– Γιατί είσαι έτσι;
– Πως θες να είμαι δηλαδή;
– Ξέρω γω;
– Τότε γιατί ρωτάς; Αφού δεν ξέρεις πως θέλεις να είμαι!
– Ρε, ξέρω…
– Αφού δεν ξέρεις τότε που είδες τη διαφορά; Πως ξέρεις πως πρέπει να είμαι;
– Όπως σε ξέρω.
– Αφού είπες πριν ότι δεν ξέρεις.
– Όχι, ρε δεν εννοούσα αυτό.
– Τότε τι εννοούσες; Και άμα δεν ήσουν σίγουρος, τι ήθελες να ρωτήσεις, αφού δεν ήξερες γιατί ρώτησες!
– Μα έτσι όπως σε είδα… Παραξενεύτηκα, μη σου πω ότι τρόμαξα…
– Άρα ξέρεις πως είμαι, αφού δεν είμαι όπως με ήξερες.
– Κάπως έτσι!
– Καλά πάμε, κάπου θα βγάλουμε μια άκρη! Πιστεύω να συνεννοηθούμε κάποια στιγμή… ή όχι;
– Ρε, θα μου πεις τελικά γιατί είσαι έτσι;
– Πως έτσι; Εγώ δεν βρίσκω καμιά διαφορά.
– Πώς να βρεις, αφού δεν μπορείς να δεις το πρόσωπο σου.
– Και ποιος σου το είπε ότι δεν μπορώ;
– Εγώ στο λέω.
– Και επειδή το λες εσύ πρέπει να σε πιστέψω;
– Μα, αφού σε βλέπω, μπροστά μου είσαι…
– Και ; Άμα πάω κι εγώ μπροστά σε ένα καθρέπτη δεν θα δω το πρόσωπο μου; Θα το δω! Άρα;
– Τι άρα, ρε; Εγώ σε βλέπω χάλια, έχεις τα μαύρα σου τα χάλια, μέσα στην απογοήτευση είσαι, μια μαύρη απελπισία είσαι, ένας λαβύρινθος σκέψης είσαι, που σε βασανίζει, ένα χαμένο βλέμμα με μάτια που γυαλίζουν και φεγγοβολούν κάποιο τρόμο…
– Αμάν ρε, ούτε φλιτζάνι να μου έλεγες…
– Το χιούμορ σου όμως δεν το χάνεις ποτέ! Αρχίζω και αναθαρρώ! Μου δίνει κάποια ελπίδα ότι θα επανέλθεις!
– Και άμα δεν;
– Τι δεν;
– Αυτό που είπες!
– Αποκλείεται, αφού κρατάς το χιούμορ σου, κρατάς ακόμη, έχεις δυνάμεις!
– Λες ε; Είσαι σίγουρος, ε;
– Ναι, ρε! Τι απορείς; Θες να σου ορκιστώ;
– Τς! Καλά! Σε πιστεύω! Κατάλαβες τώρα;
– Όχι ρε, δεν κατάλαβα!
– Καλά θα καταλάβεις αύριο!
– Αύριο; Αύριο μπορεί να είναι αργά!
– Καθόλου! Αφού αργά είναι και σήμερα! Και χτες αργά ήταν!