Φάνυ Κουντουριανού – Μανωλοπούλου
Κεφάλαιο 2ο
Στη βάπτιση του μικρού Γεωργάκη το καλοκαίρι του 1772 παραβρέθηκε και ο επίσκοπος Πέτρας και Λιβαδίου Ιωνάς, ο οποίος είχε μεταφέρει την έδρα του στο Λιβάδι. Η επισκοπή αυτή, γνωστή από τον ΙΒ΄ αιώνα, είχε έδρα της κυρίως τη Μονή Πέτρας. Αυτή όμως την περίοδο, που το Λιβάδι ανθεί, οι κάτοικοί του ευημερούν και τελεί σε καθεστώς ημιανεξαρτησίας, μακριά από τις αρπακτικές ορέξεις και τις επιδρομές των Τούρκων, το Λιβάδι είναι μια έπαλξη εθνική, και ο επίσκοπος εγκαθίσταται εκεί, ασφαλής υπό την προστασία των αρματόρων του, κρατώντας κι ένα κατάλυμα στη Μονή Πέτρας κι ένα άλλο στην Αγία Τριάδα.
Οι επίσκοποι ιερουργούσαν στο ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κι εκεί βαπτίσθηκε ο Γεωργάκης, σε μια υποβλητική ατμόσφαιρα κάτω από το ιλαρό και πράο βλέμμα του Χριστού και από το χορό των αγίων, που ιστορούνταν σε ωραίες τοιχογραφίες. Παρόντες ο γέρο Ζήδρος, υπεραιωνόβιος, στητός και ακμαίος, το καύχημα της κλεφτουριάς, με την άσπρη του φουστανέλα, το καλπάκι του και το παχύ στριφτό του μουστάκι, ο θείος του νεοφώτιστου έξαρχος Λάζος και οι τέσσερεις γυιοι του, όλο το Λαζοσόι και όλο το Ταρταγκέικο μαζί με φίλους και συντοπίτες. Γιόρτασαν την είσοδο του νεαρού βλαστού στην ποίμνη του Χριστού μ’ ένα τρικούβερτο γλέντι, όπου ήχησαν εκτός από τις καμπάνες και πανηγυρικοί πυροβολισμοί, μαζί με τα νταούλια, τη γκάιντα και τα εκκωφαντικά κλαρίνα, που συνόδευαν τα σουβλιστά αρνιά και τις μερακλίδικες πίτες.
Ο Γεωργάκης, μοναχογυιός, μεγάλωνε με την ακριβή αγάπη και την τρυφερότητα των δικών του, που δεν φείδονταν όμως και σε παρατηρήσεις με ύφος αυστηρό για να βάζουν όρια στην ορμητική φύση του αγοριού, που έδειχνε μια πρώιμη φούρια για ζωή. Πιο αυστηρός ο καπετάνιος πατέρας του, που φοβόταν ότι τα χάδια και τα κανακέματα της γυναίκας του και της μάννας του μπορούσαν να εκθηλύνουν το παιδί του. Ο νεαρός βλαστός, προικισμένος με εξαιρετικά γονίδια και από τους δύο γονείς αύξαινε στην αρετή, στη γνώση και στη χάρη. Η γνήσια, βαθιά αγάπη, η αρχοντική, η χωρίς αντιπαροχή, η απαλλαγμένη από φιλαυτία και εγωκεντρισμούς, ποτέ δε βλάπτει και ο Γεωργάκης, που τη δεχόταν αφειδώς από όλους τους οικείους του, την ενδυόταν σαν αλεξίσφαιρη αρματωσιά της ψυχής. Από τις πρώτες φράσεις οι οποίες εντυπώθηκαν στο άγουρο μυαλό του, που εκστασιαζὀταν με τα θαύματα της ζωής και προσπαθούσε να τα ταξινομήσει μέσα του τα βράδια, που ο αγέρας συθέμελα συγκλόνιζε το χωριό, δίπλα στο αναμμένο τζάκι, ανάμεσα στα παραμύθια της γιαγιάς και στα τραγούδια της μάννας, στο φιλτραρισμένο λόγο του πατέρα, στην άφατη μυσταγωγία της οικογενειακής ζωής, κάτω από την τρεμάμενη φλόγα του καντηλιού και τις πορτοκαλιές γλώσσες της φωτιάς, ήταν η φράση της γιαγιάς Αγνής στα βλάχικα: Σι στάι μπούνου, να στέκεσαι καλά, να είσαι υπόδειγμα. Και με τη μόνιμη επωδό του πατέρα του ¨κοίτα καλά μη μας ντροπιάσεις¨, το παιδί έμαθε ως τα κατάβαθα της ύπαρξής του το πρωτεύθυνον, να είναι πρόσωπο με ευθύνη και αξιοπρέπεια, ύπαρξη κοινωνίας και όχι διάσπασης.
