Του Μετενίδη Ραφαήλ
Η αρχή του 2022 βρίσκει την ελληνική οικονομία, στον τομέα του εμπορίου, έτοιμη για μεγάλες εξαγορές και συγχωνεύσεις, όπως άλλωστε επισημαίνουν σημαντικοί παράγοντες του χώρου.
Τα νέα αυτά ακούγονται καταρχάς ευχάριστα και δίνουν την εντύπωση μιας προσδοκώμενης ανάπτυξης και αισιοδοξίας για τον μέλλον, στην πραγματικότητα όμως προμηνύουν ένα άδοξο τέλος για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Η σημερινή κατάσταση είναι απογοητευτική. Εν μέσω μιας παρατεταμένης πανδημίας, τα όποια οικονομικά αποθέματα των νοικοκυριών έχουν εξανεμιστεί, και η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών έχει πλέον περιοριστεί δραματικά. Υπολογίζεται δε, πως ένα εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό των ελληνικών οικογενειών – της τάξεως του 82% – δε διαθέτει καθόλου αποταμιεύσεις…
Όπως είναι αναμενόμενο, σε μια τέτοια κατάσταση οι περισσότερες επιχειρήσεις υπολειτουργούν εμφανίζοντας πτώση του τζίρου τους από 40 έως 60%. Ακόμη και ο κλάδος των σούπερ μάρκετ όπου την προηγούμενη χρονιά έλαβε την μερίδα του λέοντος της αγοράς, κατέγραψε ιστορικά χαμηλά τους τελευταίους μήνες του 2021. Ο καταναλωτής πλέον έχει αρχίσει να περιορίζει ακόμη και τα αναγκαία αγαθά.
Επιπλέον ο πληθωρισμός εκτοξεύεται. Τον περασμένο μόλις Νοέμβριο ήταν της τάξης του 4,86%, ενώ βρισκόμαστε προ των πυλών ενός δεύτερου γύρου ανατιμήσεων ακόμη μεγαλύτερων από τον προηγούμενο, όπου οι επαγγελματίες θα αδυνατούν να ελέγξουν πόσο μάλλον να απορροφήσουν. Η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% που θα ισχύσει από τον Ιανουάριο του 2022 κρίνεται ανεπαρκής. Ο καταναλωτής πρακτικά, παρά τα αναγγελθέντα νέα μέτρα στήριξης βρίσκεται ήδη σε δυσχερέστερη θέση από πριν.
Τέλος, όσον αφορά τις επιχειρήσεις τα λειτουργικά έξοδα αυξάνονται ασταμάτητα με ιλιγγιώδης ρυθμούς όπως αυτά καθορίζονται από την ενεργειακή κρίση, η οποία οδήγησε σε υπέρογκες αυξήσεις των λογαριασμών ρεύματος. Οι περισσότερες επιχειρήσεις άλλωστε, είναι άμεσα εξαρτημένες από την ενέργεια που καταναλώνουν.
Ενδεικτικά παραδείγματα, τα σούπερ μάρκετ με τα δεκάδες ψυγεία και καταψύκτες που λειτουργούν νυχθημερόν, αλλά και πλήθος άλλων παραγωγικών μονάδων που η λειτουργία τους βασίζεται στο ρεύμα ή στο φυσικό αέριο.
Η κατακόρυφη αύξηση του κόστους ενέργειας, και επομένως των λειτουργικών εξόδων, σε συνδυασμό με τον έντονο πληθωρισμό, οδηγεί αναγκαστικά στην αύξηση της τιμής ραφιού των προϊόντων για τον καταναλωτή.
Είναι λοιπόν λογικό εφόσον οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να ελέγξουν το κόστος της ενέργειας που καταναλώνουν, να προσανατολιστούν στο να περιορίσουν τα υπόλοιπα λειτουργικά τους έξοδα, τα οποία δεν είναι άλλα από το προσωπικό τους. Οι δυσβάσταχτοι λογαριασμοί ρεύματος θα έχουν ως θύματα χιλιάδες εργαζομένους οι οποίοι θα χάσουν τις δουλειές τους και θα βρεθούν φτωχότεροι σε μια κοινωνία όπου το κόστος διαβίωσης συνεχώς αυξάνεται.
Φαίνεται λοιπόν να σχηματίζεται ένας φαύλος κύκλος, όπου οι μικρομεσαίες τοπικές επιχειρήσεις, αδυνατώντας να ανταποκριθούν στα έξοδα τους, αφού απολύσουν πρώτα τους υπαλλήλους τους, θα αναγκαστούν στην συνέχεια να πωληθούν οι ίδιες και θα οδηγηθούμε έτσι στις περίφημες εξαγορές για τις οποίες έγινε λόγος αρχικά.
Η ανάγκη λοιπόν λήψης νέων μέτρων ενίσχυσης των επιχειρήσεων για την νέα χρονιά είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ. Μέτρα αποτελεσματικά και άμεσα που θα στοχεύουν μεν στον περιορισμό των λειτουργικών εξόδων, καθώς αυτά είναι τα μόνα που οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να αποφύγουν, και θα ελέγχουν δε τον πληθωρισμό, για να διασφαλιστεί έτσι αφενός η βιωσιμότητά τους και αφετέρου η απασχόληση των εργαζομένων τους.
Εάν όμως δεν ληφθεί κανένα νέο μέτρο ουσιαστικό και η κατάσταση συνεχίσει ως έχει, για σένα φίλε αναγνώστη, εργαζόμενε ή επιχειρηματία αρμόζει η φράση που πολύ εύστοχα διατύπωσε ο ποιητής John Donne:
Για ποιον χτυπάει η καμπάνα;
Η καμπάνα χτυπάει για σένα!