Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Έληξε η αυστηρή καραντίνα – ξεκίνησαν τα ολονύκτια κορωνοπάρτι. Δύο χιλιάδες (2.000) νεαροί, «σαν τα μυρμήγκια» ο ένας πάνω στον άλλον χόρευαν, έπιναν αλκοόλ και διασκέδαζαν «για να συνέλθουν και να ξεδώσουν». Χωρίς κανένα μέτρο προφύλαξης.
Και το πρωί, που γύρισαν πίσω στο σπίτι, έπεσαν ξεροί για ύπνο μέχρι το απόγευμα. Τότε θα σηκωθούν απ’ το κρεβάτι και θα πάνε στην καφετέρια για να ξυπνήσουν με φρέντο καπουτσίνο και τσιγαράκι.
Συγγνώμη, αλλά μόνον αυτοί έχουν ανάγκη «να συνέλθουν και να ξεδώσουν»; Εμείς οι άλλοι, που τους πληρώνουμε, τους χαρτζιλικώνουμε, τους ντύνουμε, τους μαγειρεύουμε, τους πλένουμε τα ρούχα κλπ. δεν έχουμε προβλήματα; Δεν έχουμε κι εμείς ανάγκη να το ρίξουμε έξω;
Στην ηλικία τους πριν από χρόνια, μόλις έκλειναν τα σχολεία κι εμείς ξενυχτούσαμε, όχι όμως για να πάμε σε πάρτι, αλλά στα χωράφια με τα κάρα για δουλειά, στο σπάσιμο των καπνών και στη συνέχεια όλη τη μέρα στο αρμάθιασμα, στο άπλωμα τα ράμματα, στην πασκή κλπ. Και το μόνο δροσερό ποτό που πίναμε ήταν ένα ποτήρι νερό από τη στάμνα ή την τουλούμπα.
Δεν φταίνε οι νέοι μας. Εμείς οι γονείς και οι παππούδες τους καλομάθαμε να μην ασχολούνται με τις δυσκολίες. Οι οποίες μπορεί να είναι θανατηφόρες και με τις συνεχείς μεταλλάξεις άρχισαν να μας έρχονται σαν τα κύματα του Δουνάβεως.