ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΗΡΩΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ ΩΣ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΟΥ ΣΕΚΟΥ
- Διοριστήριο έγγραφο αρχιστρατηγίας του Ολυμπίου από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη
«Δυνάμει της επιτροπείας και πληρεξουσιότητος, την οποία έλαβον παρά της Σεβαστής Αρχής της Εταιρείας των Φιλικών, διορίζω διά του παρόντος μου Αρχιστράτηγον του Δουναβικού στρατεύματος τον Γεώργιον Ολυμπίτην, γνωρίσας αυτόν ενάρετον, πρόθυμον και άξιον να το διοική και να το διευθύνη κατά την περίστασιν και κατά τας προς αυτόν δια-ταγάς. Όθεν ως τοιούτον συστήνω εις όλους τους στρατηγούς και στρατιώτας του Γένους μας διά να φέρωσι προς αυτόν το ανήκον σέβας, τιμήν και ευπείθειαν»
Εδόθη και εσφραγίσθη εν Κίεβω την 30ην Ιουλίου 1820.
Αλέξανδρος Υψηλάντης
Εκείνος ο επάξιος διορισμός και η ανάληψη της αρχιστρατηγίας των επαναστατικών δυνάμεων των Ηγεμονιών είχε συγκινήσει- δικαιολογημένα- το Γιωργάκη Ολύμπιο. Πατριώτης ευαίσθητος και ονειροπόλος, φορτισμένος με οράματα κι ελπίδες ανάστασης της υπόδουλης πατρίδας, ανυπόμονος και ορμητικός, ευγνώμονας προς το Γενικό Αρχηγό Υψηλάντη, του έστειλε την παρακάτω ευχαριστήρια επιστολή. Πρόκειται για ένα ιστορικό κείμενο του Μακεδόνα πολεμάρχου, απλοϊκό και απέρριτο, δείγμα του γνήσιου πατριωτικού χαρακτήρα του ήρωα, στοιχείο απαραίτητο της βιογράφησής του:
- Απάντηση του Γ. Ολυμπίου
Βουκουρέστι, 24 Σεπτεμβρίου 1820
Εκλαμπρότατε!
«Με άκραν ευχαρίστησιν και σέβας ήκουσα τα όσα οι κύριοι Ξάνθος και Περραιβός μοι ωμίλησαν, συμφωνώς εκ μέρους της εκλαμπότητός σας. Τώρα δεν μένει άλλο να σας ειπώ παρά να σας διαβεβαιώσω και εγγράφως την γνώμην μου, ότι, οπόταν κριθή αρμόδιος ο καιρός να μας δοθή η αποφασιστική σας προσταγή, υπόσχομαι να την εξακολουθήσω με την υστερνή ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάση καμμία ανθρώπινος περίστασις. Και με όλον το προσήκον και ειλικρινές σέβας υποσημειούμαι»
Της υμετέρας Εκλαμπρότητος ταπεινότατος δούλος και αδελφός
Κ(απετάν) Γεωργάκης Νικολάου Ολύμπιος
Η ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΑΚΗ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΚΟ
«Ανδρείοι Έλληνες! Όλοι μας, ευγενείς αδελφοί, υποκύψαμε σε μια τρομερή μοίρα. Από τους ομόδοξους γείτονές μας εκείνοι που μας υποσχέθηκαν βοήθεια μας εγκατέλειψαν. Οι άλλοι, με συκοφαντίες, χαρακτήρισαν ως έγκλημα τους αιματηρούς αγώνες μας για τη θρησκεία μας και την ύπαρξή μας! Ψηλά το κεφάλι, αδέλφια! Δείξτε πως είστε αντάξιοι των προγόνων σας. Εσώσαμεν εν τούτοις την τιμήν μας. Η Ευρώπη εγνώρισεν τους γιους της Ελλάδος. Η βοήθεια, που υποσχέθηκε η Ρωσία, έρχεται αργά για μας. Εμπρός αδέλφια! Ας πεθάνουμε κοιτάζοντας άφοβα το θάνατο στα μάτια. Ζήτω η θρησκεία και η Ελευθερία της Ελλάδος! Θάνατος στους βαρβάρους».
