Η ΠΙΕΡΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ (1385-1821)
Του Κωνσταντίνου Απ. Αρβανίτη
Θα ήθελα από την αρχή να πληροφορήσω τους αξιότιμους αναγνώστες μας, ότι το παρόν κείμενο θα εστιαστεί «στα προεπαναστατικά χρόνια στην Πιερία αλλά και γενικότερα στην πιερική και ολυμπική περιοχή», δίνοντας όμως ιδιαίτερη έμφαση στα γεγονότα των τελευταίων 100 ετών περίπου, πριν από το ξέσπασμα του μεγάλου Αγώνα της Εθνεγερσίας του ’21. Να επισημάνω επίσης ότι, λόγω της μακράς εκείνης περιόδου και του μεγάλου όγκου των γεγονότων, αναγκαστικά θα περιοριστώ και θ’ αναφερθώ εντελώς τηλεγραφικά στα σημαντικότερα από αυτά, και συγχρόνως θα προσπαθήσω ν’ αναδείξω τους τρόπους και τις στρατηγικές που εφάρμοσε ο υπόδουλος Ελληνισμός σ’ όλη εκείνη την περίοδο, ώστε να καταφέρει ν’ αντιμετωπίσει τα πολλά και ποικίλα ζητήματα επιβίωσης του γένους μας, κατά την μακραίωνη και τυραννική Οθωμανική κυριαρχία.
Για πάρα πολλούς συμπατριώτες μας η αρχή της Οθωμανικής κυριαρχίας ξεκινά στις 29 Μαΐου του 1453, δηλαδή με την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Είναι απολύτως βέβαιο, πως η ημερομηνία αυτή σημάδεψε ανεξίτηλα την ιστορία του Ελληνισμού κι αποτέλεσε ταυτόχρονα έναν καθοριστικό σταθμό για την Ευρωπαϊκή ιστορία στο σύνολό της.
Η αλήθεια όμως είναι πως, η Οθωμανική κατάκτηση και κυριαρχία του Ευρωπαϊκού χώρου ξεκίνησε σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα. Οι Οθωμανοί εισβάλουν στα εδάφη της Ευρώπης για πρώτη φορά το 1354, κυριεύοντας την Καλλίπολη και αμέσως μετά ολόκληρη τη Θράκη. Η Αδριανούπολη μεταβάλλεται το 1361 σε πρωτεύουσα των ευρωπαϊκών κατακτήσεών τους.
Το 1371 κυριεύουν τη Νίσσα της Σερβίας και το 1393 δίνεται η μεγάλη μάχη του Κοσσυφοπεδίου. Το ίδιο έτος υποτάσσεται η Βουλγαρία και έτσι οι Οθωμανοί σταθεροποιούν την κυριαρχία τους στις κτήσεις του βαλκανικού χώρου κι επιδιώκουν συστηματικά πλέον την άλωση της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης. Ταυτόχρονα προωθούν στρατιωτικές δυνάμεις τους προς τη Νότια Μακεδονία και Θεσσαλία.
Έτσι, το 1384 κυριεύουν τις Σέρρες, τη Δράμα και τη Ζίχνα, ενώ ένα χρόνο νωρίτερα είχαν ήδη καταλάβει το Μοναστήρι και τη Χαλκιδική. Το 1391 έχουμε την α’ άλωση της Θεσσαλονίκης και την κατάκτηση της Ημαθίας -πλην της πόλης της Βέροιας- η οποία κατελήφθη το 1438.
Και τι συμβαίνει με την Πιερία; Η περιοχή μας υποτάχτηκε στους Οθωμανούς το 1385, η Έδεσσα το 1389 και την ίδια εποχή η Φλώρινα, η Καστοριά, οι Πρέσπες και η Αχρίδα.
Για να κυριευτούν όμως τα εδάφη της Νότιας Μακεδονίας, έπρεπε με κάθε θυσία να πέσουν στα χέρια των Οθωμανών τα σπουδαία κάστρα της περιοχής, δηλ. τα κάστρα των Στενών της Πέτρας, των Τεμπών, του Σαρανταπόρου και άλλα. Έτσι ο σουλτάνος Βαγιαζίτ ο Α’ κινητοποιεί ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις προς την Πιερία για την άλωση των κάστρων της περιοχής, τα οποία παρά τη σκληρή και μεγάλη αντίστασή τους κυριεύονται από τους Οθωμανούς, κατά χρονολογική σειρά, ως εξής:
Το κάστρο της Πύδνας το 1389, του Πλαταμώνα μεταξύ των ετών 1389-1391, της Πέτρας και των Τεμπών το 1393, ενώ τα κάστρα της Β. Πιερίας, του Νεοκάστρου και του Κολινδρού κυριεύτηκαν πρώτα μεταξύ 1386 και 1389, γιατί δυστυχώς δεν μπορούσαν ν’ ανεφοδιαστούν από τη θάλασσα. Και για να ολοκληρώσουμε αυτό το σύντομο χρονικό των Οθωμανικών κατακτήσεων στη Μακεδονία θ’ αναφέρουμε ότι η Θεσσαλονίκη κατακτάτε οριστικά το 1430. Τέλος η Κων/πολη, όπως όλοι γνωρίζουμε κυριεύεται το 1453 και τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι λίγο ως πολύ σε όλους μας γνωστά. Όμως είναι σημαντικό εδώ να σημειώσουμε, ότι η Κωνσταντινούπολη δεν παραδόθηκε. Κατακτήθηκε, από τους Οθωμανούς, αφού έπεσε ηρωικά μαχόμενος ο τελευταίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ο ΙΑ’ μαζί με όλους τους υπερασπιστές της Πόλης, που είχαν απομείνει.
Οι Τούρκοι, μετά την άλωση των βυζαντινών εδαφών, έλαβαν μέτρα για την εδραίωση της κυριαρχίας τους. Αυτά ήταν:
α) Φρόντισαν αμέσως για την επισκευή και οχύρωση των παλαιών βυζαντινών ή φράγκικων κάστρων, όπως του Πλαταμώνα, των Τεμπών και των Σερβίων στην ευρύτερη περιοχή μας. Κάποια άλλα βέβαια φρόντισαν να τα ισοπεδώσουν, όπως π.χ. αυτό των Στενών της Πέτρας.
β) Στα κατακτημένα πεδινά εδάφη πραγματοποίησαν άμεσο εποικισμό, μεταφέροντας μουσουλμανικούς πληθυσμούς από την Ασία.
γ) Φρόντισαν να εξισλαμίσουν τους άμοιρους ραγιάδες, γιατί γνώριζαν από την εμπειρία τους στην Ασία, ότι οι νεοφώτιστοι μουσουλμάνοι γίνονταν πάντα οι φανατικότεροι πιστοί και στυλοβάτες της Οθωμανικής κυριαρχίας.
