– Έχω απογοητευτεί!
– Γιατί ρε φίλε;
– Γιατί… γιατί… από πού να αρχίσω και που να τελειώσω!
– Βρες μια άκρη, και φτάσ’ την μέχρι το τέλος!
– Λοιπόν, έχω απογοητευτεί με μας.
– Ποιους εμάς;
– Εμάς, ρε, εμένα, εσένα, αυτόν, εκείνον…
– Όλοι μαζί το λοιπόν!
– Όλοι μαζί, ναι όλοι μαζί φταίμε.
– Α, φτάσαμε στο φταίξιμο τώρα.
– Να μη φτάσουμε; Κάποιος πρέπει να φταίει, και δεν πρέπει να πούμε ότι φταίει ο άλλος μόνο και όχι εγώ. Εδώ που φτάσαμε άντε να βγάλεις άκρη, άντε να τσακωθούμε μεταξύ μας, άντε να παίξουμε σκληρές αγκαλίτσες και μετά; Μετά μια από τα ίδια! Και όχι μόνο αυτό, εμείς οι Έλληνες, οι Ελληναράδες δεν μπορούμε να φτάσουμε σε ένα ανεβασμένο επίπεδο, είμαστε έτσι στα χαμηλά, μας πιάνει μια υψοφοβία και αρκούμαστε στα πιο χαμηλά.
– Για λέγε!
– Δεν αντιλαμβάνεσαι ότι υπάρχει ένα πολιτικό παιχνίδι όσον αφορά στην πανδημία, στα εμβόλια, στα υποχρεωτικά και στα μη υποχρεωτικά, στα… στα ένα σωρό στα!
– Δίκιο έχεις ρε μπαγασάκο!
– Αντί να τα βάλουμε κάτω, να δούμε τι θα κάνουμε, τι θα γίνει, εμείς σκοτωνόμαστε μεταξύ μας διότι δεν συμφωνούμε μεταξύ μας, δεν τα βρίσκουμε μεταξύ μας, αυτό το εμφυλιακό σύνδρομο είναι ζωντανό μέσα μας, ζει και βασιλεύει ακόμη και θα συνεχίσει. Βγαίνει ο ένας, λέει αυτό, απαντά ο άλλος, τι πράγματα είναι αυτά, ανταπαντά ένας τρίτος, βρίζει ένας τέταρτος και συνεχίζει η ιστορία χωρίς δράκο και χωρίς νεράιδες να πολεμούν μεταξύ τους! Και γιατί όλο αυτό; Ο ένας θέλει να αφαιρέσει ή να προσθέσει από τον άλλον το πολιτικό κόστος, να το αποκτήσει αυτός, και πάμε παραπέρα, γειά σου ρε φίλε καλά το πας, δώσε μας και μας λίγο κρασί, και όλοι αντάμα, ένα πανηγυράκι, μια γιορτή εξευτελιστική αλλά συγνώμη κανείς δεν το βλέπει, κανείς δεν νοιάζεται, τρέχουμε και μεις ξοπίσω, μπας και δούμε θεού πρόσωπο, ρε θεία Μάρω δώσε μας και μας λίγο χαλβά, μπας και γλυκαθεί ο στόμας μας, μπας και βοηθήσουμε στην ανάταση κάποιου λαμπρού σωτήρα! Μπα, θα γείρουμε σαν ορφανά παιδιά!
– Α, ρε Διονύση!