ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΓΩΝΙΑ
Γράφει: Ιω. Α. Καλιαμπός
Ήταν Απρίλης (15-16) του 1941, όταν το Κάστρο «επεσε», στους Γερμανούς.
Οι Γερμανοί έστησαν το πολυβολείο στον Σκαλάτο, περιοχή Λεπτοκαρυάς, ανάμεσα σε Τοπόλιανη και Λεπτοκαρυά (κτήμα βακούφικο). Οι Νεοζηλανδοί μάχονταν από το Κάστρο. Μετά τη μάχη, αποχώρησαν και οι Γερμανοί κατευθύνθηκαν προς Τέμπη και Λάρισα. Θυμάμαι κι εγώ (ήμουνα στα 6) την τροχιά της λάμψης που σχημάτιζαν τα βλήματα (σφαίρες και οβίδες) που πέφτανε, άλλα στο Κάστρο και άλλα (αδέσποτα) στο χωριό.
Ο Γιώργος Οικονόμου μου δίνει σχετική συνέντευξη στις 17 Νοεμβρίου 1981.
Θυμίζει, σχετικά, τα λάφυρα που άφησαν οι Νεοζηλανδοί μετά τη μάχη στο Κάστρο του Πλαταμώνα.
ΤΟΠΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ: Όταν ήρθαν οι Γιρμανοί, ιγώ ήμαν στου Κάστριου. Πήγα στου Κάστριου μι κατ’ άλλ’ Σκουτνιώτ’ κι μας σταμάτσαν οι Ιγγλέζ’. Πότι πχιάσκαν οι Γιρμανοί μι τς, Ιγγλέζ’. Έγλιπαν τζ’ Γιρμανοί που ‘ρχονταν απ’ του Βακούφκου.
-Πίσου. Σήμιρα δεν έχ’ να πιράστι.
Αυτοί πχιάσκαν. Οι Γιρμανοί είχαν φτάσ’ στου Λιφτουκαρίτκου. Πρώτα έβαλαν οι Ιγγλέζ’ απ’ του Κάστριου, μόλις οι Γιρμανοί πάτσαν του Ξηρουκάμ’. Έβαλαν οι Ιγγλέζ’ πρώτα κι γιρούστσαν μι τα αεροπλάνα οι Γιρμανοί. Γίνουνταν χαμός. Όταν πήγα ιγώ κάτ’ να βρω τα πιδιά που ’χαν τα πρόβατα. Ήμασταν μι του Γιώρ’ του Συντριβάν’. Μέσ’ στα στιάργια γυρίζαμι κι απού παναθέ μας έριχναν οβίδις. Αλλά δε μας πήραν (οι σφαίρες).
Φύγαμι, βγήκαμι σ’ τς Κότρις του βράδ, κι απού κει ζ ντ Ντούμπα.
Απ’ του Κάστριου για λάφυρου πήρα ένα πατόφκιαρου. Του ‘χαμι στου μαντρί, θυμάμι. Ι Συντριβάντζ πήρι ένα βαρέλ’ μι λάδ’ (πετρέλαιο). Άλλ’ φουρά πήραμι συρματοπλέγματα, σφαίρες. Οι Ιγγλέζ’ είχαν αποθήκες (. . . ρουχισμό, κουβέρτις, όπλα, ρολόγια).
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ: Όταν ήρθαν οι Γερμανοί στα μέρη μας, εγώ βρισκόμουνα στην περιοχή του Κάστρου (Πλαταμώνας). Πήγα εκεί με μια παρέα. Με κάτι άλλους Σκοτινιώτες. Και οι Εγγλέζοι μας σταμάτησαν δεν μας επέτρεψαν να πλησιάσουμε. Βλέπανε αυτοί τους Γερμανούς που καταφτάνανε από το βακούφικο κτήμα.
-Πίσω, σήμερα δεν επιτρέπεται να περάσετε.
Αυτοί, Γερμανοί και Εγγλέζοι, πιάστηκαν σε μάχη μεταξύ τους. Ήδη οι Γερμανοί προχώρησαν. Είχαν φτάσει στο έδαφος της Λεπτοκαρυάς. Πρώτοι που βάλανε πυρ ήταν οι Εγγλέζοι, μόλις οι Γερμανοί πάτησαν στο Ξηροκάμπι το δικό μας. Βάλανε πυρ πρώτα οι Εγγλέζοι και οι Γερμανοί ορμούν με τα αεροπλάνα. Μάχη, χαμός Κυρίου. Ήταν η ώρα που πήγα εγώ φαγητό στα παιδιά με τα πρόβατα. Συντροφιά είχα τον Γιώργο Συντριβάνη. Περπατούσαμε μέσα στα σιτάρια και οι οβίδες πέφτανε φωτά κατεπάνω μας. Ευτυχώς που οι σφαίρες δε μας πέτυχαν.
Απομακρυνθήκαμε από ‘κεί, ανηφορίσαμε προς τις Κότρες και από ‘κεί στην Τούμπα.
Για λάφυρο πήρα ένα πατόφκιαρο, το οποίο το κρατούσαμε στο μαντρί. Ο Συντριβάνης, από όσο θυμάμαι, πήρε ένα βαρέλι με πετρέλαιο. Άλλη φορά πήραμε άλλα λάφυρα (συρματοπλέγματα, σφαίρες κλπ).
Οι Εγγλέζοι φύλαγαν στις αποθήκες ρουχισμό, κουβέρτες, όπλα, ρολόγια.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ειδικά για τον Σκαρλάτο, η Όλγα Βαγγελάκινα (1914-2009) σε συνέντευξη της 25 Αγούστου 1996 τονίζει: «Στου Σκαρλάτου είχαν φυλάκιου οι Γιρμανοί…Ένα κουρίτσ΄ τς Νάσινας Συντριβάνινας έφιγνι μι του δαδί. Είδι ι Σκαλλάτους απ’ τ΄Λιφτουκαρυά κι λέει «αντάρτις είνι»…Ήταν καραούλ΄ιδώ ψηλά. Του σκότουσαν του κουρίτσ΄, του έβγαλαν τα άντιρα όξου. Ουβίδα ήρθι απ’ του Σκαρλάτου». (Οι Γερμανοί είχαν φυλάκιο στην τοποθεσία «Σκαρλάτος» στη Λεπτοκαρυά. Στην Κάτω Σκοτίνα ένα κορίτσι του Θανάση Συντριβάνη βάδιζε με το δαδί στο χέρι. Από τον Σκαρλάτο παρατηρούν φως και υποψιάζονται ότι εκεί υπάρχουν αντάρτες. Εξάλλου εδώ βρισκόμαστε σε ψηλό καραούλι. Έτσι, σκοτώθηκε το κορίτσι. Του βγήκαν τα έντερα έξω. Η οβίδα ήρθε από τον Σκαρλάτο»).