Πώς όμως διαιρέθηκαν διοικητικά οι κατακτημένες περιοχές, ποια ήταν η θέση της Πιερίας στα πλαίσια της τουρκικής διοίκησης και ποιο ήταν το οικονομικό σύστημα που εφάρμοσαν οι επικυρίαρχοι Τούρκοι;
Τις ευρωπαϊκές κατακτήσεις τους οι Οθωμανοί τις οργάνωσαν διοικητικά σε Βιλαέτια, Σαντζάκια και Καζάδες για να μπορούν να τις ελέγχουν καλύτερα.
Το βιλαέτι ήταν η μεγαλύτερη διοικητική περιφέρεια με τη «Γενική Διοίκηση» στην πρωτεύουσά του, όπου βρισκόταν και η έδρα του Βαλή, δηλ. του Πασά, που ήταν ο Γενικός στρατιωτικός διοικητής.
Κάθε βιλαέτι, ανάλογα με την έκτασή του, αποτελούνταν από 2, 3 ή περισσότερα σαντζάκια, δηλ. μικρότερες διοικητικές περιφέρειες, υποδιαιρέσεις του βιλαετίου. Στην έδρα του σαντζακίου υπήρχε πολιτική και δικαστική αρχή, η λεγόμενη «Διοίκηση» με επικεφαλής τον Μουτεσσαφίρη.
Τέλος, κάθε σαντζάκι χωριζόταν επίσης ανάλογα με την έκτασή του σε μικρότερες διοικητικές επαρχίες, τους λεγόμενους Καζάδες. Στην έδρα του Καζά υπήρχαν οι αντίστοιχες πολιτικές, δικαστικές και στρατιωτικές αρχές, με προϊσταμένους τον Καϊμακάμη και τον Ιεροδίκη. Βέβαια, τα όρια όλων αυτών των παραπάνω διοικητικών διαιρέσεων δεν ήταν ποτέ σταθερά, αλλά διαφοροποιούνταν ανάλογα με τις ανάγκες και τις σκοπιμότητες της τουρκικής διοίκησης.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι η Πιερία σε τούτη τη χωροταξική κατανομή, παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα τουλάχιστον μέχρι το 1878. Από τα ιστορικά αρχεία που διασώθηκαν, προκύπτει ότι η Ν.Δ. Πιερία, κατά τη νοητή γραμμή Ελατοχωρίου, Μοσχοποτάμου, Τριλόφου, Καλλιθέας και νοτιότερα, υπαγόταν στον Καζά Ελασσόνας. Η Ελασσόνα ανήκε με τη σειρά της στο σαντζάκι της Θεσσαλίας, που υπαγόταν στο βιλαέτι των Ιωαννίνων. Αντίθετα η Β. Πιερία, με την παραποτάμια νοτίως του Αλιάκμονα περιοχή, ανήκε στον Καζά της Βέροιας, του σαντζακίου της Θεσσαλονίκης.
Δυο λόγια τώρα για το οικονομικό μοντέλο που εφάρμοσαν οι Τούρκοι πάνω στις κατακτημένες περιοχές. Αυτό, ήταν το λεγόμενο στρατιωτικό-φεουδαρχικό σύστημα, αρχίζοντας πρώτα από τη Θεσσαλία στα 1397.
Πώς λειτουργούσε αυτό; Οι μεγάλες εκτάσεις γης των εύφορων πεδιάδων ανήκαν στο τουρκικό κράτος, που το εκπροσωπούσε πάντοτε ο σουλτάνος. Μέρος των εκτάσεων αυτών μοιράστηκε σε ισόβια φέουδα, που δόθηκαν σε παλαιούς Τούρκους πολεμιστές (βετεράνους θα λέγαμε), ως ανταμοιβή των υπηρεσιών τους προς το σουλτάνο. Αυτά τα φέουδα, που λεγόταν και τιμάρια, τα εκμεταλλεύονταν οι δικαιούχοι, χωρίς όμως να μπορούν να τα μεταβιβάσουν στους απογόνους τους. Καλλιεργητές βέβαια αυτών των εκτάσεων ήταν Έλληνες και άλλοι βαλκάνιοι υπόδουλοι πληθυσμοί, έναντι κάποιας ελάχιστης αμοιβής.
Αξίζει επίσης ν’ αναφέρουμε, ότι τα φέουδα διακρίνονταν σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τα ετήσια εισοδήματά τους.
Έτσι έχουμε τα Κας με εισοδήματα άνω των 100 χιλιάδων άσπρων ετησίως, τα Ζιαϊμέτ με εισοδήματα από 20-100 χιλιάδες άσπρα ετησίως και τα Τιμάρ, τα τιμάρια δηλ., με εισοδήματα κάτω των 20 χιλιάδων άσπρων ετησίως. Στη Μακεδονία, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία τα τιμάρια τα έλεγαν και τσιφλίκια, ενώ τους ιδιοκτήτες των Ζιαμετιών τους αποκαλούσαν Ζαΐμηδες.
Όπως παντού έτσι και εδώ στην Πιερία οι περιοχές της μοιράζονται σε Τούρκους τιμαριούχους, τους λεγόμενους τσιφλικάδες, που εκμεταλλεύονται κυρίως όλα τα πεδινά εδάφη. Τα τσιφλίκια αυτά άλλαξαν πολλά χέρια ως την απελευθέρωσή μας το 1912. Πολλά χωριά της Πιερίας σύμφωνα με τον Επίσκοπο Κίτρους Παρθένιο Βαρδάκα (1904-1933) και συγκεκριμένα τα 29 από τα 40 της περιφέρειάς του, ανήκαν σε τσιφλίκια.
Υπήρχαν όμως ταυτόχρονα και τα λεγόμενα Κεφαλοχώρια ή Ελευθεροχώρια. Αυτά ήταν οικισμοί και μικρά χωριά που συγκροτήθηκαν από φυγάδες του κάμπου σε ορεινά και απρόσιτα μέρη, προκειμένου έτσι να διασωθούν και να επιβιώσουν από τις απηνείς διώξεις των Οθωμανών κατακτητών. Αυτοί οι μικροί ορεινοί οικισμοί σταδιακά μεγάλωσαν και τα πρώτα χωριά της Πιερίας πρέπει να δημιουργήθηκαν μετά το 1430. Ανάμεσά τους ήταν η Λεπτοκαρυά, το Λιτόχωρο, η Βροντού, η Ρητίνη, η Δρυάνιστα, η Κουντουριώτισσα και ίσως και κάποια άλλα. Αν και η ακριβής χρονολογία ίδρυσης των ανωτέρω οικισμών δεν είναι με ακρίβεια γνωστή, σίγουρο είναι ότι ήταν ήδη ενεργοί το 1530, σύμφωνα με νεότερα στοιχεία ιστορικότητας. Αυτά τα Κεφαλοχώρια, λοιπόν, η τουρκική διοίκηση τα επέτρεψε να είναι αυτοδιοικούμενα. Οι κάτοικοί τους δηλ., εξέλεγαν οι ίδιοι τους άρχοντές τους, τον Μουχτάρη (πρόεδρο) και τη δημογεροντία (τους κοινοτικούς δηλ. συμβούλους).
