Το κατώφλι του 2022, μας βρίσκει εν μέσω αντίρροπων δυνάμεων. Από τη μία, η ώθηση της προσδοκώμενης ανάπτυξης και της αναμενόμενης ανάκαμψης. Και από την άλλη, το βαρίδι της υγειονομικής συγκυρίας και οι πιέσεις του πληθωρισμού. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον αντικρουόμενων μηνυμάτων, η ελληνική επιχειρηματικότητα καλείται να σταθεροποιήσει την πορεία της και να επανακτήσει την πρόσβασή της στο χρησιμότερο εργαλείο που μπορεί να την ενισχύσει: την τραπεζική χρηματοδότηση.
Αν λοιπόν θεωρήσουμε ότι η τραπεζική χρηματοδότηση είναι η καρδιά της επιχειρηματικότητας, τότε η διευθέτηση των δανειακών υποχρεώσεων είναι οι αρτηρίες που διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία της. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που αφορά ένα συντριπτικό ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Το πεδίο όμως, παραμένει θολό.
Στην αναγκαία προσπάθειά τους να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους, οι συστημικές τράπεζες πούλησαν με έκπτωση έναν τεράστιο αριθμό μη εξυπηρετούμενων δανείων σε τρίτους επενδυτές. Συγκροτήθηκε έτσι ένας νέος και ισχυρός χρηματοπιστωτικός πυλώνας, ο οποίος διαχειρίζεται πλέον απαιτήσεις που ξεπερνούν τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ.
Οι νέοι ιδιοκτήτες των δανείων, ανέθεσαν σε εταιρίες διαχείρισης τον ομολογουμένως δύσκολο ρόλο της ρύθμισης των υποχρεώσεων με τους πιστούχους. Τους τελευταίους μήνες όμως, διαπιστώνοντας ότι και οι εταιρίες αδυνατούν να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις, στρέφονται στην εκ νέου πώληση των δανείων, με ακόμη μεγαλύτερη έκπτωση.
Όσο το ιδιοκτησιακό καθεστώς περνά από χέρι σε χέρι, σε όλο και χαμηλότερες τιμές, το ύψος και η χρονική διάρκεια των υποχρεώσεων παραμένουν αμείωτα και αφόρητα για ιδιώτες και επιχειρηματίες. Οι οποίοι παραμένουν σε παραγωγική αδυναμία, χωρίς την παραμικρή δυνατότητα αναχρηματοδότησης, καταφεύγοντας συχνά στην παραοικονομία, πληγώνοντας ακόμη περισσότερο την εθνική οικονομία.
Το υπάρχον μοντέλο δεν είναι βιώσιμο για κανέναν από τους αντισυμβαλλόμενους. Οι ιδιοκτήτες των δανείων επιβαρύνουν τους ισολογισμούς τους με μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Οι πιστούχοι είναι πλήρως αποκομμένοι από την τραπεζική χρηματοδότηση και αρκετά από τα παρεχόμενα χρηματοδοτικά εργαλεία, αδυνατώντας να επιστρέψουν στην παραγωγική διαδικασία. Ενώ οι εταιρίες διαχείρισης γίνονται στόχος κριτικής και αυστηρών παραινέσεων, για αδράνεια και κακές πρακτικές. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο, ο οποίος θα συνεχίζεται για όσο δεν υπάρχουν κίνητρα. Τόσο για τους μεσάζοντες, όσο και για τους δανειολήπτες.
Και ενώ για τις εταιρίες διαχείρισης τα κίνητρα μπορούν να είναι μόνο οικονομικά, για τους επιχειρηματίες εκείνους που δεν ανήκουν στους στρατηγικούς κακοπληρωτές, το πιο χρήσιμο κίνητρο είναι ο χρόνος. Και πιο συγκεκριμένα, η επιτάχυνση των διαδικασιών για τη στοχευμένη και τελεσφόρο ρύθμιση των δανειακών τους υποχρεώσεων. Για τη σωτήρια αυτή επιτάχυνση, πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας στην αναβάθμιση της δικαιοσύνης.
Σε επίπεδο θεσμών, είναι επιτακτική ανάγκη η αναμόρφωση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και η επιτάχυνση των σχετικών διαδικασιών. Ακόμη και σήμερα, υπάρχουν σημαντικές καθυστερήσεις στην εκκαθάριση των εκκρεμών υποθέσεων του Νόμου Κατσέλη. Θα πρέπει λοιπόν να υπάρξει το συντομότερο δυνατό, ένα σχέδιο επιτάχυνσης της εκδίκασης των περισσότερων από 40.000 υποθέσεων, οι οποίες βρίσκονται ακόμη σε εκκρεμότητα. Και να επιταχυνθεί η ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης και των δομών της, ώστε -πέρα από την εξοικονόμηση χρόνου- να ενισχυθεί και η αντικειμενικότητα, η ακεραιότητα, η διαφάνεια και η ακρίβεια του συστήματος.
Η πιο κρίσιμη ανάγκη όμως, είναι η προώθηση των εξωδικαστικών μηχανισμών, όπως είναι η διαμεσολάβηση, για την αποσυμφόρηση της δικαστικής διαδικασίας. Τα αποτελέσματά της μπορούν να αποδειχθούν ευεργετικά, καθώς μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, εξασφαλίζεται η εξεύρεση ενός αμοιβαία ωφέλιμου συμβιβασμού.
Τα επιμελητήρια, ως θεσμικοί σύμβουλοι της Πολιτείας και της επιχειρηματικότητας, μπορούν να αναλάβουν ενεργό ρόλο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, καθώς διαθέτουν την κατάλληλη εμπειρία που θα συνεισφέρει στην άμεση αντιμετώπιση των πρακτικών ζητημάτων και την αποφυγή καθυστερήσεων. Διότι η διευρυμένη υιοθέτηση της μεθόδου αυτής, είναι η μόνη που μπορεί να οδηγήσει σταδιακά στην τραπεζική κανονικότητα. Η οποία με τη σειρά της θα δώσει μια ανάσα ζωής στην ελληνική επιχειρηματικότητα.