Φάνυ Κουντουριανού – Μανωλοπούλου
Κεφάλαιο 1ο
Ήχησαν χαρμόσυνα οι καμπάνες για τους πρώτους Χαιρετισμούς εκείνη την Παρασκευή του σωτηρίου έτους 1772 στη μικρή πολιτεία, τη σκαρφαλωμένη στις κρημνώδεις πλαγιές του Τιτάρου, στα 1200 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, στην πολίχνη την περιστοιχισμένη από βαθιά φαράγγια και βραχώδεις κατηφοριές, τοπίο τραχύ και ηγεμονικό, κατανυκτικό.
Η καστροπολιτεία με τα πέτρινα, στιβαρά σπίτια και τις γκρίζες στέγες από σχιστόλιθο με τις φανερές ξυλοδεσιές και τα τοξωτά υπέρθυρα αρμονικά δομημένα μες στο πλούσιο φυσικό, ορεινό, βραχώδες περιβάλλον, αστραποβολούσε από έναν αναιμικό μαρτιάτικο ήλιο πάνω στη στιλπνότητα του πάλλευκου χιονιού, που είχε βυθίσει το τραχύ Λιβάδι, το αρχοντοχωριό, την πάλαι ποτέ περραιβική Δωδώνη, κάτω από τους όγκους του.
Σ’ ένα από τα λιτά, λειτουργικά του σπίτια σφάδαζε από τις ωδίνες του τοκετού η Νικολέτα, μικρότερη αδελφή του έξαρχου Τόλιου Λάζου, από τους πιο επιφανείς, γενναίους και τιμημένους άνδρες, αρματολός στο καπετανάτο της Μηλιάς από το 1750 αναγνωρισμένος από τους Οθωμανούς, και σύζυγος του νεαρού Λιβαδιώτη Νικόλαου Ταρταγκέ, καπετάνιου στο Λιβάδι.
Καταγόταν από γενιά παλληκαριών, αδούλωτων στην ψυχή, που πάλευαν γι’ αυτό που φαινόταν ανέφικτο, για την ελευθερία, και είχαν εμποτισθεί με δύναμη και εγκαρτέρηση φυτεμένη στα κύτταρά τους. Από την ίδια στόφα ήταν και η νεαρή επίτοκος. Κι ο άνδρας της, κι αυτός ήταν εύτολμος και ανδρειωμένος αλλά και καρτερόψυχος.
Πώς θα μπορούσε λοιπόν η νεαρή ετοιμόγεννη να χαλάσει τον κόσμο από τις φωνές; Άχνα δεν βγήκε από το στόμα της όλες αυτές τις ώρες, που οι ωδίνες πότε ορμούσαν δυνατές και την άφηναν ξέπνοη και πότε αμβλύνονταν και της επέτρεπαν να πάρει ανάσα. Μες στην απλόχωρη κρεβατοκάμαρα με τα μεγάλα παράθυρα, όπου καδραριζόταν επιβλητικός και αιγλήεις ο χιονοσκέπαστος Όλυμπος, έμπαιναν και έβγαιναν φουριόζες ένα σωρό γυναίκες. Πρωτοστατούσε η πεθερά της Αγνή και η θείτσα Ρήνα, αξιοσέβαστη και τιμημένη στο χωριό, που είχε ξεγεννήσει τα τελευταία σαράντα χρόνια όλες τις Λιβαδιώτισσες.
Η Νικολέτα μες στις φλοκάτες, με τις λυμένες πλεξούδες να κολλούν στο κάθιδρο πρόσωπο, με τα μάτια διεσταλμένα από τον πόνο και την αγωνία, με συνέλιξη του νου να κατανοήσει το μυστήριο της ζωής, στο οποίο εκείνη πρωταγωνιστούσε, αμίλητη αλλά βαρυαλγούσα, άκουσε τις καμπάνες και αχνοχαμογέλασε.
Βιάστηκε να ρθει. Τώρα θα ΄μασταν όλοι στην εκκλησιά, πρόλαβε να πει κι ένας ανυπόφορος πόνος της έκοψε τη μιλιά κι ύστερα άλλος πιο οδυνηρός κι άλλος.. Της ξέφυγε ένα βογγητό κι η θείτσα Ρήνα κατάλαβε ότι ήλθε η ώρα. Με κοφτές προσταγές την καθοδηγούσε, κι εκείνη πειθήνια υπάκουγε, ανάσαινε, έσπρωχνε και σταματούσε, ώσπου ένα ωχρό, άτριχο αγοράκι, με μεγάλο μέτωπο και ορθάνοιχτα, τεράστια μαύρα μάτια, που κοίταζαν έκπληκτα τον αφιλόξενο κόσμο έξω από τη ζεστασιά και τη γαλήνη της μήτρας, κλαίγοντας ήλθε στη ζωή.
Το πήρε με άπειρη τρυφερότητα στην αγκαλιά η γιαγιά του Αγνή, το έπλυνε και το σκούπισε, το φάσκιωσε κι έτρεξε πρώτα να το παραδώσει στο γυιο της, που τον είχε φάει η αγωνία καθισμένο στην καλή κάμαρη, στον μουσαφίρ οντά, με το σοφαρλίκι στρωμμένο με καλλιτεχνικά υφαντά, μαζί με τον πατέρα του και τον κουμπάρο τους κοντά στο αστραφτερό, μπακιρένιο μαγκάλι, να τους ζεσταίνει την ψυχή και το σώμα με την κατακόκκινη σπινθηροβολούσα ανθρακιά του.