Βασική υποχρέωση των τοπικών αυτών αρχόντων ήταν η συγκέντρωση των ετήσιων φόρων και η παράδοσή τους στους φοροεισπράκτορες, που περνούσαν σε τακτή ημερομηνία κάθε χρόνο. Ήταν επίσης αρμόδιοι να δικάζουν τις διαφορές μεταξύ των χριστιανών, συνεργαζόμενοι πάντα με τον επίσκοπο της περιοχής.
Αυτά τα χωριά ήταν τα περίφημα Κεφαλοχώρια της περιόδου της τουρκοκρατίας. Κι επιτρέψτε μου εδώ ν’ αναφέρω πως σ’ αυτά συγκαταλεγόταν και η γενέτειρά μου, η Μηλιά των Πιερίων, η ίδρυση της οποίας τοποθετείται πριν το 1530, σύμφωνα με χάρτη της τουρκικής διοίκησης της εποχής εκείνης.
Ποιες ήταν όμως οι επιπτώσεις, που επέφερε στον τόπο μας η μακραίωνη Οθωμανική κυριαρχία; Αναφέρω εντελώς τηλεγραφικά:
Κατ’ αρχάς έχουμε αφανισμό αρχαίων και βυζαντινών οικισμών. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις περιπτώσεις της βυζαντινής πολίχνης Πέτρας, του Λιάσκοβου και του Ίσβορου.
Δεύτερον, έχουμε την επιβολή μιας βαριάς και άδικης φορολογίας στους υπόδουλους πληθυσμούς, με τακτικούς αλλά και έκτακτους φόρους, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε φορά της τουρκικής διοίκησης. Ο χειρότερος όμως και συνάμα εξευτελιστικός φόρος ήταν αυτός που πλήρωναν οι υπόδουλοι μη μουσουλμάνοι ραγιάδες, για να έχουν το δικαίωμα να ζουν! Κι αυτός ήταν ο διαβόητος κεφαλικός φόρος, ή «χαράτσι».
Μεγάλη επίσης οικονομική πληγή αποτελούσαν τα λεγόμενα μπαξίσια, που δυστυχώς κληροδοτήθηκαν και στη μετέπειτα εποχή της ανεξαρτησίας και μέχρι της μέρες μας!
Αυτού του είδους η φορολογική τακτική με τον καιρό θέριευε την αγανάκτηση και το μίσος όλων των υποδούλων -και ιδιαίτερα των Ελλήνων-, κατά των τυράννων τους. Η απερίγραπτη φτώχεια, η έλλειψη βασικών αγαθών επιβίωσης, η εξαθλίωση και τα άλλα καθημερινά δεινοπαθήματα ήταν οι κυριότεροι λόγοι, που οι υπόδουλοι πρόγονοί μας οδηγήθηκαν αμέτρητες φορές σε μικρές ή μεγαλύτερες εξεγέρσεις εναντίον των Τούρκων κατακτητών.
Στην Πιερία, η σημαντικότερη εξέγερση σημειώθηκε στη Μηλιά το καλοκαίρι του 1690 και αργότερα, το 1780, έχουμε ανάλογες εξεγέρσεις στα χωριά Δρυάνιστα και Κολινδρό.
Μια άλλη επίσης καταλυτική συνέπεια για την επιβίωση του Ελληνισμού αλλά και του χριστιανικού κόσμου γενικότερα, υπήρξε το διαβόητο Παιδομάζωμα, που στόχος του ήταν η δημιουργία ενός φανατικού, σκληρού και πειθαρχημένου στρατού, αφοσιωμένου αποκλειστικά στον σουλτάνο και το τουρκικό κράτος.
Τέλος, οι συνέπειες του εξισλαμισμού -μια άλλη μάστιγα για τους υπόδουλους χριστιανούς- αλλά και του εξευτελιστικού δουλεμπορίου, υπήρξαν οδυνηρές για τον υπόδουλο ελληνισμό.
Για την περιοχή μας η ιστορική έρευνα έφερε στο φως ιεροδικαστικές πράξεις, που αναφέρονται σε δολοφονία και εξισλαμισμό στην Κούρσοβα (το Τόξο) το 1600, στην Κόκοβα (Πολυδέντρι) το 1729, στον Κολινδρό το 1785 και σε πολλές άλλες περιπτώσεις.
Όλα τα προηγούμενα, κυρίες και κύριοι, που περιγράψαμε με συνοπτικό τρόπο, δηλ. η αδικία, τα μύρια δεινοπαθήματα, οι ηθικές ταπεινώσεις, η στέρηση της πολιτικής και θρησκευτικής ελευθερίας, καθώς και οι κάθε είδους καταπιέσεις που επέβαλαν οι Οθωμανοί στους ελληνικούς χριστιανικούς πληθυσμούς, αφύπνισαν σταδιακά τα φιλελεύθερα αισθήματα των τελευταίων και βήμα-βήμα γέννησαν και εξέθρεψαν τα γνησιότερα τέκνα της ελευθερίας, τους ρωμαλέους, τραχείς κι ανυπότακτους εκείνους άνδρες, που η ιστορία μας περήφανα ονόμασε Κλέφτες.
Οι Κλέφτες, λοιπόν, εμφανίζονται κατ’ αρχάς στον Όλυμπο, την Πίνδο και τα Χάσια ως αποτέλεσμα της οθωμανικής καταπίεσης και τυραννίας. Με τον καιρό ολοένα γίνονταν περισσότεροι και η αρχική ληστρική τους δράση, κάτω από το καταθλιπτικό βάρος της σκλαβιάς, αποκτούσε βήμα το βήμα εθνικοαπελευθερωτικά χαρακτηριστικά. Έτσι, από το 1700 περίπου και μετά οι απροσκύνητοι Κλέφτες προσλαμβάνουν ηρωική χροιά και γίνονται το πρότυπο για τους υπόδουλους νέους!
Οι Τούρκοι τώρα, για να τιθασεύσουν τη διαρκώς αυξανόμενη δράση των Κλεφτών, θέσπισαν ή επανέφεραν μάλλον τον παλαιότερο οπωσδήποτε θεσμό των Αρματολών και χώρισαν τις κατακτημένες επαρχίες σε ημιαυτόνομες περιοχές, τα περίφημα Αρματολίκια ή Καπετανάτα. Στο χώρο της Μακεδονίας, από το 1550 ακόμα, έχουμε τα εξής 4 Αρματολίκια:
Της Βέροιας, των Γρεβενών, της Μηλιάς στην Πιερία και των Σερβίων. Επικεφαλής του Αρματολικιού ήταν ο Αρματολός ή Καπετάνος, ο οποίος προερχόταν από τις τάξεις των πρώην Κλεφτών. Οι Αρματολοί είχαν βέβαια δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις έναντι της οθωμανικής διοίκησης.
