Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Στις μεγάλες γιορτές και αργίες, όπως η σημερινή τοπική της απελευθέρωσης της Κατερίνης στις 16 Οκτωβρίου, θα πρέπει να έχεις υπομονή και να περιμένεις στη σειρά για να εξυπηρετηθείς. Όπως γράφει και στις αφίσες που είναι κολλημένες σ’ όλη την πόλη, σήμερα στο παραδοσιακό ψητοπωλείο-μαγειρείο ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ, στην οδό Ζαλόγγου 36, είναι “Ημέρα Σούβλας”, που σημαίνει γουρουνάκι γάλακτος, κατσικάκι, κεμπάπ κοτόπουλο, κεμπάπ χοιρινό, ζυγούρι, πανσέτα, μοσχάρι, κοκορέτσι, σπαλομπριζόλα, σπληνάντερο, αρνίσια παϊδάκια, λουκάνικα, σουβλάκια, μπιφτέκια, κοτόπουλο σούβλας κ.ά.
Γίνεται ένας μικρός χαμός, γιατί δεν είναι μόνο οι πελάτες, αλλά κι εκείνοι που έχουν παραγγείλει από τις προηγούμενες μέρες το οικογενειακό τους κοκορέτσι, σούβλες κλπ. κι έρχονται να τα παραλάβουν ψημένα και έτοιμα – όπως παλιά, που οι νοικοκυρές δεν είχαν ηλεκτρική κουζίνα και πήγαιναν στο φούρνο για ψήσιμο το ταψί με το φαγητό..
Τις άλλες μέρες, όμως, τις κανονικές, το μαγειρείο έχει περισσότερη ηρεμία και θα εξυπηρετηθείς πιο γρήγορα. Φτιάχνει παραδοσιακά μαγειρευτά, δηλαδή παπουτσάκια, παστίτσιο, κολοκυθάκια γεμιστά αυγολέμονο, γεμιστές πιπεριές και ντομάτες, γίγαντες στο φούρνο κ.ά.
Το μαγειρείο ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ αξίζει να το επισκεφτεί κανείς όχι μόνο για τις παραδοσιακές του νοστιμιές και γεύσεις, αλλά για να δει από κοντά δύο σπάνια πράγματα, που έχουν χαθεί στην εποχή μας: Το τζουκ-μποξ και το τεφτέρι με τα βερεσέδια. Θυμίζουν άλλες εποχές, την δεκαετία του 1960, τότε που χιλιάδες από την Κατερίνη και την περιοχή μας μετανάστευσαν στη Γερμανία και άλλες μακρινές χώρες για δουλειά.
Ήταν η εποχή του Τσιτσάνη, και οι βασανισμένοι άνθρωποι δεν αναζητούσαν το τραγούδι μόνο για να διασκεδάσουν και να ψυχαγωγηθούν, αλλά περισσότερο για να εκτονωθούν από τη φτώχεια, την αβεβαιότητα, τις ανάγκες και τα προβλήματα. Η Ελλάδα μόλις είχε βγει από μια πολύ δύσκολη περίοδο, πόλεμο, κατοχή, πείνα, εμφύλιο, και τα τραγούδια ήταν μισό παράπονο και μισό ελπίδα.
Ήταν η εποχή του Καλδάρα, του Παπαϊωάννου, του Μητσάκη, του Μάρκου Βαμβακάρη, του Περπινιάδη, του Παγιουμτζή, του Μενιδιάτη, Ζαγοραίου, της Πόλυς Πάνου, της Σωτηρίας Μπέλου… Ήταν η εποχή που συνυπήρχαν η “Συννεφιασμένη Κυριακή” του Τσιτσάνη με το “ Βρε Μανώλη τραμπαρίφα, βάλε την διπλή ταρίφα” των Σογιούλ-Γιαννακόπουλου και το “Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι” του Μάνου Χατζιδάκη.
Ήταν η εποχή της Columbia, της His Master’s Voice, με τους δίσκους 45 στροφών, που άφηνε τα ρεμπέτικα και στρεφόταν στα λαϊκά, τα τραγούδια που σιγανοτραγουδούσε όλος ο κόσμος την ώρα που έσπαζε καπνό στα χωράφια και αρμάθιαζε κάτω από τα τσαρδάκια ακούγοντας το τρανζιστοράκι. Ήταν η εποχή του Στέλιου Καζαντζίδη, της Γιώτας Λύδιας, της Καίτης Γκρέυ, του Αγγελόπουλου, του Πάνου Γαβαλά, και τα τραγούδια τους ηχούν ακόμα στην ψυχή μας:
Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα…
Μέσα στο τραίνο Γερμανίας – Αθηνών…
Κάθε λιμάνι και καημός…
Θα σε πάρω να φύγουμε σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη…
Τέτοιους παλιούς δίσκους έχει το τζουκ-μποξ στο παραδοσιακό μαγειρείο του ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ.
Έχει όμως και κάτι ακόμα, μοναδικό και ανεκτίμητο ιστορικό ντοκουμέντο: Το παλιό τεφτέρι με τα βερεσέδια. Είναι ένα μεγάλο τετράδιο-βιβλίο, τοποθετημένο ευλαβικά όπως του αξίζει μέσα σε κορνίζα, και μέσα σ’ αυτό γραμμένα με μολύβι αναλυτικά σε κάθε σελίδα τα ονόματα και αυτά αγόραζαν “επί πιστώσει” για να τα εξοφλήσουν στην καπνοπούληση (αλάτι χοντρό, σπίρτα, ζάχαρη, λεμόντουζου κ.ά.).
Όποτε πηγαίνω να ψωνίσω κάτι νόστιμο από τον ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ, το τζουκ-μποξ και το τεφτέρι με τα βερεσέδια μου θυμίζουν τα παλιά.
Που δεν είναι και τόσο παλιά, αφού και στις μέρες μας ξαναζούμε μετανάστευση και βερεσέδια – με άλλη όμως μορφή.
Τώρα δεν μεταναστεύουν οι απόφοιτοι δημοτικού, όπως οι γονείς και παππούδες μας τη δεκαετία του 1960, αλλά οι πιο μορφωμένοι άνεργοι νέοι πτυχιούχοι πανεπιστημίου.
Τώρα τα χρέη και τα βερεσέδια δεν τα χρωστάμε στα μπακάλικα και τα παραδοσιακά οινομαγειρεία, αλλά στις τράπεζες, τη ΔΕΗ και την εφορία…