– Να μας ζήσει ο πρωτογυιός, του είπε με καμάρι. Να μεγαλώσει, να γενεί μεγάλο παλληκάρι, ν΄ αρματωθεί με το σπαθί, να λιοντοπολεμήσει, να πάρει χάρες και χαρές, να βρει και κόρην όμορφη, να ζήσουν, να γεράσουν, σαν του προβάτου το μαλλί ν’ ασπρίσουν τα μαλλιά τους.
Γέλασε ανακουφισμένος ο γυιος της Αγνής, ο ψυχωμένος Νικόλαος. Σήκωσε ψηλά το μωρό, το κοίταζε χαμογελαστός και το καμάρωνε, όταν εκείνο άνοιξε ξαφνικά τα τεράστια μαύρα, απορημένα του μάτια κι έσκασε ένα χαμόγελο, του ο πατέρας του θεώρησε ότι απευθύνεται σ’ αυτόν κι εκστασιάσθηκε. Γέλασε τρανταχτά ενθουσιασμένος «Τ’ αγγέλου του γελάει», τον προσγείωσε η μάννα του.
Πήρε βιαστικά το μωρό, ανέβηκε την ξύλινη σκάλα προσεκτικά με το πολύτιμο πλάσμα στα χέρια και τ’ απίθωσε στην αγκαλιά της νύφης της, που την είχε συγυρίσει η θεία Ρήνα κι έτσι φρεσκοπλυμένη και καθαρή, αποκαμωμένη και ευτυχής, που είχε αίσια έκβαση η φονική ώρα του τοκετού, καρτερούσε να σφίξει στην αγκαλιά της το σπλάχνο της. Ο ευτυχής πατέρας βγήκε έξω στην αυλή, γέμισε το καρυοφύλλι του χρυσά φλωριά και τράβηξε τη σκανδάλη.
Γέμισε ο τόπος λίρες και κουμπουριές , καθώς τα παλληκάρια του έριξαν και αυτά προς τον ουρανό, τιμητικό χαιρετισμό προς τον μελλοντικό καπετάνιο.
Όλο το χωριό παρήλασε από το σπίτι της πρωτόγεννης. Γειτόνισσες, φίλες της λεχώνας, συγγένισσες των πεθερικών, όλες χαμογελαστές, νοικοκυρεμένες, ευπρεπείς, με ένα λιγγέρι στο χέρι σκεπασμένο με κατάλευκη υφαντή πετσέτα, που έκρυβε πότε ένα αχνιστό πλαστό ψωμί, πότε ένα λόφο χρυσαφένιες τραγανές λαγγίτες, πότε μια μπλάνα τυρί ἠ κουλιάστρα, πρωτόγαλα, πότε γλυκό ρύζι με καβουρντισμένο φιδέ ή ό,τι άλλο πεσκέσι πρόσφερε η αγάπη τους. Διέσχιζαν αλαφροπάτητες τα χιονισμένα στενά σοκάκια του χωριού και χτυπούσαν το σιδερένιο ρόπτρο της βαριάς ξύλινης εξώπορτας.
Τις καλοδεχόταν η πεθερά Αγνή στο παστρεμένο σπίτι, όπου όλα άστραφταν από καθαριότητα από τα υφαντά στον αργαλειό πολύχρωμα κιλίμια ως τους χάλκινους τεντζερέδες. Με τον καφέ και το γλυκό το ρίχναν στο μου(χ)αμπέτι. Όταν οι νεαρές φίλες της λεχώνας έμπαιναν στο νυφιάτικο δωμάτιο να δουν το μωρό και τη λεχώνα, η γιαγιά Αγνή σκάρωνε μάνι μάνι χτυπητές πίτες, μπατούτες, και τις πρόσφερε ζεστές στο σοφρά, στο καθημερινό δωμάτιο, το καθιστικό, όπου έτρωγε και η οικογένεια.
Εκεί συνέχιζαν με κέφι το κουβεντολόι με κρίσεις κι επικρίσεις, με συμπάθεια για τους κρινόμενους ή με κακεντρέχεια αλλά πάντα με νοιάξιμο για τους άλλους και για όσα φέρνει η ζωή. Από τα τρία τεράστια παράθυρα αυτού του μεγάλου δωματίου, όπου χτυπούσε η καρδιά όλης της οικογένειας, έμπαινε γλυκά το φως της μέρας, πάνστιλβο, τερπνό, δυναμωμένο από τις ανταύγειες του αγνού χιονιού και φώτιζε τα εργόχειρα των γυναικών, που δεν εννοούσαν να χάσουν ούτε μια δημιουργική ώρα.
Κάποιες ήταν κόρες της παντρειάς και κεντούσαν την προίκα τους, κάποιες ήταν μάννες με θυγατέρες σε ηλικία γάμου κι έπλεκαν προικιά. Στο τζάκι τριζοβολούσαν τα κούτσουρα, φώτιζε τα πρόσωπα η φωτιά, ζέσταινε τις καρδιές, έκαιγε νοερά τα μίση και τα πάθη. Καθαρτικός ο ρόλος της φωτιάς.
Συνεχίζεται…