Συχνά όμως οι σχέσεις μεταξύ Αρματολού και οθωμανικής εξουσίας διαταράσσονταν και η ζωή του Αρματολού κινδύνευε. Τότε αυτός κατέφευγε στα βουνά και γινόταν Κλέφτης, ενώ κάποιος άλλος ισχυρός Κλέφτης της περιοχής τον διαδέχονταν στη Διεύθυνση του Αρματολικιού. Δεν ήταν δε σπάνιο το γεγονός, ο Αρματολός που έγινε Κλέφτης, να επιστρέφει ύστερα από λίγα χρόνια και πάλι στη θέση του Αρματολού! Έτσι οι δύο αυτές ιδιότητες σταδιακά κατέστησαν ταυτόσημες και επικράτησε ο ιστορικός όρος: Κλεφταρματολός.
Αυτοί οι Κλεφταρματολοί με τη δράση τους αποτέλεσαν τις «ένοπλες» δυνάμεις του υπόδουλου ελληνισμού, που έγραψαν με το αίμα τους το υποσχετικό του Μεγάλου Αγώνα, για την απελευθέρωση της υπόδουλης πατρίδας μας. Ο βόρειος δε Κλεφταρματολισμός, αυτός της Μακεδονίας και της ΒΔ. Θεσσαλίας, υπήρξε πρωταγωνιστής για το σκοπό αυτό. Οι αγώνες του υπήρξαν καθοριστικοί σε όλη τη διάρκεια του 17ου αιώνα και κυρίως μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571. Πολλές ήταν οι εξεγέρσεις, οι θυσίες και το αίμα που χύθηκε από τους υπόδουλους στην προσπάθεια και τη θέλησή τους για ελευθερία.
Το 18ο αιώνα η επαναστατική δράση στην πιερική και ολυμπική περιοχή υπήρξε πρωτοφανής. Ενδεικτικά σημειώνουμε τη ληστρική επιδρομή στην Κάλλιανη, την Αιανή δηλ. Κοζάνης το 1765, στην οποία έλαβαν μέρος όλοι οι Ολύμπιοι Κλεφταρματολοί, καθώς και τη συμμετοχή τους στην εξέγερση του 1770, (δηλ. στα Ορλωφικά ), που είχε ως τελικό αποτέλεσμα την καταφυγή τους στη ΝΔ. Ρούμελη, εκεί που έγραψαν το έπος του Αιτωλικού. Λίγο αργότερα όμως επέστρεψαν με τα σπαθιά τους στον Όλυμπο, εγκαταστάθηκαν και πάλι στ’ Αρματολίκια τους, προετοιμαζόμενοι για νέες δράσεις και νέες θυσίες.
* Τώρα όμως ήρθε η ώρα ν’ αναφερθούμε στους δικούς μας Κλεφταρματολούς, στους περιώνυμους Λαζαίους της Μηλιάς. Να μιλήσουμε για την παρουσία και τη δράση τους στον πιερικό, ολυμπικό και όχι μόνο χώρο και βέβαια για το Αρματολίκι της Πιερίας με έδρα («καθέδρα» κατά τον Νικόλαο Κασομούλη) τη Μηλιά.
Από γραπτά στοιχεία που διασώθηκαν, προκύπτει ότι ο γενάρχης της οικογένειας των Λαζαίων Τόλιος Λάζος, εμφανίστηκε στην περιοχή του Ολύμπου και των Πιερίων περί το 1730, ως παρεπίδημος Κλέφτης με τη φάρα του στη Βλαχοφτέρη, ενώ η χρονολογία γέννησής του τοποθετείται περί το 1710. Για τον ακριβή τόπο προέλευσής του μόνο πιθανολόγηση μπορούμε να κάνουμε, αλλά αυτό δεν έχει τούτη τη στιγμή και μεγάλη σημασία.
Στη Μηλιά ο Τόλιος Λάζος μετοίκησε περί το 1750, για ν’ αναλάβει τη Διεύθυνση του ομώνυμου Αρματολικιού και από εκεί αρχίζει η κλεφταρματολική πορεία της περιώνυμης οικογένειάς του.
Ο Τόλιος Λάζος υπήρξε από τους σημαντικότερους πρωτοκλέφτες της βορεινής Ελλάδας και έδρασε συνεργαζόμενος με τους περίφημους Αρχικλέφτες Ζήδρο, Λάπα και γερο-Βλαχάβα την περίοδο 1735-1745. Τότε περίπου -και με το σπαθί του θα λέγαμε- πήρε τη Δ/νση του Καπετανάτου της Μηλιάς, το οποίο διοίκησε για αρκετά χρόνια με σωφροσύνη και διπλωματικότητα απέναντι στην οθωμανική εξουσία. Γνωρίζουμε ότι κρατά πατριωτική στάση στα γεγονότα και στις επιδρομές του 1765 καθώς και στην εξέγερση των Ολυμπίων το 1770, στα οποία συμμετέχει, και μάλιστα αρχηγικά, με τους άλλους Ολύμπιους Κλεφταρματολούς. Έφερε τον τίτλο του «Εξάρχου» και ξεχώριζε για τη σοβαρότητα, την υπευθυνότητα, την ευγένεια και την αρχοντιά του. Ο ιστορικός Ιωάννης Βασδραβέλλης τον χαρακτηρίζει ως έναν από τους επιφανέστερους Κλέφτες των βουνών της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του (1785-1790) η πολιτική κατάσταση διαφοροποιείται και ιδιαίτερα μετά το 1783, όταν διορίζεται ως γενικός δερβέναγας της χέρσας Ελλάδας ο Τουρκαλβανός Αλή πασάς, ο Τεπελενλής. Αυτός έχει έναν σταθερό και διαχρονικό στόχο: Την εξόντωση όλων των Κλεφταρματολών του βορειοελλαδικού χώρου και το πρώτο του θύμα υπήρξε ο περίφημος Πάνος Τσάρας -ο πατέρας του μετέπειτα μεγάλου Νικοτσάρα- το 1794 στην πατρίδα του, τα Γιαννωτά της Ελασσόνας.
