Γράφει: Ιω. Α. Καλιαμπός
Γράφει: Ιω. Α. Καλιαμπός
Πανούκλα στο χωριό
Ο κορωνοϊός θυμίζει τη συνέντευξη που μου έδωσε ο αείμνηστος Θεοχάρης (Κακάλς) Κοτσιβός (Μακασής) στην ταβέρνα «Βασίλα» Σκοτίνας. Η συζήτηση έγινε τον Αύγουστο του 1982. Πρόκειται για τον ιό της πανούκλας που «βάρεσε» το χωριό στις αρχές του εικοστού αιώνα. Πριν τον εφιάλτη ιό λέγανε «δώστε τα χέρια». Μετά από αυτόν φωνάζουν «μακριά τα χέρια, «ούτε ασπασμοί, ούτε χ(Χ)αιρετισμοί». «Μένουμε σπίτι». Ύπνος, προσευχή «κατά μόνας» (*).
Ο αφηγητής υπογραμμίζει το μακάβριο γεγονός του νεκρού συμπατριώτη, που, χωρίς να τον «μαλάξουν» (αγγίξουν), τον σύρανε με κλούτσες και ματσούκες και τον θάψανε σε χαράδρα του Κηψαρά (**).
ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Όταν ήρθι η πανούκλα, το χωριό μας ήταν σε ρεντίνα (καραντίνα). Απομονωμένο. Ούτι θα’ ρθούν απ’ όξου, ούτι θα φύγν’ όξου θκοί μας.
Τότι ικεί, ζ ντ Γαβρή γκαρυά, στου Σιλιό, τότι ήταν μπαΐρ’. Τώρα έγινι λάι. Έφυγαν τα χώματα. Γένουνταν παζάρ’. Στου παζάρ’ έρχουνταν, ως επί το πλείστον, Ραψανιώτις κι του χουργιό μας ικείνα τα χρόνια είχι όλου υφαντήρια. Τα βρήκαμι κι’ μεις αυτά τα φκιαστά, τς αργαλειούς. Στο δικό μας του σπίτ’ ζούσι ένας γερο Τραντάφλους. Αυτός ήταν κι αργοστασιάρχης, είχι υφαντήριο, αλλά ήταν κι έμπορος.
Κίντζαν οι Ραψανιώτις κι κατασκήνουσαν ικεί να γέν’ του παζάρ’. Αυτός ι έμπουρας δεν υπολόγιζι ν’ αρρώστια. Έδινι νήματα, έπιρνι νήματα. Κι είχαν δούνι, λαβείν (ενώ απαγορεύονταν). Και σι’ αυτόν, στου σπίτ’ αυτό παρουσιάσκι η πανούκλα. Και δεν έμεινι κανένας απ’ ν’ οικουγένεια τ’. Είχι πιδιά παλικάργια. Κι δεν έμεινι κανένας.
Όταν έμαθαν το χωριό ότι έγινι αυτό, απαγόριψαν αυτόν τουν άνθρουπου να του μπαν στου νικρουταφείου. Κι ούτι κανένας του μπλησίασι να του μπχιάσ’ μι τα χέργια. Έφκιασαν κλούτσις, ξύλα, δηλαδή, μιγάλα, του γκάρφουσαν απ’ τα ρούχα τ’ κι απού τς σκάλις, μπαμ-μπουμ, μπαμ-μπουμ του γκατέβασαν κι του μπήγαν κι τουν έθαψαν πίσου στου λάκκου ‘π’ του Γκηψαρά.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ: Όταν έπεσε πανούκλα, το χωριό αναγκάστηκε να τεθεί σε καραντίνα, απομονώθηκε. Απαγορεύτηκε να έρθουν ξένοι στο χωριό, αλλά και να φύγουν προς τα έξω δικοί μας.
Τότε εκεί, στην καρυδιά του Γαβρή, πέρα από το Σιλιό, ήταν μεγάλο άνοιγμα, μπαΐρι. Τώρα έγινε μαύρο, σκοτεινό. Καθάρισε το έδαφος. Εκεί, σε κείνη την αλάνα γινότανε παζάρι. Στο παζάρι ερχότανε, ως επί το πλείστον, Ραψανιώτες. Το χωριό μας εκείνη την εποχή διακρίνονταν για τα πολλά υφαντήρια. Τα προλάβαμε κι εμείς αυτά τα υφαντά με τους αργαλειούς. Στο δικό μας το σπίτι κατοικούσε κάποιος γερο Τριαντάφυλλος. Ήταν εργοστασιάρχης, διατηρούσε υφαντήριο, αλλά ήταν, συνάμα, και έμπορος. (σκουτί=χοντρό ύφασμα, εξ ου και η ονομασία «Σκοτίνα-μια εκδοχή).
Ξεκίνησαν, λοιπόν, οι Ραψανιώτες, ήρθαν εκεί, κατασκήνωσαν και ετοίμασαν λαϊκή αγορά, παζάρι. Ο έμπορος αυτός δεν υπολόγιζε την αρρώστια. Πωλούσε νήματα, αγόραζε νήματα. Δημιουργήθηκε, δηλαδή, μια κατάσταση δούναι, λαβείν (ενώ απαγορεύονταν). Η αρρώστια, η πανούκλα αυτή, παρουσιάστηκε και στο δικό του το σπίτι. Με αποτέλεσμα δυσάρεστο· δεν έζησε κανένας από την οικογένειά του. Είχε παιδιά παλικάρια. Και δεν έζησε κανένας.
Μαθαίνοντας αυτό στο χωριό, απαγόρεψαν να θάψουν τον άνθρωπο αυτόν στο νεκροταφείο. Και κανένας δεν πλησίασε τον νεκρό, να του πιάσει λίγο, έστω, τα χέρια. Και τι σοφίστηκαν: ετοίμασαν κλούτσες, δηλαδή ξύλα μεγάλα. Τον καρφώνουν με τα ρούχα του πάνω στις κλούτσες αυτές. Επιχειρούν να τον κατεβάσουν από τις σκάλες με προσοχή, μπαμ-μπουμ, μπαμ-μπουμ. Τον οδηγούν πέρα από το χωριό και τον θάβουν πίσω από τον λάκκο του Κηψαρά.
———-
* Ο Χριστός (Ματθ. 6,6) προτρέπει: «Συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμιείόν σου, (ιδιαίτερο δωμάτιο) και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ (που είναι αόρατος και κρυμμένος). Και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ» (και ο πατήρ σου που βλέπει εις τα κρυφά, θα σου αποδώσει την ανταμοιβήν σου εις τα φανερά).(Η μετάφραση του Π. Τρεμπέλα).
** Κηψαράς, τοπων. νδ. της Άνω Σκοτίνας. Παλιότερα υπήρχε δεξαμενή που, αποκλειστικά, χρησίμευε στην κατάδυση του Σταυρού κατά τη γιορτή των Θεοφανείων. Η ονομασία προφανώς από τον τρόπο που οι χριστιανοί έπεφταν στο νερό. Λες και κολυμπούσαν σαν τα ψάρια. Έμοιαζε η γούρνα με κήπο από ψάρια (κηψαράς). Ο Γιάννης του Λιόλια Δήμου θυμάται πως έψελνε εκεί το «εν Ιορδάνη…».