Κυκλοφορώντας στην πόλη, αποκτάμε την..
Κυκλοφορώντας στην πόλη, αποκτάμε την εμπειρία του χρόνου και του χώρου. Η ανάγνωση αυτών των δύο παραμέτρων, που εισπράττονται εντελώς διαφορετικά, με βάση τη σχέση μας με την πόλη, τη γνώση μας για αυτήν, την ιστορία, αλλά και την ψυχολογία μας, είναι μια σύνθετη διαδικασία, με πολλές προσεγγίσεις.
Συγκεκριμένα υπάρχει η πλατωνική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία ο χώρος είναι μια αυτοτελής κενή οντότητα, άπειρη ή πεπερασμένη, που λειτουργεί ως οικουμενική φύση, η οποία δέχεται τα διάφορα αντικείμενα-σώματα, και η σύγχρονη προσέγγιση των φυσικών επιστημών και της ψυχολογίας, σύμφωνα με την οποία ο χώρος είναι μια ποιότητα θέσης που προκύπτει μέσα από την ύπαρξη υλικών αντικειμένων.
Πάνω σ’ αυτή τη θεωρητική προσέγγιση της πόλης θα θέλαμε να βάλουμε την εφαρμογή του σχεδίου πόλης στις επεκτάσεις του Δήμου Κατερίνης, που εν τάχει συζητήθηκε χθες στο Δημοτικό Συμβούλιο με αφορμή την αυτοδίκαια αρθείσα ρυμοτομική απαλλοτρίωση μιας ιδιοκτησίας .
Το πρόβλημα που προκύπτει επίσης είναι ποια πόλη θέλουμε να έχουμε και ποια ονειρευόμαστε για τα παιδιά μας.
Πριν αρκετά χρόνια, αμέσως μετά την πρώτη οικοδομική άνθιση στο βασικό ιστό της πόλης, με όλες τις στρεβλώσεις της όχι και τόσο μακρινής εποχής, πολλοί και σημαντικοί αρχιτέκτονες και μηχανικοί πλαισίωσαν την τότε δημοτική αρχή και με μελέτες και προτάσεις διαμόρφωσαν το όραμα της επέκτασης της πόλης. Σχεδιάστηκαν δρόμοι και πλατείες, παρουσιάστηκαν σχέδια και προσχέδια. Συζητήθηκαν ατέλειωτες φορές στα δημοτικά συμβούλια. Η εφαρμογή τους έφερε στα όρια τους κατοίκους της περιοχής. Και κάπου άρχισε η εφαρμογή.
Δεν γνωρίζουμε πια θα ήταν η μορφή της πόλης αν δεν είχε μεσολαβήσει η 10χρονη κρίση και η αναστολή κάθε οικοδομικής δραστηριότητας. Η εφαρμογή του σχεδίου της επέκτασης παρόλα αυτά προχώρησε δειλά – δειλά και μερικώς εφαρμόστηκε. Μεγάλο βάσανο για την εκάστοτε δημοτική αρχή υπήρξαν οι αποζημιώσεις των κοινόχρηστων χώρων και για τους δημότες η εισφορά σε γη, που δεν είναι σημερινό φαινόμενο αλλά ανάγεται στην αρχαιότητα.
Σήμερα, μετά τόσα χρόνια οικοδομικής απραξίας, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Και η απόκτηση μιας στέγης ίσως δεν εκπροσωπεί την ίδια ανάγκη για τις νεότερες γενιές. Οι Έλληνες έχουν φετίχ με το σπίτι έλεγαν παλιότερα οι Ευρωπαίοι. Χαρακτηρίζοντας την ανάγκη να έχουμε δικό μας κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας ιδιαιτερότητα.
Με αυτά τα δεδομένα οι επεκτάσεις σήμερα πρέπει να είναι περισσότερο ελκυστικές. Ειδικά για την πόλη μας που ο βασικός οικιστικός ιστός δεν είναι ο καλύτερος χρειάζεται μεγάλη ευαισθησία από μέρους της δημοτικής αρχής με κυρίαρχη την αγάπη για την πόλη και τη μελλοντική ανάπτυξή της.
Το όνειρο για μια όμορφη πόλη δεν πρέπει να εκλείπει, ούτε η ελπίδα για την πραγματοποίησή του στις υπό διαμόρφωση περιοχές, που ανήκουν στις μελλοντικές γενιές.
Φιλοδοξία του τωρινού δημάρχου και της ομάδας του πρέπει να είναι αυτό που λέει ο ποιητής στην “όμορφη πόλη με τους απέραντους δρόμους και τις ευρύχωρες πλατείες όπου ο ήλιος χρυσίζει…”. Σχεδιασμένες σήμερα και υλοποιούμενες στο κοντινό ή το απώτερο μέλλον.
Γιατί κακά τα ψέματα. Δύσκολα θα επανέλθει μια περίοδος ανάλογη με αυτήν που άρχισε δειλά το 1970 και ολοκληρώθηκε στα προ της κρίσης χρόνια. Τότε που το όνειρο του κάθε Έλληνα και συνεπώς και του κάθε Κατερινιώτη για ένα ωραίο σπίτι μπορεί και να γινόταν πραγματικότητα, άσχετα με το πόσες θυσίες θα απαιτούσε.
Οι επεκτάσεις του σχεδίου πόλης της Κατερίνης ίσως πρέπει να επικαιροποιηθούν και πάντως να είναι έτοιμες. Το δύσκολο κομμάτι των αποζημιώσεων των κοινόχρηστων χώρων έχει σε μεγάλο βαθμό προχωρήσει απ’ ότι λέγεται.
Ιδέες και λύσεις με ανταλλαγές γης προτάθηκαν στο χθεσινό δημοτικό συμβούλιο. Ας εξεταστούν όλες απ’ οποιαδήποτε πλευρά κι αν προέρχονται.
Μπορεί η κουλτούρα μας ως κοινωνία να μην είναι ίδια με άλλων κοινωνιών, των Σκανδιναβών π.χ. να μην εγκρίνουμε τις άμεσες λύσεις, αλλά να επαναπαυόμαστε στη διαιώνιση των εκκρεμοτήτων, αλλά ας αντιγράψουμε κάποιες από τις πρακτικές τους και ας επιλύσουμε κάποια προβλήματα όσο δύσκολα κι αν είναι.
Οι νέες πόλεις όπως ονομάζουν τις επεκτάσεις οι Γερμανοί π.χ. δημιουργούνται παράπλευρα, χωρίς να γίνεται αλλοίωση των ιστορικών κέντρων και γίνονται πρώτα οι υποδομές και μετά οι κατοικίες.
Αυτό σε ένα βαθμό δημιουργήθηκε και σε μας με τις επεκτάσεις του σχεδίου πόλης και καθήκον κάθε δημοτικής αρχής είναι να παίρνει στα καλά, το νήμα από κει που το άφησε η προηγούμενη και να συνεχίζει «αυξανόμενη και κραταιούμενη», γιατί είναι σίγουρο ότι οι αυριανοί πολίτες θα αναθυμούνται ένα δημοτικό άρχοντα μόνο από το έργο που τους κληροδότησε και από το πόσο ωραίο είναι αυτό.
Ο.Β.