Από το πάθος προς την κάθαρση
Κοτίδου Σωτηρία
Φιλόλογος Συγγραφέας
Η Άνοιξη προβάλει. Ο ήλιος πλησιάζει τη γη, την φωτίζει και την θερμαίνει. Μέσα σ’ αυτήν την θαλπωρή βρεφουργείται η ζωή που υπνώθηκε στα παγωμένα σκοτάδια του χειμώνα μέσα στα σπλάχνα της. Το φως την αφυπνίζει και την φέρνει κοντά του, το φως είναι η ζωή, είναι η αλήθεια, είναι η χαρά, είναι γνώση. Το σκοτάδι είναι θάνατος, άγνοια, είναι άρνηση, άρνηση ζωής. Είναι κακό, είναι εχθρός στο φως εχθρός σε όλη μας την ύπαρξη. Είναι το κακό κομμάτι της ψυχής μας. Κάθεται στα βάθη του είναι, επεκτείνεται και αμαυρώνει το φως, θολώνει το τοπίο και δεν διακρίνονται τα πράγματα. Σκοτεινιάζει τα μάτια και δεν φέρνουν σωστές εικόνες στο νου, που έτσι γίνεται στρεβλός, χωλός, ανάπηρος, ανίκανος να ξεχωρίσει την αλήθεια των πραγμάτων. Μέσα σ’ αυτήν την καταχνιά γινόμαστε αμαρτωλοί με την έννοια του άστοχου, αυτού που κάνει λάθη στους στόχους του. Βλασφημά, γιατί πρέπει αλλιώς είναι αβάστακτο, να αποδώσουμε τις αποτυχίες μας σε κάποιους άλλους πάνω από τις δικές μας δυνάμεις. Έπειτα έρχονται οι τύψεις και οι ενοχές και οι κρίκοι της αλυσίδας δεν έχουν τελειωμό. Έτσι γινόμαστε δυστυχείς, που προσπαθούμε να διορθώσουμε τα λάθη μας με άλλα λάθη. Στην απελπισία μας αναζητούμε απεγνωσμένα να αποτινάξουμε τα σφάλματά μας, να καθαρθούμε και να αναγεννηθούμε να αναστηθούμε, να ανεγερθούμε, από το σκοτάδι, όπως ξαναγεννιέται η φύση, που μας περιβάλλει, κάθε Άνοιξη.
Κάθε Άνοιξη λοιπόν, μόλις οι πρώτες φυσίζωες ακτίνες φωτός μας αφυπνίσουν, αναζητούμε την λύτρωση από το σκοτάδι, περνώντας από την στενή πύλη προς το φως. Αυτή η πορεία βέβαια δεν είναι ευθεία. Είναι ανηφορική και επώδυνη, με αποσκευές τον σταυρό των κριμάτων μας στους ώμους. Και επειδή η στενωπός είναι αγκαθερή και πετρώδης, ζητούμε κάποιον να σηκώσει το φορτίο μας και να μας ανεβάσει στην κορυφή, όπου απαστράπτει η σωτηρία. Στα πρώτα βήματα της ιστορίας μας, καθαγιάζαμε ένα σφάγιο, είτε τράγο, τον φορτώναμε όλα τα αμαρτήματα μας και τον θυμιάζαμε καίγοντας στις ιερές φλόγες τις σάρκες του που τις μιάναμε με τα κρίματά μας. Και λυτρωνόμασταν άλλοτε οι πιο γενναίοι και τολμηροί, βιώνοντας το πάθος, αυτοπαθητικά, μέσα από «περιπέτεια», από κυκλώνες, πόνο, μοναξιά, μόνοι και αβοήθητοι με συντροφιά μόνο την ψυχή τους, πέρασαν με το καράβι τους ωκεανούς μανιασμένους και αφιλόξενες θάλασσες και ένιωθαν ότι όλος αυτός ορυμαγδός τους εξάγνιζε, τους οδηγούσε στην κάθαρση. Η ζωή τους σαν παραμύθι έγινε το σωτήριο άρμα που οδηγούσε τους άλλους, αλλοπαθητικά βέβαια, μέσα στο θέατρο, στον καθαρμό.