Από τη μάννα του πήρε την ακράδαντη πίστη στο Θεό, την ανωτέρας ποιότητος αγάπη, καθώς την έβλεπε με τα παιδικά του μάτια λουσμένη στο φως Του, που ξεχυνόταν από μέσα της σαν δικό της φως και διαχεόταν στους γύρω της. Η μάννα του δεν ζητούσε ποτέ ανταπόδοση. Μόνο προσφερόταν ολοκληρωτικά μέχρις αυτοθυσίας. Την έβλεπε να λειτουργεί με σεβασμό προς όλους, αφανής, σιωπηλή, αθόρυβη, σεμνή, ανείπωτα όμορφη παρουσία, να μην κρίνει ποτέ, να αποφεύγει τους επαίνους, να αποποιείται το θέλημά της και να εγκαταλείπεται στο θέλημα του Θεού, να αποδέχεται τις δοκιμασίες, να δοξολογεί συνεχώς το Θεό, ποιότητες μιας εκλεκτής ψυχής που τις κληρονόμησε και ο Γεωργάκης. Έμαθε από μικρός να είναι ελεύθερος κι ας γεννήθηκε δουλωμένος, ραγιάς, γιατί είχε νωρίς αποδεσμευθεί από το «εγώ», όπως και η μάννα του, έκανε εξ απαλών ονύχων έξοδο από τον εαυτό του προς τους άλλους και προς μια υπέρτατη ιδέα, την ελευθερία της πατρίδας. Το θυσιαστικό πνεύμα της μητέρας του, η ψυχική αγνότητα, η πνευματική ευαισθησία, το φιλότιμο, η απλότητα, η ανιδιοτέλεια, η τιμιότητα πέρασαν αυτούσια από τη μητέρα στο γόνο της και χαρακτήριζαν τον Γεωργάκη από την πρώτη παιδική του ηλικία, κι όσο αύξαινε αυτός με τον άχρονο χρόνο της παιδικής ηλικίας, τόσο γιγαντώνονταν και οι αρετές του.
Όταν έχασε τη μητέρα του, παιδί ακόμη, ο κόσμος του αναποδογυρίστηκε, η ύπαρξή του γκρεμίστηκε συθέμελα. Αλλά είχε γερή ψυχική αρματωσιά και δεν θεομάχησε ούτε στιγμή. Αποδέχθηκε με εγκαρτέρηση το αναπόφευκτο, ενώ τηκόταν, έλειωνε από πόνο. Πίστευε με άσφαλτη βεβαιότητα ότι η μητέρα του μετέχει της άληκτης ευδαιμονίας στην αιωνιότητα, κοντά στο Σωτήρα Χριστό και μούσκευε τα βράδια το παιδικό μαξιλάρι, προσευχόμενος με παιδική αγνότητα γι’ αυτό. Καιγόταν η καρδιά του από τη θέρμη της προσευχής και οι κρουνοί των δακρύων παραμυθούσαν την ψυχή του. Μόνον έτσι ξέφευγε από την ενδοστρέφεια, μην καταντήσει ένας οχυρωμένος εαυτός, όπου τον ωθούσε ο πόνος και η διαπίστωση ότι όλα δανεικά τα έχουμε σ’ αυτή τη ζωή, ακόμη και τους ανθρώπους.
Η γιαγιά Αγνή, με τις μακριές φουστάνες της και την τρυφερή, δυο φορές μητρική αγκαλιά της, γινόταν το ασφαλές καταφύγιο, όταν η οδύνη της απουσίας της θελκτικής μάννας γινόταν αβάσταχτη. Πολλές φορές τις χειμωνιάτικες νύχτες, τις τόσο βαθιές, τόσο μυστηριώδεις, και κάποιες άλλες νύχτες γκρίζες, σχεδόν λευκές, όταν ο άνεμος βογγούσε και λυσσομανούσε πάνω από τις στέγες και ούρλιαζε στα πεθαμένα φύλλα των δένδρων, και τα κούτσουρα τριζοβολούσαν στο τζάκι, το παιδί αναπολούσε τη ζεστασιά της μητρικής αγκαλιάς, τη μυρωδιά του σαπουνιού στα φρεσκολουσμένα της μαλλιά, τον τρυφερό ψίθυρο της φωνής, που τον καθησύχαζε, ξανάβλεπε εκείνα τα στοργικά, καστανά μάτια, τα διορατικά, που τον κοίταζαν πονεμένα σα να διαισθάνονταν ότι γρήγορα θα τον άφηναν ορφανό.
Η ασφάλεια του πατρικού σπιτιού, που το καστροτοίχιζε η λεβέντικη κορμοστασιά του πατέρα, η ανδρεία του, τ΄ άρματά του, τα δυνατά του χέρια, που τον ανασήκωναν ψηλά, το τσιγκελωτό του μουστάκι, που τον γαργαλούσε τις ελάχιστες φορές που τον φίλησε στο μάγουλο, το αυστηρό του βλέμμα που άστραφτε μέσα στα μεγάλα, φαιά, σαν φθινοπωρινά φύλλα, μάτια του και το πλατύ, όλο επιδοκιμασία χαμόγελό του, όταν τον καμάρωνε και επιδοκίμαζε κάποια πράξη του, οι γεμάτες καμάρι αφηγήσεις της γιαγιάς για τις ηρωικές πράξεις του πατέρα αλλά και του θείου του Τόλιου Λάζου και των πρωτοξαδέρφων του, που πολεμούσαν τους τυράννους στα βουνά και στις θάλασσες αήττητοι, όλα αυτά ήταν σχολείο για το Γεωργάκη. Από το σπίτι με την απλότητα και λειτουργικότητά του, την αρμονία και τη ζεστασιά του, από τα αντικείμενα, που κανένα δεν περίσσευε και το καθετί είχε τη σειρά και τη θέση του, ως τους ανθρώπους με τα μικρά ελαττώματα και τις μεγάλες αρετές τους.
Οι άνθρωποι, που σημάδεψαν το μικρό Γεωργάκη και τον παιδαγώγησαν με το ήθος τους, εκτός από τους γονείς, τους παππούδες, και τους ευρύτερους συγγενείς του, ήταν και οι γέροντες του χωριού και οι γερόντισσες με την κατασταλαγμένη πείρα της ζωής και τις σοφές ρήσεις τους. Οι περισσότεροι ήταν ολιγογράμματοι αλλά η ψυχή τους είχε καλλιεργηθεί και μορφοποιηθεί από τις αξίες της κλειστής τους κοινωνίας, είχαν μάθει να μοιράζονται τα συναισθήματα, τις χαρές και τις λύπες με τους άλλους, να την κατασκευάζουν μόνοι τους την ευτυχία, αντί να την κυνηγούν, ήξεραν ότι ακόμα και η τρίχα έχει τη σκιά της, ήξεραν να σέβονται το κάθε πρόσωπο, είχαν μπει στο ρέμα του ποταμού της εκκλησίας του Χριστού, χωρίς ν’ αντιστέκονται, ίσα ίσα που ξέκοβαν ευεργετικά νάματα και τα γύριζαν προς τον εαυτό τους και τρέφονταν συνεχώς με καινούρια και αέναη δύναμη. Όλα αυτά τα κατασκαμμένα από το χρόνο πρόσωπα, το ήθος τους, οι συμπεριφορές τους, ήταν πανεπιστημιακά συγγράμματα για το Γεωργάκη και τους συνομηλίκους του, καθώς έρρεε από τα βάθη της ψυχής τους, σαν ένας έκπαγλος ήλιος, ένας χείμαρρος ζεστασιάς και μια χαϊδευτική καλοσύνη. Οι καπεταναίοι, που σύχναζαν στο σπίτι του, ο γέρο Ζήδρος, ο θείος του Λάζος, ο παπά Ευθύμιος Βλαχάβας, όλοι πρότυπα παλληκαριάς, αγωνιστικότητας, ήθους, ευγένειας, φιλοπατρίας, με τους λόγους, με τις πράξεις και πιο πολύ με τη φυσική τους παρουσία έβαλαν ανεξίτηλη σφραγίδα στην παιδική ψυχή του Γεωργάκη. Αλλά και όλοι οι χωριανοί, όσοι ζούσαν στον Όλυμπο και ανέπνεαν τον καθαρό αέρα του, τον αμόλυντο από χνώτο Τούρκου, σχεδόν αδούλωτοι, είχαν πιο ελεύθερο φρόνημα από τους δουλωμένους στις πεδιάδες.
Τον υπέροχο χαρακτήρα του ο Γεωργάκης τον έχτισε και στα παιχνίδια με τους συνομηλίκους του, όταν στον πετροπόλεμο με αντιπάλους τα παιδιά της άλλης ενορίας ασκούνταν από νωρίς στη ¨στρατιωτική ζωή¨ και στην πολεμική τέχνη. Έμαθε από παιδάκι του δημοτικού να καταστρώνει επιτελικά σχέδια, να μοιράζει ρόλους στην ομάδα, να τον αναγνωρίζουν οι συνομήλικοι και οι λίγο μεγαλύτεροι ως αρχηγό, καθώς ήταν ευφυέστατος, είχε μάτι γρήγορο κι αντιδράσεις ταχύτατες και τους ξεπερνούσε όλους όχι μόνο στο μυαλό και στις καινούριες ιδέες που κατέθετε στην παρέα αλλά και με τον δίκαιο και έντιμο χαρακτήρα του, με την ευθύτητα και την καλοσύνη του, τη συνέπεια και την ταπεινοφροσύνη του, υπερείχε κατά πολύ των συντρόφων του. Οι επιχειρήσεις τους εκτείνονταν σε όλη την καστροπολιτεία, ενώ το στρατηγείο τους το είχαν απλώσει στο μισό χωριό, που έπρεπε να το θεωρεί άβατο η ομάδα των παιδιών της άλλης ενορίας. Πολλές φορές γύρισε νικητής στο σπίτι αλλά με καταματωμένο το κοντοκουρεμένο του κεφάλι έτρεχε και κρυβόταν στις μακριές φουστάνες και στο πιστιμάλι της γιαγιάς Αγνής, μην τον δει η μάννα του και τη στενοχωρήσει, κι η γιαγιά τον αγκάλιαζε σφιχτά, του ’ριχνε κόκκινο καυτερό πιπέρι ως αντισηπτικό στις πληγές κι εκείνος αντιμετώπιζε το έντονο τσούξιμο, που ’κανε τα μάτια του να δακρύζουν αθέλητα, χωρίς να του ξεφεύγει ούτε ένα ωχ από τα σφιγμένα δόντια× κι η γιαγιά τον θαύμαζε, τον φιλούσε και του ’λεγε βλάχικα ¨πούλιου, φιτσουρίκλου α μέου».
