Μπορεί στην απέραντη έκταση των ορυζώνων της Θεσσαλονίκης τα κουνούπια να βρίσκουν την ιδανική τοποθεσία για να αναπαραχθούν, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η περιοχή θα έχει περισσότερα κρούσματα του ιού του Δυτικού Νείλου. Όπως έχει αποδειχτεί, ο κίνδυνος μετάδοσης του ιού δεν εξαρτάται μόνο από την αφθονία των κουνουπιών αλλά και από μια σειρά άλλων παραγόντων, που ενδεχομένως προκαλούν σε κάποιους απορία, αλλά για πρώτη φορά λαμβάνονται υπόψη από ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης.
Το σύστημα αυτό, που ανέπτυξε η κοινοπραξία EYWA υπό τον συντονισμό του «Κέντρου Αριστείας Beyond» του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και κέρδισε το βραβείο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Καινοτομίας (EIC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποδείχτηκε στην πράξη ότι μπορεί να μειώσει έως 50% τον κίνδυνο μόλυνσης από τον ιό και τον αριθμό των θανάτων κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας.
Η λειτουργία του, που καταρρίπτει τον μύθο της αφθονίας των κουνουπιών, βασίζεται σε μοντέλα που λαμβάνουν υπόψη παραμέτρους, όπως το αν περνούν από μια περιοχή άγρια πουλιά που μεταδίδουν τον ιό, αν έχει χιονίσει σε έναν τόπο κατά τη διάρκεια του χειμώνα, αν υπήρξαν σημαντικές ανωμαλίες του καιρού ή αν υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις με πράσινο. Όλα αυτά συνυπολογίζονται από τα μοντέλα που, με βάση το ιστορικό και τα δεδομένα μιας περιοχής, εκδίδουν κάθε εβδομάδα μια πρόβλεψη κινδύνου, ώστε αμέσως να γίνουν στοχευμένες δράσεις καταπολέμησης κουνουπιών, αλλά και πόρτα πόρτα επισκέψεις ενημέρωσης των κατοίκων μιας περιοχής, με αυξημένα ποσοστά κινδύνου.
Γιατί η ΕΕ αποφάσισε να δώσει ένα βραβείο πέντε εκατ. ευρώ στην EYWA;
Μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο καθηγητής Γιόνας Σμιντ-Χαναζίτ (Jonas Schmidt-Chanasit) στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου της Γερμανίας και το Ινστιτούτο «Bernhard Nocht for Tropical Medicine» της Γερμανίας και εταίρος στο σύστημα EYWA, εκτιμά ότι «η σημασία του συστήματος έγκειται στη βελτίωση της κατάστασης της υγείας των ανθρώπων καθώς μπορεί να μειωθεί ο αριθμός των σοβαρών μολύνσεων από τον ιό του Δυτικού Νείλου και ο αριθμός των θανάτων κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας».
Στο ερώτημα γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να δώσει ένα βραβείο ύψους πέντε εκατομμυρίων ευρώ στην EYWA, ο καθηγητής φέρνει ως παράδειγμα τις εφαρμογές του συστήματος στη Θεσσαλονίκη και την κεντρική Μακεδονία, υπογραμμίζοντας σχετικά: «η μεγαλύτερη καινοτομία που μπορεί κανείς να διαπιστώσει στην περιοχή αυτή είναι ότι μέσα σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, μέσα σε μια εβδομάδα, καταγράφονται δεδομένα από το πεδίο, δεδομένα από δορυφόρους, δεδομένα από τα νοσοκομεία κ.ά. Όλα αυτά γίνονται ένα. Συνυπολογίζονται και μεταφράζονται σε δράση, σε στοχευμένες ενέργειες καταπολέμησης κουνουπιών. Η λήψη των αποφάσεων για τις δράσεις αυτές γίνεται ταχύτατα και με μεγάλο ποσοστό αποτελεσματικότητας. Εξάλλου, ο χρόνος είναι ο πιο κρίσιμος παράγοντας στις επιδημίες, όπως έχει αποδειχτεί και στην περίπτωση του κορονοϊού. Όλα αυτά είναι πραγματικά καινοτόμα και νομίζω ότι αυτοί είναι οι λόγοι, για τους οποίους η Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσε το βραβείο στην EYWA».
Υψηλό το επίπεδο στην Ελλάδα και στην κεντρική Μακεδονία
Παράλληλα, ο Γιόνας Σμιντ-Χαναζίτ σχολιάζει ότι «πρόκειται για κάτι το μοναδικό, που δεν έχει συναντήσει σε τέτοιο υψηλότατο επίπεδο σε καμία άλλη χώρα» και επισημαίνει ότι «η Ελλάδα αντιμετώπισε τη μεγάλη έξαρση του ιού το 2010, γεγονός που της παρείχε μεγάλη εμπειρία και δυνατότητα διαρκών βελτιώσεων των παρεμβάσεων κατά την τελευταία δεκαετία».
«Το επίπεδο στη Γερμανία είναι σίγουρα αρκετά πίσω από το επίπεδο, στο οποίο έφτασε η EYWA στη Θεσσαλονίκη. Στη Γερμανία, άλλωστε, ο ιός κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 2018, με τα πρώτα κρούσματα σε ανθρώπους το 2019 και 2020. Συνεπώς η Ελλάδα και ειδικά η Θεσσαλονίκη και η κεντρική Μακεδονία αποτελούν για μας ένα μοντέλο δράσης, ένα πρότυπο», προσθέτει.
Πώς έχει αυξηθεί το ποσοστό επιτυχίας των προβλέψεων
Σε ό,τι αφορά το ποσοστό επιτυχίας των προβλέψεων, μέσω του EYWA, για την εκδήλωση κρουσμάτων του ιού του Δυτικού Νείλου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «υπήρξε μετρήσιμη μείωση στις μολύνσεις από τον ιό του Δυτικού Νείλου και σε ασθένειες που μπορούν να επηρεάσουν το νευρικό σύστημα. Για παράδειγμα, υπήρξαν 66 χωριά λιγότερα στην κεντρική Μακεδονία, στα οποία σημειώθηκαν κρούσματα».
Από την πλευρά του, ο Σπύρος Μουρελάτος, πρόεδρος της «Οικοανάπτυξης ΑΕ», που αποτελεί κύριο εταίρο της κοινοπραξίας EYWA, διευκρινίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι, θεωρητικά, αν πριν από τη λειτουργία του συστήματος οι παρεμβάσεις που εφαρμόζονταν μπορούσαν να εντοπίσουν το 10 με 20% των πιθανών κρουσμάτων, με τη λειτουργία του συστήματος μπορεί πια να εντοπιστεί το 50% των πιθανών κρουσμάτων και να αποτραπεί ένας συγκεκριμένος αριθμός εγκεφαλίτιδων.
Κοτόπουλα και κουνούπια στην παρακολούθηση της κυκλοφορίας του ιού
Εξάλλου, η διευθύντρια Έρευνας και Ανάπτυξης της εταιρείας «Οικοανάπτυξη ΑΕ» Σάντρα Γκεβέρ (Sandra Gewehr), μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, θεωρεί ότι το στοιχείο εκείνο που εκτίμησε ιδιαίτερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να προκρίνει -μεταξύ άλλων- το σύστημα EYWA, είναι η χρονοσειρά δεδομένων δεκαετίας, που αφορούν την κυκλοφορία του ιού σε κουνούπια και οργανισμούς «δείκτες» στο πλαίσιο της μακροχρόνιας συνεργασίας με τρεις ερευνητικές ομάδες του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από την Ιατρική σχολή, την Κτηνιατρική Σχολή και το Τμήμα Γεωλογίας.
Τα δεδομένα αυτά, όπως σχολιάζει, προκύπτουν από τις εξετάσεις κουνουπιών και δειγμάτων αίματος από κοτόπουλα, που αποτελούν δείκτες κυκλοφορίας του ιού του Δυτικού Νείλου στο περιβάλλον. «Στις περισσότερες περιπτώσεις μοντελοποίησης χρησιμοποιούνται δύο είδη δεδομένων, τα δορυφορικά δεδομένα παρατήρησης γης και τα ανθρώπινα κρούσματα. Εμείς έχουμε προσθέσει στα μοντέλα την αφθονία των κουνουπιών, το επίπεδο μόλυνσής τους και την κυκλοφορία του ιού σε οργανισμούς-δείκτες», προσθέτει.
Ειδικά για τα δεδομένα παρατήρησης γης, σημειώνει ότι πρόκειται για δορυφορικές εικόνες που αποκαλύπτουν πολύ χρήσιμα στοιχεία και δείκτες, όπως η υγρασία, η βλάστηση, η παρουσία χλωροφύλλης, το υδάτινο στοιχείο κ.ά.
Πέντε χώρες, δεκαπέντε φορείς, εννέα Περιφέρειες
Σημειώνεται ότι το σύστημα EYWA ανέπτυξαν δεκαπέντε φορείς από πέντε ευρωπαϊκές χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία και Σερβία), ενώ ενεργή συμμετοχή στο πρόγραμμα είχαν και εννέα περιφέρειες, τέσσερις από τις οποίες είναι ελληνικές. Πρόκειται για τις Περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Ελλάδας, Κρήτης και Θεσσαλίας.
Π. Γιούλτση