Κατόπιν των κυβερνητικών εξαγγελιών για πενταετές αρχείο αποδείξεων αγορών και ηλεκτρονικό «χτίσιμο» του αφορολόγητου, από τούδε και στο εξής, ο εμπειροτέχνης πολιτικός αναλυτής, θείος Αφεντούλης, έπραξε τα δέοντα, ως όφειλε, και για του ρεπορτάζ το αληθές, ακούστε τον μικροσυνταξιούχο, «Μήτσο» αναφωνούντα:
Κατόπιν των κυβερνητικών εξαγγελιών για πενταετές αρχείο αποδείξεων αγορών και ηλεκτρονικό «χτίσιμο» του αφορολόγητου, από τούδε και στο εξής, ο εμπειροτέχνης πολιτικός αναλυτής, θείος Αφεντούλης, έπραξε τα δέοντα, ως όφειλε, και για του ρεπορτάζ το αληθές, ακούστε τον μικροσυνταξιούχο, «Μήτσο» αναφωνούντα:
Υπάρχει κιμάς, προσιτός σ’ εμάς;
– Τρία τεταρτάκια. Να το τυλίξω;
– Μισό, να λάβουμε οδηγίες, από κινητού, και βλέπουμε. Έλα, μανδάμ, μ’ ακούς;
– Θα πάρει πολύ η ακρόαση; Έχουμε και δουλειές.
– Με το «δεύτερη φορά αριστερά» ασφαλιστικό στα σκαριά, βλέπεις άλλον μουστερή πλην εμού; Υπομονή, λοιπόν.
– Σύμφωνοι, αλλά η αφεντιά σας εξαιρείται του μέτρου και ψωνίζετε αφειδώς, τι λέω ο άνθρωπος;
– Να μη λες! Άκου, ευνοούμενος της Αριστεράς, ο υποφαινόμενος, που κι αν δεν έχει κάνει μετάνοιες για να επανακάμψει ο αείμνηστος Εθνάρχης δριμύτερος εκ Παρισίων. «Ζε σουί τρεζ ΕΡΕ», «είμαι πολύ ΕΡΕ», ρε – Μποστ, ρε Μουστάκια. Συνεννοηθήκαμε;
– Εγώ ακούω, γαλλομαθή μου. Η σύζυγος έδωσε σήμα;
– Μισό, το είπαμε, μην την πιάσω στο στόμα που θέλησε τσιμπούσι για να γιορτάσουμε την εκλογή νέου αρχηγού στη μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη, εξ ου ο έκτακτος ανεφοδιασμός, «σιδεροκέφαλος» κιόλας.
– Πάλι μισό κιλό; «Άνθρακες ο θησαυρός», χώρια το τεταρτάκι στοκ στο ψυγείο.
– Λάθος εκτίμηση, πεσιμιστή μου. Η «Μήτσαινα» ομίλησε και είπε τέσσερα τεταρτάκια. Εννόησες;
Στο σημείο αυτό, ο διάλογος διακόπτεται, ολίγον τι, για να συμπληρωθεί η παραγγελία, και κατόπιν τούτων συνεχίζουμε, αναζητώντας απάντηση στο εύλογο ερώτημα τού «Μήτσου»:
Κάρτες δέχεσαι, χασάπη;
– Έφτασεεε(!), να μου ζήσει η μανδάμ, και πάμε στη λυπητερή. Κιμάς ανάμεικτος, βόειο του «γαλάκτου!» συν χοιρινό ελευθέρας, κιλό ένα, επί οκτώ και ογδόντα, ίσον το αυτό, που αφαιρούμενο από το δέκα, μάς κάνει ρέστα, ένα και είκοσι. Δεκάρικο υπάρχει; Θα με υποχρεώσετε!
– Στα δεκάρικα έμεινες, βρε θηρίο, και ερωτώ. Πιστωτικές κάρτες δέχεσαι, ιδού και το δείγμα!
– Τότε αλλάζει το ζήτημα. Πληκτρολογείτε το PIN στο μαραφέτι και ξεμπλέξαμε.
– Αμάν, τώρα βρήκα να ξεχάσω τα νούμερα, το αλτσχάιμερ μέσα;
– Αυτό είπα κι εγώ. Δεν ψάχνετε τις τσέπες καλού κακού;
– Να μη λες! Διότι, σιγά μην περισσέψει ρευστό, έτσι που κινεί τις κάρτες, η μανδάμ.
– Εντάξει, «αι γυναίκαι θυμούνται ως αριθμομηχαναί!». Κακό είναι;
– Όχι, προς Θεού, αλλά με το τσιμπούσι τι θα γίνει; Κατακαημένε αρχηγέ τι σού ‘μελε να πάθεις!
– «Λάθος προβλέψεις», εκτιμώ, με τη σειρά μου, οπότε καλοφάγωτο το τεφαρίκι, επί πιστώσει, κι ευκαιρίας δοθείσης πετάγεται η σύζυγος με την κάρτα.
– Να ξοφλήσει οχτώ κι ογδόντα, για να μην ξεχνιόμαστε;
– Να ψωνίσει ό,τι τραβάει η ψυχούλα της, για να τρεφόσαστε.
– Κι άλλα έξοδα; Αφιλότιμη κάρτα, μ’ έφαγες μπαμπέσικα!
Τέλος ανταπόκρισης και προς αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων έχουμε και λέμε:
Η μη υπαγωγή των υπερηλίκων στο αφορολόγητο, μέσω ηλεκτρονικών συναλλαγών, που ουδείς αμφισβητεί ότι ελαττώνουν τη φοροδιαφυγή, αντιμετωπίζει τα προβλήματα τύπου αλτσχάιμερ.
Όμως, είναι κι οι καταναλωτές που «ξεχνούν» να βάλουν φρένο στις αγορές και η μέριμνα των αρμοδίων, για να αποφευχθεί μία εισέτι αιτία κατασχέσεων, απόκρυφο το υπόλοιπο των καρτών γαρ, κρίνεται επιβεβλημένη. Θα συνδράμουν;…
-Ω-