (ΒΑΡΜΑΖΗΣ, Ν., 2002, σελ.82).
Όμως τα προαναφερθέντα γεγονότα είχαν προκαλέσει ένταση και φωνές σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση αλλά και ανησυχία στην ηγεσία του στρατεύματος και για έναν άλλο σημαντικότατο λόγο που ήταν πέραν και από αυτήν την ένοπλη σύρραξη μεταξύ Ελλήνων. Και αυτός ήταν η εμπλοκή των βόρειων γειτόνων στα εσωτερικά της χώρας καθώς στο δεύτερο εξάμηνο του 1946 και σε αυξανόμενους ρυθμούς παρατηρούνταν από πολίτες της παραμεθόριας ζώνης και ιδιαίτερα βλάχους και σαρακατσαναίους τσομπάνηδες που είχαν τα κοπάδια στα βουνά, πολύ συχνές και συστηματικές μετακινήσεις ενόπλων και εφοδίων από βορρά προς την Ελλάδα. Όλες αυτές οι πληροφορίες μεταφέρονταν, προφανώς, στις τοπικές στρατιωτικές διοικήσεις.
Τι είχε συμβεί; Από την πλευρά των ανταρτών και συγκεκριμένα από το Γενικό τους Αρχηγείο είχε δοθεί εντολή στα διάφορα «στρατηγεία» -από τη Θεσσαλία μέχρι και την Πελοπόννησο- να αρχίσουν επιθέσεις. Έπρεπε να φανεί ότι το αντάρτικο δεν δρα μόνον κοντά στα βόρεια της χώρας (ΖΑΟΥΣΗΣ, Α., 1992, τόμ. 1, σελ. 174) και να διασκεδαστούν οι υπάρχουσες ήδη από τον Ιούλιο πληροφορίες ότι η Ελληνική Κυβέρνηση σχεδίαζε να υποβάλλει προς τον Γραμματέα του ΟΗΕ μνημόνια -στα οποία ήδη αναφερθήκαμε- για συνοριακά επεισόδια με τα οποία κατηγορούνταν οι βόρειοι γείτονες ότι βοηθούσαν τον ανταρτοπόλεμο, γεγονός που έθιγε τη δημόσια τάξη και την ακεραιότητα της χώρας.
Για να έχει ο αναγνώστης ένα μέτρο του τί έγινε το 1946 παραθέτουμε ενδεικτικά κάποια στατιστικά στοιχεία. Μόνον το δίμηνο Σεπτέμβριος-Οκτώβριος οι επιθέσεις των στασιαστών-«επαναστατών» εναντίον μόνον εναντίον στρατιωτικών στόχων, στρατού και της χωροφυλακής, σύμφωνα με Εκθεση της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού (1971) ανήλθαν σε ογδόντα τρεις (83). Σύμφωνα με τον ΠΑΠΠΑ (2015) από αυτές οι 21 έγιναν στην Κεντρική Μακεδονία, οι 18 στη Δυτική Μακεδονία, οι 5 στη Θράκη, οι 5 στην Ήπειρο, οι 18 στη Θεσσαλία, οι 8 στην Πελοπόννησο, οι 6 στην Στερεά Ελλάδα και οι 2 στα νησιά. Από τα στοιχεία αυτά φαίνεται ότι το 59% των επιθέσεων βρίσκονται στους νομούς που άμεσα ή έμμεσα συνδέονται με τα βόρεια σύνορα. Αν σε αυτόν τον υπολογισμό συμπεριλάβουμε και την Θεσσαλία, το μεγαλύτερο τμήμα της οποίας αποτελεί συνέχεια των βουνών της Μακεδονίας, τότε το ποσοστό ανεβαίνει στο 81%!!
(Συνεχίζεται)
Αντώνης Ι. Ζαρκανέλας
π. Γενικού Διευθυντή Ανάπτυξης
της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης