Γράφει: Ιω. Α. Καλιαμπός
Εφέτος στις 11 Αυγούστου 2021 συνομιλώ τηλεφωνικά με τον π. Γεώργιο Μπιλιάγκα, πρώην προϊστάμενο του ιερού καθεδρικού ναού Θείας Αναλήψεως Κατερίνης. Γεννήθηκε στην Σκοτίνα Πιερίας το 1926. Στην συνομιλία ανοίγουμε πολλά και ποικίλα θέματα. Από αυτά επιλέγω όσα αναφέρονται στη στράτευση του ιδίου, αλλά και συνομηλίκων πατριωτών του (Σκοτινιωτών) στα χρόνια του Εμφυλίου.
ΑΦΗΓΗΣΗ: π. Γεώργιος Μπιλιάγκας
Α. ΤΑΞΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΡΙΜΙΝΙ
Στρατεύτηκα, όταν ήρθε εδώ η Ταξιαρχία του Ρίμινι. Από τις 18 Αυγούστου του ΄47 μέχρι 13 Δεκεμβρίου του ΄49.
-Πού πήγες βασική εκπαίδευση;
-Στην Αιγάνη. Η Ταξιαρχία του Ρίμινι έκανε επιχειρήσεις εδώ στον Όλυμπο. Μας έπιασαν τσακωτούς. Με ατομική πρόσκληση στα ΛΟΚ (Λόχος Ορεινών Καταδρομών). Η ταξιαρχία έπαιρνε κόσμο, παιδιά. Εγώ, εκείνη τη μέρα της επιστράτευσης είχα βγει έξω με το γαϊδουράκι. Πήγα να μάσω ξύλα από τις Κότρες. Αυτοί πήγαν σπίτι να με πάρουν. Εκτός από μένα, πήραν τον Δημήτρη Μαρνέλα του Νικολάου, τον Γιώργο Μήτσιο του Δημητρίου, τον Αποστόλη Γερομιχαλό του Αστερίου και τον Θανάση Γερομιχαλό του Ευαγγέλου.
Ψιλοέβρεχε και ήρθαν αυτοί στο σπίτι. Και τους λέει η μάνα μου: «Πήρι του γουμάρ΄ κι πάει στα ξύλα». Ήρθαν αυτοί εκεί πέρα στον μπαχτσέ, έξω από το χωριό, στα Μελίσια (ο πατέρας μου είχε μελίσια εκεί στα «Παπαγιαννάτκα»- κοντά στην τοποθεσία «Μνημόρια). Οι στρατιώτες του Ρίμινι φώναζαν, αλλά εγώ δεν άκουγα. Είχα μια καλύβα με μπάλες με χορτάρι. Εγώ κρύφτηκα μέσα στη μπάλα, από κάτω. Να μη με βρουν. Λέει ένας: «το γουμάρ είναι, αυτός δεν είναι». Πατούσε αυτός τη μπάλα κι εγώ από κάτω. Δοκίμασαν με την ξιφολόγχη στη μπάλα. Δεν έφτανε η ξιφολόγχη σε μένα που ήμουνα από κάτω. Η ξιφολόγχη είναι 20 πόντοι, πώς να περάσει τη μπάλα;
Φύγανε αυτοί. Εγώ με το γαϊδούρι τράβηξα για το σπίτι. Μου λέει η μάνα: «σε ζητούσε ο στρατός».
-Ποιοι ήταν αυτοί που ήρθαν;
– Ήταν τα ΛΟΚ του Κόρκα. Αυτός ήταν ένας υπολοχαγός, είχε ένα λόχο ΛΟΚ. Έκανε επιχειρήσεις εδώ στα δικά μας τα χωριά. Έδρα ο Παντελεήμονας.
Αυτούς, της παρέας μου, τους πήραν από τη Σκοτίνα και τους στείλανε στον Παντελεήμονα. Στον πατέρα μου είπαν: «Πού κρύβεις τον γιο σου;». Για να μην εκθέσω τον τον πατέρα και τον φέρω σε δύσκολη θέση, αναγκάστηκα να βγω έξω. Με πήγαν στο Κοτσέκι. Είχαν φύγει οι άλλοι. Μου είπαν «τράβα για τον Παντελεήμονα».