ΓΙΩΡΓΑΚΗΣ ΟΛΥΜΠΙΟΣ
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΔΟΛΙΟ ΑΥΣΤΡΙΑΚΟ ΠΡΚΑΤΟΡΑ ΟΥΔΡΥΣΚΙ, ΠΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕ ΝΑ ΠΑΓΙΔΕΥΣΕΙ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΑΚΗ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΑΔΩΣΕΙ ΤΑ ΟΠΛΑ
– «Είμαι Χριστιανός και είσθε Χριστιανοί, είπεν αυτός και εισήλθεν. Ο αυτοκράτωρ μου αγαπά τους απογόνους των αθανάτων Θεμιστοκλέων και Επαμεινώνδων. Ήκουσα την πολιορκίαν σας (σ.σ. ομιλούσε μόνο ο Ουδρίσκυ, ως διπλωματικός υπάλληλος, εκπροσωπώντας την πατρίδα του Αυστρία) και έσπευσα να σας λυτρώσω. Εμεσίτευσα παρά τω κεχαγιάμπεη, και αν παραδώσητε τα όπλα, σας αφήνει να φύγητε αβλαβείς, έκαστος όπου επιθυμεί. – Αν εγνώριζες, κύριε πρόξενε, τους αληθείς απόγονους του Θεμιστοκλέους και του Επαμεινώνδου, δεν ήθελες τολμήσει να μας προτείνης τοιούτον αισχρόν μέσον, απάντησε ο Γεώργιος Ολύμπιος. Μάθε λοιπόν ότι οι Έλληνες δεν παραδίδουν τα όπλα, αλλ’ αποθνήσκουν με αυτά εις τας χείρας.- Φυλάξατε την ζωήν σας διά περίστασιν άλλην, καταλληλλοτέραν. Ο θάνατός σας εδώ είναι αναπόφευκτος. Είσθε εβδομήκοντα ή ογδοήκοντα απέναντι εξακισχιλίων.
– Άκουσε κυρ πρόξενε! Όσους όρκους και αν μας κάνουν οι Τούρκοι σου, δεν τους πιστεύω. Θα μας περάσουν από την κόψιν του σπαθιού, αν παραδοθώμεν. Σ’ ευχαριστώ διά την προθυμίαν σου κυρ πρόξενε. Να σου ειπώ όμως μίαν αλήθειαν; Τους Αυστριακούς και τους Τούρκους διά την προδοσίαν και απιστίαν δεν τους χωρίζω μίαν τρίχαν τον έναν από τον άλλον. Ημείς οι Έλληνες ό,τι έχομεν εις τη καρδιά το έχομεν και εις τα χείλη. Λοιπόν, κύριε πρόξενε, πράττεις καλά να πάρεις το χωρίς πτερά τρικαντό σου, όπου μοιάζει με μαδημένο πετεινό, και το στενό σπαθί σου, όπου είναι καλό διά σούβλα του ψητού, και να φύγης απ’ εδώ. Δέκα λεπτά, σου δίδω καιρόν. Ιδού το ωρολόγιόν μου. Δεν εγγυώμαι τι μετά ταύτα διά το κεφάλι σου».
Είπε και θάρρος επέδειξεν, όπερ συνήθως εμπνέει μόνον απόγνωσις, ήτις δεινώς στην ψυχή μας παλαίει.
Στιγματισμένος απηνώς ο προδότης πρόξενος, ηγέρθη πελιδνός και ζήτησε να είπη ολίγας λέξεις, πριν αποχωρήσει από την τόσον δυσάρεστην γι’ αυτόν συνέντευξη με τον Ολύμπιον, όστις έδειχνε έτοιμος διά την μεγάλην θυσίαν.
- «Επέρασαν δύο λεπτά», είπεν ο Ολύμπιος και έθεσεν την χείραν αυτού επί της σπάθης.
- Ο Αυστριακός ανεχώρησε τότε, χωρίς να προφέρει μία λέξιν και διευθύνθη εις το άλλο μέρος της μονής, ένθα εκλείσθη ο Φαρμάκης. Μετά τη συνάντηση εκείνη, ήταν βέβαιο ότι ο Σελήχ πασάς θα εφορμούσε με όλες του τις δυνάμεις κατά της μονής.
(Η αγέρωχη αυτή στάση του Γ. Ολυμπίου, εξόχως περιφρονητική για τον πρόξενο της Αυστρίας επιτάχτηκε γιατί γνώριζε ο Γιωργάκης ότι προ ημερών με τον ίδιο τρόπο είχε παγιδέψει έναν λεβέντη παπά με τους άνδρες του και τον παρέδωσε στους Τούρκους που τους πετσόκοψαν όλους).
ΓΑΡ.