Η υπέρτατη όμως μετάθεση και θυσία έγινε στα μέρη της Ιερουσαλήμ! Άνοιξη ήταν και τότε! Η παγκοσμιοποίηση που επέβαλαν οι λόγχες της Ρώμης μας κατέλυσε τα κράτη των επιγόνων του Αλέξανδρου και όλοι οι λαοί του τότε γνωστού κόσμου έγιναν ρωμαίοι υπήκοοι. Στέναζαν όλοι κάτω από την πίεση των πραιτόρων και των ντόπιων αρχόντων και η δυστυχία άγγιξε τα ουρανοθέμελα. Ο Ισραήλ, αλαζών με το προνόμιο του περιούσιου λαού του Θεού, περίμενε από μέρα σε μέρα τον Μεσσία! Αυτόν που θα τον σώσει από την δουλεία και θα τον αναδείξει άρχοντα της οικουμένης. Και ο Μεσσίας ήρθε και περπατούσε ανάμεσά σαν κριτής και επικριτής των έργων τους. Περίμεναν βασιλέα με σκήπτρο, συνένοχο. Ζητούσαν σημάδια εξουσίας, θεότητας και δεν τα έβλεπαν. Η πίκρα της διάψευσης έγινε κακία, έγινε εκδίκηση, όταν άκουσαν ότι η εξουσία του είναι εκ του άλλου κόσμου. Και ζήτησαν να σταυρωθεί. Μπροστά στον σταυρό σιωπηλά και ανομολόγητα ένιωθαν ότι είναι κολασμένοι και στο πρόσωπο του έβλεπαν την ίδια την συνείδησή τους να τους μαστιγώνει, τις αμαρτίες τους δεν ήθελαν να τις απαρνηθούν. Ήταν γι αυτούς νόημα ζωής και μακαριότητα, ενώ η υπεσχημένη ουράνια βασιλεία ήταν μακροπρόθεσμη και αβέβαια, καθώς όλο την πρόσμεναν κι όλο αργούσε να έρθει, οπότε έπαψαν και να την σκέφτονται, σίγουροι πως την εξασφάλιζαν με την περιστασιακή ελεημοσύνη και την ρυπαρή τους νηστεία. Φίμωσαν έτσι την εξωψυχική τους συνείδηση, απέδωσαν όλα τους τα κρίματα στον ακριμάτιστο, του φόρτωσαν τον σταυρό τους, τον ακολούθησαν στον Γολγοθά και τον καθήλωσαν στα ξύλα του. Μα δεν απομακρύνθηκαν από τον σταυρό του μαρτυρίου. Ασυνείδητα μετέθεσαν την τιμωρία τους σε Αυτόν. Τον ράπιζαν τον περιγελούσαν, τον έφτυναν, τον γελοιοποίησαν κάνοντάς τον βασιλιά με κορώνα και σκήπτρο. Την ψυχή τους όμως κατέτρωγε το επιθανάτιο ερώτημα «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων; Εσύ είσαι ο γιος του Θεού;» Και όσο δεν έπαιρναν απάντηση η αγωνία τους κορυφωνόταν. Ήταν η τελευταία τους ευκαιρία να σωθούν και την έχασαν. Ήταν λοιπόν πλάνος! Οικειοποιήθηκαν την αγιότητά του και του αντιμεταχώρησαν τον βόρβορό τους. Απέβαλαν τα καρφιά της αμαρτίας τους και τον καθήλωσαν, ενώ με το αίμα του καθάρθηκαν και αποπλύθηκαν. Έτσι αλλοπαθητικά ζήτησαν την λύτρωσή τους και για να τον κοινωνήσουν, διαμοίρασαν τα ιμάτια του. Γεύθηκαν το άρωμά του για να του μοιάσουν, να πάρουν κάτι από την καλοσύνη του. Μέσα στον κοχλασμό ωστόσο του θυμού τους, μια λάμψη φόβου και ενοχών ξύπνησε. Μαλάκωσαν λίγο και όταν ζήτησε νερό, που έδωσαν χολή και ξύδι να καταπραΰνουν τους πόνους του.
Και αφού εξέμεσαν τα κρίματά τους και απεκδύθηκαν τον κακό εαυτό τους, ενώ το άκακο θύμα τους υπέκυψε στις πληγές του, σεισμός και χαλασμός συγκλόνισε την ψυχή τους. Σκοτάδι ενοχών έπεσε στα μάτια τους και δεν έβλεπαν το φως. Το θανατερό κομμάτι της ύπαρξής τους, το σκοτάδι, συντρίφτηκε σαν βράχος προκαλώντας βοή και κραδασμό. Τα συντρίμμια των παθών τους που τους κρατούσαν καθηλωμένους στην ανυπαρξία του θανάτου, σκόρπισαν και ελευθερώθηκαν. Την συγχώρεση εξάλλου την πήραν. Δεν ήξεραν τι έκαναν: Όντως δεν ήξεραν τι έκαναν, ποια ύφαλη δύναμη κατηύθυνε τις πράξεις τους. Εκείνος όμως πίσω από την ασέβεια τους έβλεπε την επιθανάτια έκκληση σωτηρίας, που μέσα από αυτούς, την χάρισε σε όλους προσφέροντας σαν θυσία το σώμα του. Ο θεϊκός θάνατος νίκησε τον ανθρώπινο και χάρισε την κάθαρση και την αθανασία. Η Άνοιξη (οι τριάντα τρεις Απρίληδες του Ιησού) φέρνει κάθε Άνοιξη την Άνοιξη στις ψυχές μας. Η Άνοιξη ανοίγει τις ψυχές μας και φέρνει φως ιλαρό. Ακούγεται ο ήχος των πυλώνων, για όσους τον ακούνε. Βαρύς και πένθιμος ο πρώτος, καθώς αναμοχλεύονται τα πάθη και κάθονται προς την έξοδο, φαιδρός και χαρμόσυνος ο δεύτερος, λυτρωτικός και αναστάσιμος.
Ευλογημένη Άνοιξη…!!!