Το νήμα όμως της ζωής του «Έξαρχου» Λάζου κόβεται -με φυσικό θάνατο κατά τον Κασομούλη- μεταξύ των ετών 1785 και 1790. Άφησε όμως πίσω του μια μεγάλη οικογένεια. Τέσσερις (4) γιους και άγνωστο αριθμό θυγατέρων. Τα ονόματα των γιων του κατά τη σειρά της γέννησής τους ήταν: Ο Γιάννης, ο Λιόλιος ( Θεόδωρος), ο Δήμος και ο μικρότερος Κώστας. Όλοι τους κατά τον ιστορικό Ιωάννη Πετρώφ στάθηκαν «αντάξιοι του μεγάλου πατρός αυτών».
Ο πρωτότοκος, λοιπόν, Γιάννης Λάζος που ανακηρύχτηκε πρωταρματολός μετά το θάνατο του πατέρα του, είχε γεννηθεί μεταξύ των ετών 1760-1765 και μαζί με τ’ αδέρφια του υπήρξαν υποδείγματα σοβαρών και υπεύθυνων Κλεφταρματολών. Ο Κασομούλης γράφει γι’ αυτούς: «κηρυττόμενοι ως άλλοι επίγειοι άγγελοι μεταξύ των Αρματολών, κατά τα ήθη και την φρόνησιν και κατά την ανδρείαν, χωρίς εξαίρεσιν».
Ο Γιάννης Λάζος, ο ρωμαλέος ριψοκίνδυνος και εις άκρον φιλόπατρις Κλεφταρματολός, μαζί με τ’ αδέρφια του και τους πολλούς και ικανούς συνεργάτες του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν οι: Νικόλαος Ραδαινιώτης ή Κατερινιώτης από τα Ρυάκια Πιερίας, Νικόλαος Τσακνάκης από τη Βλαχοφτέρη, Παναγιώτης Λιάκος από το Παναρήτι της Βόρειας Ηπείρου, Αναστάσιος Καρατάσος από το Βέρμιο, Γερο-Τζαχείλας από τη Ραψάνη, Παπα-Γιάννης Μποταίτης από το σημερινό Μελιάδι, Κωνσταντίνος Μπίνος από τον Κορινό και πολλούς άλλους σημαντικούς καπεταναίους, «ηγωνίσθη σκληρώς εναντίον των Τούρκων αφ’ ενός και του Αλή Τεπελενλή αφετέρου», μας πληροφορεί ο αγωνιστής και ιστορικός του ’21 Ν. Κασομούλης.
Αναφέρθηκα παραπάνω στις φιλικές σχέσεις που είχαν αναπτυχτεί μεταξύ των Λαζαίων και των Τσαραίων.
Αυτές, παρέμειναν αδιάσπαστες και μετά το 1790. Οι Λαζαίοι, συνεργάζονταν στενά μαζί τους, και μαζί με όλους τους Ολύμπιους Κλεφταρματολούς προσπαθούσαν ν’ αποφύγουν τις παγίδες, που συχνά τους έστηνε ο πανούργος Αλή πασάς. Ο Γιάννης Λάζος και ο Νικοτσάρας αρνήθηκαν κάθε συνεργασία με τον πασά των Ιωαννίνων. Αυτή όμως η στάση τους αποτελούσε ισχυρό εμπόδιο στα μεγαλοϊδεατικά σχέδιά του και ο Αλής, δεν συγχωρούσε ανυπακοή και άρνηση των διαταγών του.
Έτσι, θεωρώντας τους ως υπαίτιους της αρνητικής στάσης απέναντί του, όλων των Ολύμπιων Κλεφταρματολών, αποστέλλει το 1795 τον γιο του Μουχτάρ πασά με 20.000 άρτια εξοπλισμένους Τουρκαλβανούς εναντίον τους. Οι Τουρκαλβανοί αυτοί, αφού ερήμωσαν τη Στερεά και τη ΒΔ. Θεσσαλία, έφτασαν τον Ιούλιο του ίδιου έτους στον Όλυμπο, σκορπίζοντας στο διάβα τους τον πανικό και την ερήμωση, με διαρπαγές, λεηλασίες και φοβερές καταστροφές.
Οι Ολύμπιοι, με επικεφαλής τον Γιάννη Λάζο, τους αντιμετώπισαν αρχικά με 700 εμπειροπόλεμους άντρες στα Στενά της Πέτρας και στην τοποθεσία Φουνκό (δηλ. φονικό) των Πιερίων. Λόγω όμως των υπέρτερων δυνάμεων του Μουχτάρ πασά, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τη θάλασσα. Διέφυγαν προς τις Β. Σποράδες και αφού διασφάλισαν τις οικογένειές τους εκεί, επιδόθηκαν συστηματικά στη ληστοπειρατεία στο Βόρειο Αιγαίο και στα παράλια της Θεσσαλίας με τα μικρά και ευέλικτα δικά τους κλεφτοπειρατικά πλοιάρια, που μπόρεσαν στο μεταξύ ν’ αποκτήσουν.
Λίγο αργότερα όμως και λόγω της απουσίας του Αλή πασά στη Βουλγαρία, για να στηρίξει με τις δυνάμεις του εκεί τον σουλτάνο στον ρωσοτουρκικό πόλεμο που συνεχιζόταν, η ρωσική και γαλλική πολιτική ενθάρρυνε τον Γιάννη Λάζο και τον Νικοτσάρα, να επανέλθουν στον Όλυμπο και στα Πιέρια και να εφορμήσουν εναντίον των Τουρκαλβανών. Πράγματι, οι Ολύμπιοι Κλεφταρματολοί αλλά και Κλεφτοπειρατές τώρα πια, αιφνιδίασαν τους Οθωμανούς και τους έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση. Μάλιστα, ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις μαζί τους, κατάφεραν το καλοκαίρι του 1798 να επιστρέψουν στ’ αρματολίκια τους!
Δυο χρόνια αργότερα, το 1800, ο Αλής κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των Σουλιωτών, τους οποίους και υπέταξε οριστικά την άνοιξη του 1804. Το γεγονός αυτό θορύβησε πολύ τους Ολύμπιους. Στο μεταξύ ξέσπασε νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος και οι Κλεφταρματολοί της περιοχής μας θεώρησαν το γεγονός αυτό ελπιδοφόρο και ευκαιρία για νέους αγώνες εναντίον των Τούρκων.
Γιάννης Λάζος, Νικοτσάρας και λοιποί Ολύμπιοι εφόρμησαν με τους άνδρες τους εναντίον των Τουρκαλβανών δερβεναγάδων, τους φύλακες δηλ. των περασμάτων, εκδιώκοντάς τους από τον πιερικό και ολυμπικό χώρο. Δυστυχώς όμως γι’ άλλη μια φορά η προσπάθειά τους έμεινε ανεπιτυχής, αφού μετά την προσωρινή συνεννόηση που επήλθε μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας για κατάπαυση των εχθροπραξιών, οι Ολύμπιοι έμειναν εκτεθειμένοι και ιδιαιτέρως βέβαια απέναντι στον πασά των Ιωαννίνων.
