– Ά μπε, μπα μπλόν, του κείθε μπλόν, ά μπε μπα μπλόν του κείθε μπλόν, μπλήν-μπλόν!
– Α! Τι ωραία περνάμε στας εξοχάς!
– Όντως, η πόλη έγινε λίγο μουντή και άχαρη!
– Ναι, και μας χρειάζεται μια ευχή για να απολαύσουμε καθαρό οξυγόνο, ήρεμη φύση, απόλυτη σιωπή και όλα τα σχετικά και συναφή!
– Όντως και ο χειμώνας πλησιάζει! Να τος έρχεται, οπότε ξέχνα τα τα άλλα!
– Κάτι πρέπει να διαλέξουμε, κάτι πρέπει να κρατήσουμε! Έτσι θα κάτσουμε με άδεια χέρια;
– Αργά λιμπίστηκες τα άδεια σου χέρια! Άσε που τα νόμιζες γεμάτα!
– Πλησιάζει ο καιρός, ήρθε ο καιρός, και το δάσος και τα φύλλα ξεκινούν να απλώσουν αποχρώσεις μπόλικες μέχρι το κίτρινο έως το ξερό σταχτί που χάνεται, χάθηκε, πάει που ‘ν’ το, που ‘ν’ το το μαντηλάκι, να το, να το, το έχω εγώ!
– Ποιος θα μείνει, ποιος θα φύγει;
– Ατύχησες στο παιχνίδι, δεν φεύγει κανείς, όλα μένουν, όλα τσιρτσιράνε, όλα ζωντανεύουν και αποζητούν.
– Άρα όλα μένουν, δεν φεύγει κανένα!
– Μπαστακώθηκαν για τα καλά!
– Εμ, τι ήρθαν; Για να φύγουν; Μια το ένα, μια το άλλο όλα μαζεμένα συνωμοσιολογούν, και τρίβουν τα χέρια τους χαιρέκακα! Να το πετρέλαιο, να το αέριο, να ο ιός, να ο φόβος, να ο ξεφόβος, να στα μανταλάκια κρεμασμένα τα όνειρά μας, οι ζωές μας, όλα μια μπουγάδα, χρωματιστά και λευκά, μια ανάκατη ζωή που τρέμει την ανάσα της, ως πότε; Μέχρι που; Κανείς δεν ξέρει! Και τι να ξέρει δηλαδή; Πόσο πια να κάνουμε λάστιχο το μυαλό μας να το τραβήξουμε να φτάσει μέχρι εκεί που θέλουμε να δούμε, πίσω από το κλειστό παράθυρο; Αδύναμος κρίκος! Η ζωή γλεντάει, γλεντάμε κι εμείς; Ναι, ρε γλεντάμε κι εμείς, και γλεντάμε καλύτερα αν ακολουθήσουμε τη ζωή, γιατί η ζωή δεν κάθεται να σκεφτεί, ούτε τόσο δα να σκάσει το μυαλό της, θα κάνει του κεφαλιού της!
– Α! Κι εμείς, κι εμείς!
– Ναι ρε και μείς, αλλά την άλλη φορά να ντυθείς καλύτερα!