Πήγα στον Παντελεήμονα να συναντήσω και τους άλλους συμπατριώτες. Από εκεί πήγαμε στην Αιγάνη. Καθίσαμε λίγες μέρες στον Προφήτη Ηλία. Εκεί ήταν μια μπαΐρα, «Αγία Μαρίνα» την λέγανε κι εκεί κάναμε εκπαίδευση, σκοποβολή κλπ.
Μετά πήγαμε στη Λάρισα. Μείναμε καναδυό μέρες εκεί. Εκεί που καθάριζαν τα όπλα, κάποιος από τον Πυργετό τράβηξε τη σκανδάλη, εκπυρσοκρότησε. Του έκοψε το ποδάρι. Ήταν το πρώτο αίμα που είδα.
Μετά πήγαμε στη Λαμία και στρατοπεδεύσαμε στη Γραβιά, στο Σταθμό της Γραβιάς. Εκεί βγαίναμε έξω για τους αντάρτες. Είχαμε έναν αξιωματικό υπολοχαγό. Μου λέει «έχεις να μου δώσεις δανεικά χρήματα, να στείλω στη γυναίκα μου»; Αν τα είδες εσύ, τα είδα κι εγώ. Αχαριστία, κατάλαβες; Σημασία δεν ήταν τα χρήματα, ήταν η αχαριστία. Αυτό το θυμάμαι.
Μετά με πήγαν στην Αθήνα να εκπαιδευτώ σε ασυρμάτους. 694 λεγόταν, φορητός ασύρματος. Ύστερα με πήγαν στην πλατεία Ρηγίλης (δυο μήνες).
Ήρθε η πληροφορία ότι οι αντάρτες θα χτυπήσουν την Άμφισσα. Εκεί ήταν ένα τάγμα εθνοφρουράς. Εγώ έβαλα τον ασύρματο στον 4ο όροφο του Γυμνασίου. Είχε μια κουπαστή κι εκεί έμεινα. Το βράδυ ήρθαν οι αντάρτες. Αλλά δεν μπόρεσαν να μπουν μέσα στην πόλη. Εκεί μας βάζουν με μπαζούκας. Κατάλαβαν αυτοί ότι εγώ είχα τον ασύρματο και χτυπούσαν απάνω σε μένα. Ένα βλήμα μικρό με χτύπησε στο πόδι, στο μπούτι. Βλέπω η αρβύλα γέμισε αίματα. Το έδεσα με επίδεσμο, σταμάτησε το αίμα. Εκεί βγάλαμε το Πάσχα, ψήσαμε αρνιά.
Μετά πήγαμε στη Λαμία. Εκεί κάναμε επιχειρήσεις στα βουνά. Παρατήρησα ότι εκεί ήταν όλα παρατημένα. Σε ένα πολύ ωραίο άλογο έβαλα την κουβέρτα επάνω και κατέβηκα μέχρι την Λαμία. Το αγάπησα το άλογο αυτό και όταν κατέβηκα από τις επιχειρήσεις, το έδωσα σε χωρικό.
Β. ΓΡΑΜΜΟΣ-ΒΙΤΣΙ
Μετά φύγαμε για τον Γράμμο. Μας φόρτωσαν από την Αγία Μαρίνα και μας πήγαν στη Θεσσαλονίκη. Με το πλοίο «Αντιτορπιλικό «Έλλη» βγήκαμε στον Λευκό Πύργο . Μας βάλανε στο τρένο και πήγαμε στη Φλώρινα. Από τη Φλώρινα πήγαμε στο Νεστόριο. Έξω από το Νεστόριο τα υψώματα είχαν καταλάβει οι αντάρτες. Αρχίσαμε τον πόλεμο. Πιάνουμε ένα ύψωμα, Προφήτης Ηλίας, γυμνό μέρος. Δόθηκε εντολή να πάρουμε το ύψωμα αυτό. Εκεί σκοτώθηκε ένας Δημήτριος Ζησόπουλος από την Πούρλια. Κι ένας Βασίλης Καργιώτης από τον Πυργετό. Τον πήρε η ρυπή και σκτώθηκε μπροστα στον Δημητρό Μαρνέλα. Τον θάψανε στο Νεστόριο. Το πήραμε το ύψωμα, αλλά πώς το πήραμε. Με αίμα. Μετά προχωρήσαμε σε άλλα υψώματα. Ένα μεγάλο ύψωμα εκεί στον Γράμμο το λέγαν Κολοκύθα. Το παίρνουν οι δικοί μας, το ξανάπαιρναν οι αντάρτες πολλές φορές.
Είχαμε πληροφορία ότι οι αντάρτες θα κάνανε ανταλλαγή φρουράς. Προχωρήσαμε. Σφάξανε τον αντάρτη σκοπό. Αλλιώς θα μας σκότωνε αυτός. Ρίχνανε χειροβομβίδες οι στρατιώτες μέσα στα μπρια και σκοτώθηκαν πολλοί. Παραδόθηκαν οι αντάρτες. Αμπριά, δηλαδή κάναμε γούρνες, χαντάκια και βάλαμε μέγκια (ξύλα από οξιές). Κάναμε πολυβολεία. Αφού το πήραμε το ύψωμα αυτό, καθίσαμε εκεί αρκετό καιρό. Μετά από εκεί αυτοί φύγανε από τον Γράμμο και πήγαν στο Βίτσι. Είχαν πυροβολικό στο Βίτσι.
-Στο Βίτσι πόσο χρόνο μείνατε;
-Όλον τον χειμώνα του ΄48. Στις 13 Φλεβάρη του ΄49 αυτοί κάνανε επίθεση για να καταλάβουν την Φλώρινα. Μαζεύτηκαν χιλιάδες αντάρτες με σκοπό να καταλάβουν την Φλώρινα, να την κάνουν πρωτεύουσα του κράτους. Εγώ ήμουνα σε ένα ύψωμα που το λέγανε Πελαβόδα 1644 υψόμετρο. Οι αντάρτες πέρασαν από ΄κει, αλλά ούτε αυτοί μας χτύπησαν, ούτε εμείς. Ήμασταν σαν αιχμάλωτοι. Θα μας πιάνανε ζωντανούς. Εγώ είχα τον ασύρματο και λέγανε από το κέντρο να μη βάλουμε, να μην εκδηλωθούμε. «Αλλιώς θα σας πιάσουν», λέει.
Την επαύριο ξημέρωσε, είχε ένα γόνα χιόνι. Μπήκαν μέσα στην πόλη οι αντάρτες. Κάψανε, ρημάξανε, βάλανε φωτιά στην Ηλεκτρική Εταιρεία. Οι αντάρτες ήταν πολλοί.
Την επόμενη μέρα ήρθαν τάνκς, αεροπλάνα. Τους θέρισαν. Πού να φύγουν. Σκοτώθηκαν όλοι. Ένας Παντελεημονίτης, Κακοσούλης Ιωάννης, τον είχαν πιάσει αιχμάλωτο οι δικοί μας και πήγαν να τον εκτελέσουν. Γιατί είχαν εντολή όποιους πιάνανε, να τους σκοτώνουν. Αυτός με είδε εμένα, με κατάλαβε και μου λέει: «Γιώρ΄, εσύ είσαι;».
Και τους είπα: «αυτός είναι συγγενής μου, αφήστε τον».
Τον πήρα στο αντίσκηνο εγώ, μείναμε μαζί το βράδυ. Την επαύριο, σαν αιχμάλωτο, τον στείλανε στη Θεσσαλονίκη και γλίτωσε. Κι όταν τελείωσε ο πόλεμος πήγα στον Παντελεήμονα και τον είδα. Τα θυμούνταν όλα ο άνθρωπος. Η γυναίκα του ήταν διευθύντρια στην Τράπεζα Πειραιώς εδώ στην Κατερίνη.
Αφού τελείωσε ο Γράμμος και το Βίτσι το 1949 τον Δεκέμβριο, πήγαν στην Χαλκιδική. Ήταν εκεί ένας Παπαγεωργίου καπετάνιος. Στις 13 Δεκεμβρίου του ΄49 είχαν τελειώσει κι εκεί. Τότε πήρα απολυτήριο από την Λιτή Θεσσαλονίκης, το Δερβένι.
Και οι άλλοι Σκοτινιώτες (συνάδελφοι) απολύθηκαν.