Για μια ακόμη φορά, λοιπόν, οι Ολύμπιοι αγωνιστές, μπροστά στον κίνδυνο αφανισμού τους, μεταφέρουν τις οικογένειές τους στο μόνιμο καταφύγιό τους, στις Βόρειες Σποράδες και τη Χαλκιδική και προσπαθούν ως Κλεφτοπειρατές και πάλι, να οργανώσουν νέους αγώνες κατά των Οθωμανών, την άνοιξη του 1806… Οι σημαντικές τους επιτυχίες όμως τάραξαν τον σουλτάνο, που αυτή τη φορά αγανακτισμένος, διέταξε τον Αλή πασά και τον αρχιναύαρχο Χουσεΐν να καταδιώξουν τους Ολύμπιους και να τους εξοντώσουν.
Στα τέλη του 1806 πραγματοποιήθηκε στη Λευκάδα μυστική σύσκεψη όλων των κυνηγημένων Κλεφταρματολών του Μοριά και της Ρούμελης, στην οποία ως εκπρόσωπος των Ολυμπίων συμμετείχε ο Νικοτσάρας. Εκεί, αποφασίστηκε ν’ ακολουθήσουν όλοι τους το παράδειγμα των Ολυμπίων και να στραφούν στη θάλασσα, οργανώνοντας έναν απελπιστικό κλεφτοπειρατικό αγώνα κατά των Τούρκων. Αξίζει ιδιαιτέρως ν’ αναφέρουμε πως σ’ εκείνον τον αγώνα, έλαβε μέρος και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ως κουρσάρος, με τα περίφημα «Μαύρα καράβια» στο Αιγαίο. Ο αγώνας εκείνος κράτησε αρκετούς μήνες, μέχρι τα τέλη του 1807, κι εκεί ο μεγάλος πολέμαρχος του ’21 γνωρίστηκε καλύτερα και συνεργάστηκε με όλους τους Ολύμπιους καπεταναίους, και βέβαια με τους Λαζαίους -ιδιαίτερα δε με τον Λιόλιο Λάζο– και φυσικά με τον μεγάλο Νικοτσάρα, τον οποίο εκτιμούσε πάρα πολύ. Στο βόρειο Αιγαίο ο έντονος εκείνος κλεφτοπειρατικός αγώνας κράτησε από το 1806 ως τα τέλη του 1812.
Το 1807 όμως, είναι ένα έτος αρνητικών γεγονότων για τους Ολύμπιους, γιατί έχουμε τον θάνατο τριών επιφανών Αρματολών. Του μεγάλου Νικοτσάρα και του Κυριάκου Δράσκου τον Ιούλιο και του Γιάννη Λάζου περί τον Οκτώβριο.
Από τη χρονιά εκείνη επικεφαλής των Λαζαίων αναλαμβάνει ο δευτερότοκος γιος του γενάρχη Λάζου, ο Λιόλιος (Θεόδωρος) Λάζος, που γεννήθηκε περί το 1765. «Περίφημο» τον χαρακτηρίζει ο Κασομούλης, έχοντας όλα τα χαρίσματα και τις ικανότητες του πατέρα του και του μεγαλύτερου αδερφού του Γιάννη. Ο Λιόλιος, έλαβε μέρος σ’ όλους τους αγώνες των Λαζαίων, από το 1787 στο πλευρό του αδερφού του Γιάννη, και υπήρξε βέβαια ο υπεύθυνος του Αρματολικιού της Μηλιάς, από το φθινόπωρο του 1807.
Ακολουθούν νέοι και σκληροί αγώνες εναντίον των Τούρκων, από το 1808 ως το 1812. Στη διάρκειά τους οι Λαζαίοι και οι άλλοι Ολύμπιοι αναγκάζονται για μια ακόμη φορά να καταφύγουν στις Σποράδες και τη Χαλκιδική. Καταφέρνουν όμως χάρη στο πείσμα και τα όπλα τους, να επιστρέψουν ξανά στην Πιερία και ν’ αναλάβουν πάλι τ’ Αρματολίκια τους το καλοκαίρι του 1811, ύστερα από ψευδο-συμφωνία, -τα γνωστά στην ιστορία «καπάκια»-, με τον Αλή πασά. Δεν εφησύχασαν όμως ούτε για μια στιγμή. Γιατί γνώριζαν καλά και το σχέδιο και τον χαρακτήρα του Τουρκαλβανού τυράννου. Είχαν συνειδητοποιήσει βαθιά, ότι οι Ολύμπιοι Κλεφταρματολοί αποτελούσαν το εμπόδιο στα μεγαλεπήβολα σχέδιά του.
Στις αρχές του 1813 τα πράγματα έδειχναν αρκετά ήσυχα. Όμως οι Ολύμπιοι είχαν κάθε λόγο ν’ ανησυχούν. Γνώριζαν καλά το παρελθόν του Αλή πασά και τις άθλιες μεθοδεύσεις του. Γνώριζαν ότι απεγνωσμένα αναζητούσε μια αφορμή, για να τους αφανίσει! Κι αυτή δεν άργησε να έρθει. Θεωρώντας, ως παρασπονδία απέναντί του, τα φιλάνθρωπα αισθήματα του Λιόλιου Λάζου, ο οποίος περιέθαλψε τους άνδρες του ηρωικού Τσέλιου Μποταΐτη, μετά τη μάχη στη γέφυρα του «Χασάν Μπαμπά» στην είσοδο των Τεμπών, τον Ιανουάριο του 1813, απαίτησε να μεταβούν στα Γιάννενα ο μικρότερος αδερφός του Λιόλιου, ο Κώστας, μαζί με τον γιο του, το Δημολιό -ηλικίας 8-10 ετών-, για να τους κρατήσει ως ομήρους, -δηλ. ως εγγύηση-, και μ’ αυτό τον τρόπο να εκβιάζει και να ελέγχει τους Λαζαίους.
Παρ’ όλα όμως αυτά τρεις μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1813, ο Αλή πασάς απέστειλε στην περιοχή του Ολύμπου το γιο του Βελή πασά με ισχυρή στρατιωτική δύναμη και την εντολή, να επιτεθεί αιφνιδιαστικά εναντίον τους. Έτσι, οι Τουρκαλβανοί περίζωσαν τη Μηλιά (τη σημερινή Άνω Μηλιά) κι ο Βελής διέταξε τα μεσάνυχτα έφοδο στον πύργο των Λαζαίων και σ’ όλα τα σπίτια του χωριού. Όποιος αντιστάθηκε ένοπλα, εσφάγη επί τόπου. Ο Δήμος Λάζος, ο τριτότοκος γιος του γενάρχη Τόλιου Λάζου, που με αρκετούς άνδρες αντιστάθηκαν στην επιδρομή, κατακρεουργήθηκαν εντός του πύργου. Κατά μία άλλη εκδοχή, ο Δήμος Λάζος, μεταφέρθηκε κακοποιημένος στην Παλαιά Βροντού, και εκεί ανασκολοπίστηκε! Ακολούθησαν λεηλασίες και πυρπολήσεις των σπιτιών του οικισμού και όλοι οι κάτοικοι της Μηλιάς, εκτός ελαχίστων, συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν δεσμώτες, αρχικά στον Τύρναβο και αμέσως μετά στο μακελειό της Λάρισας. Εκεί, τους περίμενε φριχτό μαρτύριο. Ο μεγάλος χαλασμός των Λαζαίων της Μηλιάς συνέβη τον Απρίλιο του 1813, χωρίς να γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία.
Ταυτόχρονα άλλες τουρκαλβανικές δυνάμεις εφόρμησαν αιφνιδιαστικά εναντίον του Πλαταμώνα και δολοφόνησαν τον Αρματολό της Νότιας Πιερίας Νικόλαο Τσακνάκη. Επίσης με εφόρμησή τους εναντίον της Κατερίνης συνέλαβαν τον Κλεφταρματολό Νικόλα Ραδαινιώτη-Κατερινιώτη, (κολιτζή των Λαζαίων και πατέρα του μετέπειτα μεγάλου αγωνιστή και στρατηγού του Αγώνα του ’21, Διαμαντή Νικολάου), τον οποίο μετέφεραν στη Λάρισα, όπου και τον εκτέλεσαν με εντολή του Βελήπασα.
Κάποιοι απ’ τους Ολύμπιους στάθηκαν πιο «τυχεροί», όπως οι αδερφοί Τζαχείλα, Δήμος και Γεώργιος, Αρματολοί της Ραψάνης, οι αδερφοί Συροπουλαίοι, Γεώργιος και Αθανάσιος στην Κόκκοβα, οι Λιακοπουλαίοι στην Αγιά της Λάρισας και άλλοι.
Όλοι αυτοί, με τον Λιόλιο Λάζο, τον μόνο από τους Λαζαίους που διασώθηκε από εκείνη τη λαίλαπα των Τουρκαλβανών, πέρασαν με τα γυναικόπαιδά τους στη Σκόπελο και αφού τα ασφάλισαν στα εκεί μοναστήρια του νησιού, συνέχισαν με τις λιγοστές τους πια δυνάμεις τη δράση εναντίον των Τούρκων. Τον Λιόλιο Λάζο συνόδευαν τότε τα δυο (2) μεγαλύτερα παιδιά του, ηλικίας 20 και 18 ετών περίπου.
Επιτρέψτε μου όμως εδώ, να παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα από τα «Στρατιωτικά Ενθυμήματα…» του Νικολάου Κασομούλη, που αναφέρεται στα τραγικά γεγονότα της Μηλιάς και των Λαζαίων, του Απριλίου 1813.
«Κατά το έτος 1813, ενεργών κατ’ εντολήν του πατρός του (ο Βελήπασας), εκστρατεύσας δια νυκτός, κατέλαβεν αιφνιδιαστικών το χωρίον Μηλιά των Πιερίων, κατέσφαξε τον Δήμον Λάζον με τους συντρόφους του, αμυνθέντας κατά την κατάληψιν της Μηλιάς, μετέφερε τας οικογενείας ως αιχμαλώτους εις Λάρισαν». Και λίγο παρακάτω σημειώνει επίσης: «Οργισμένοι όλοι, πατήρ και τέκνα κατά της οικογενείας ταύτης, αφού έκοψεν ο Βελήπασας όλους τους άνδρας, γέροντας και μικρά παιδιά εις Λάρισαν, ο δε πατήρ του τον ζωγραφισμένον άνδρα Κώσταν εις Ιωάννινα, χωρίς να ηξεύρουν από τους Λαζαίους ο ένας τι γίνεται εις τον άλλον». Και κλείνει την παράγραφό του ως εξής: «Ο κόσμος δεν ήξερεν ότι τους εξολόθρευσαν όλους, όταν όμως εβεβαιώθη, ότι συγχρόνως κατέσφαξαν ταύτην την οικογένειαν εις όλα τα μέρη, έφριξαν και Τούρκοι και Έλληνες και Εβραίοι ακόμη».
Φτάνοντας προς το τέλος τούτης της αναφοράς μου, επιτρέψτε μου να σημειώσω ότι αυτός υπήρξε ένας από τους αιματηρότερους και ο μοναδικός σε αγριότητα και εκδικητικό μίσος κατατρεγμός στη μακρόχρονη ιστορία του ολυμπικού Κλεφταρματολισμού. Γιατί, πως αλλιώς να χαρακτηρίσει κανείς τις πράξεις αυτές, όταν ο Αλής, μαζί με τον Κώστα Λάζο, κατέσφαξε στα Γιάννενα και τον μικρό του γιο, το Δημολιό, ηλικίας μόλις 8-10 ετών!
Ο απόηχος αυτής της ασύλληπτης τραγωδίας έπεσε βαρύς και συγκίνησε βαθιά την κοινωνία της εποχής εκείνης. Και «όχι τόσον δια το αίμα, -σημειώνει και πάλι ο Κασομούλης-, το οποίον είχον συνηθίσει να βλέπουν κάθε μέρα, όσον δια την μεγάλην υπόληψιν, την οποίαν έχαιρεν από όλον τον κόσμον ανέκαθεν η οικογένεια αύτη, ως η πλέον εξευγενισμένη και φιλάνθρωπος, και η μόνη ήτις καμίαν φοράν δεν είχεν χαλάσει κανενός την καρδίαν. Παντού ευρίσκουσα υπερασπιστάς, έπειτα από τόσα κακά τα οποία υπέφερε, ως επεριγράψαμεν, με τοιούτον τρόπον εξολοθρεύθη, περί το 1813-1814».
Ο Λιόλιος Λάζος όπως προαναφέραμε, με κάποιους άλλους Ολύμπιους αγωνιστές που διασώθηκαν από τη φοβερή αυτή τραγωδία της Μηλιάς αλλά και όλης της Πιερίας, μόλις μπόρεσαν να συνέλθουν, αναδιοργάνωσαν και συνέχισαν τον Κλεφτοπειρατικό τους αγώνα με κέντρο εξόρμησης τις Β. Σποράδες, καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου του 1813. Γρήγορα όμως έγιναν και πάλι στόχος των Τούρκων, οι οποίοι με επικεφαλής τον Ομέρ πασά της Καρύστου τους καταδίωξαν άγρια και οι Ολύμπιοι για να σωθούν, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Πάρο. Εκεί, μετά από τριήμερο σκληρό πειρατικό αγώνα, αποκλείστηκαν από τους Οθωμανούς και αναγκάστηκαν τελικά να παραδοθούν, αφού τους παρασχέθηκε η διαβεβαίωση ότι θα αμνηστευτούν. Η υπόσχεση όμως εκείνη -κατά την πάγια τουρκική τακτική- αθετήθηκε και μερικοί από τους Ολύμπιους μαχητές κατεσφάγησαν επί τόπου, ενώ κάποιοι άλλοι παλουκώθηκαν με τον πλέον άνανδρο τρόπο, σύμφωνα με τον μεγάλο μας ιστορικό, Ιωάννη Βασδραβέλλη.
Τον Λιόλιο Λάζο, με τους συνεργάτες του καπεταναίους και τα δυο μεγαλύτερα παιδιά του, τους οδήγησαν στον Τούρκο αρχιναύαρχο, ο οποίος έδωσε αμέσως εντολή να μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, ο Λιόλιος με δυο από τα πρωτοπαλίκαρά του, κρεμάστηκε στο διαβόητο σταυροδρόμι της Πόλης, «προς παράδειγμα των άλλων αρχιληστών», σύμφωνα με τους Οθωμανούς. Όταν γράφτηκε ο τραγικός αυτός επίλογος των αγώνων του ολυμπικού Κλεφταρματολισμού, που σφραγίστηκε με το αίμα και το μαρτυρικό θάνατο του τελευταίου μεγάλου των Λαζαίων, του ηρωικού και εθνομάρτυρα Λιόλιου Λάζου, το ημερολόγιο έδειχνε τον μήνα Ιανουάριο, του 1814.
Και τι απέγιναν οι δυο μεγάλοι του γιοι που πιάστηκαν μαζί του; Τη μοίρα τους την πληροφορούμαστε από έγγραφο του 1865, των δυο μικρότερων αδερφών τους, του Τόλιου και Δήμου Λιόλιου Λάζου, στο οποίο σημειώνουν: «οι δε δύο έτεροι αδερφοί μας εβλήθησαν κατά τας εν Κωνσταντινουπόλει ειρκτάς και κατόπιν, αιχμάλωτοι όντες, ευρέθησαν σιδηροδέσμιοι εντός της τουρκικής ναυαρχίδος, ότε αύτη εκάη εις Χίον και ούτως απωλέσθησαν και αυτοί». Ήταν τη νύχτα της 6ης προς την 7η Ιουνίου 1822, όταν ο Κωνσταντίνος Κανάρης, όπως όλοι γνωρίζουμε, πυρπόλησε τη ναυαρχίδα του Καρά-Αλή στο λιμάνι της Χίου.
Και ποιοί Λαζαίοι απέμειναν μετά το χαλασμό τους, το 1813-1814;
Ήταν ο γιος του Γιάννη Λάζου, ο Τόλιος, που γλίτωσε από το μακελειό της Λάρισας, μ’ έναν παράδοξο πράγματι τρόπο, κι επέστρεψε στη Μηλιά περί το τέλος του καλοκαιριού ή στις αρχές του φθινοπώρου, του 1820. Εκεί, σύμφωνα με τον ιστορικό ερευνητή και απόγονο των Λαζαίων Κίμωνα Κοεμτζόπουλο, συνάντησε τη μητέρα του και τ’ αδέλφια του Μαρία και Δήμο. Συνάντησε επίσης τα εξαδέλφια του, τον Τόλιο και τον Δήμο του Λιόλιου Λάζου, τη μικρή αδελφή τους Τριαναταφυλλιά, -κοριτσάκι τότε 8-10 ετών- καθώς και τη μητέρα τους, τη Λιόλαινα.
Αυτοί είχαν απομείνει όλοι κι όλοι απ’ τη μεγάλη φάρα των Λαζαίων, που αρχικά αριθμούσε 60 με 70 άτομα. Μεγαλύτερος απ’ όλους ήταν ο Τόλιος Γιάννη Λάζος -20 ετών-, ο οποίος και ανέλαβε την αρχηγία της αποδεκατισμένης οικογένειας. Τα εξαδέλφια του, Τόλιος και Δήμος του Λιόλιου Λάζου, που ήταν τότε ηλικίας 17 και 16 χρόνων αντίστοιχα, τον βοήθησαν στη Διεύθυνση του Αρματολικιού, που τους είχε επενεκχωρηθεί με έγγραφο του Αλή πασά, από το 1816. Αυτοί οι νεαροί Λαζαίοι θα λάβουν μέρος στους μετέπειτα αγώνες της εθνικής μας παλιγγενεσίας και θα συνεχίσουν τη λαμπρή ιστορία της οικογένειά τους.
Κλείνοντας τούτη τη σύντομη αναφορά μας στα προεπαναστατικά χρόνια της πιερικής και ολυμπικής περιοχής, επιτρέψτε μου να επισημάνω πως, εξαιρετικά σύντομα και τηλεγραφικά, διατρέξαμε την ιστορία 4 αιώνων Τουρκοκρατίας στον τόπο μας και καταδείξαμε με ιστορικά στοιχεία, ότι οι υπόδουλοι Έλληνες δεν εφησύχασαν ποτέ. Ποτέ δε βγήκε από τη σκέψη τους η αποτίναξη του τυραννικού ζυγού των Οθωμανών και η ιδέα της οριστικής απελευθέρωσής τους. Το προσπάθησαν πολλές φορές με τόλμη, με γενναιότητα, με αποφασιστικότητα, αλλά και με πολύ πόνο, άγριες εκτοπίσεις, διώξεις, θυσίες, ποταμούς αίματος και θάνατο!
Και τι τους έκανε δυνατούς και ικανούς να υπομείνουν όλα αυτά;
Η πίστη στο Θεό και ο σεβασμός στην Ορθοδοξία, η επίγνωση της διαχρονικής συνέχειας του Ελληνισμού, η αγάπη προς τον τόπο τους και τη μόρφωση, ο σεβασμός στο θεσμό της οικογένειας και βέβαια το πνεύμα αγωνιστικότητας, θυσίας και όχι υποταγής!
Τέλος, οφείλουμε ιδιαιτέρως να τονίσουμε, ότι σε τίποτε απολύτως δεν υστέρησε ο Ελληνισμός του Βορρά, έναντι αυτού του Νότου, ούτε σε ανδρεία ούτε σε αγώνες ούτε σε θυσίες ούτε σε πατριωτισμό! Και τα γεγονότα του παρελθόντος δεν τα μελετούμε για να βασανίζουμε απλά το μυαλό μας ή να περνούμε την ώρα μας, αλλά γιατί, γνωρίζοντας το παρελθόν, αντιλαμβανόμαστε καλύτερα το παρόν και έτσι, μπορούμε να ιχνηλατήσουμε με κάποια σχετική ασφάλεια το μέλλον.