Άλλο πεδίο μάχης ήταν το χιονισμένο απαστράπτον τοπίο, που προσκαλούσε για πολλούς μήνες το χρόνο σε χιονοπόλεμο. Έπαιζαν στο κατάλευκο παγωμένο χιόνι μέχρι τελικής πτώσεως, αναψοκοκκίνιζαν τα μάγουλα, ο καθαρός βουνίσιος αέρας τους αναζωογονούσε, καθάριζε το μυαλό και το ’κανε πιο ευέλικτο, ικανό να συλλαμβάνει και τα υψηλά και τα βαθιά, κυλιούνταν στην παρθενική ασπιλοσύνη του χιονιού και πάλευαν χαρούμενα, λυτρωτικά, εκτόνωναν την εκρηκτική τους ενέργεια με την κίνηση, το ρυθμό, και με την ελευθερία του παιχνιδιού διαμόρφωναν χαρακτήρα, έκτιζαν και δομούσαν την προσωπικότητά τους αργά και ανεπαίσθητα κι ύστερα γύριζαν στο σπίτι κατάκοπα να φάνε και να κοιμηθούν. Σ’ έναν τέτοιο χιονοπόλεμο ο επτάχρονος Γεωργάκης ερωτεύθηκε την εξάχρονη Κατινούλα. Ήταν ένα όμορφο κοριτσάκι με γαλάζια μάτια σα λίμνες στο στρογγυλό ροδομάγουλο πρόσωπο, που το στεφάνωναν δυο καστανόξανθες, χονδρές πλεξούδες. Χωρίς να θέλει τη χτύπησε με μια σφιχτοπλασμένη χιονόμπαλα, που προοριζόταν για ένα αγόρι, κι εκείνη γλίστρησε κι έπεσε. Έτρεξε να τη σηκώσει ιπποτικός, ενώ το άλλο αγόρι έσκαγε στα γέλια. Το κοριτσάκι έκλαιγε σπαρακτικά από πόνο κι από ντροπή, κι ο Γεωργάκης συντετριμμένος της ψιθύριζε ¨συμπάθα με, συμπάθα με, δεν το ‘θελα¨ και κρατώντας την από το χεράκι τρυφερά τη συνόδευσε στο σπίτι της. Από τότε την είχε υπό την προστασία του, δεν την έβγαζε από τη καρδιά και το νου του ούτε στιγμή. Ήταν η μεγάλη ρίζα, που τον τροφοδοτούσε, ώσπου έφυγε στα ξένα κι άλλες αγάπες ξεθώριασαν αυτή την πρώτη, αγνή αγάπη. Τότε όμως τα μάτια του είχαν βρει, χάρη σ’ αυτό τον έρωτα, καινούριο τρόπο να κοιτούν τα πάντα.
Πολύ συχνά η ομάδα των παιδιών χωριζόταν στα δύο κι οι μισοί παρίσταναν τους Κλέφτες κι οι άλλοι μισοί τους Τούρκους. Όλο το κεφαλοχώρι γινόταν ένα εκτεταμένο πεδίο επιχειρήσεων και πολλές φορές συγκρούονταν άγρια σε μάχη σώμα με σώμα με ξύλινα σπαθιά. Ο Γεωργάκης πάντα ήταν Έλληνας και, καθώς ήταν από παιδάκι ηγετική φυσιογνωμία, παρόλη την καλοσύνη και την ευαισθησία του, αυτό γινόταν αυτονόητα αποδεκτό από την παρέα, και πάντα σ΄ αυτά τα παιδικά παιχνίδια νικούσαν οι Έλληνες, που κατατρόπωναν τους Τούρκους, κυρίως χάρη στα ευφυέστατα στρατηγικά σχέδια του Γεωργάκη και στις τολμηρές επιθέσεις του. Τ’ άλλα παιδιά τον αγαπούσαν, τον σέβονταν και τον αποκαλούσαν Μεγαλέξανδρο. Στην παιδική ομήγυρη δεν υπήρξε ποτέ ανταγωνισμός ή φθόνος προς το πρόσωπό του× τους επιβαλλόταν με το ξύπνιο μυαλό του, την αγνή του καρδιά, τον ακέραιο χαρακτήρα του και την ορμητική και γενναία φύση του.
Μια από τις πιο σημαντικές πινελιές στον καμβά της προσωπικότητας του Γεωργάκη έβαλε το σχολείο κι οι φωτισμένοι του δάσκαλοι. Ο επίσκοπος Πέτρας και Λιβαδίου Ιωνάς, όπως και ο επίσκοπος Νεόφυτος πριν από αυτόν και ο επίσκοπος Αθανάσιος μετά από αυτόν και οι μεταγενέστεροι, όλοι επιτέλεσαν μεγάλο εθνικό και μορφωτικό έργο στην επαρχία που ποίμαιναν.
Έναν χρόνο μετά την ενθρόνισή του στην επισκοπή Πέτρας ο επίσκοπος Ιωνάς είχε υποδεχθεί έναν κοντακιανό μοναχό με μαύρα πυκνά γένεια, με φλογερή ματιά και εθνεγερτικό λόγο, με σκονισμένο ράσο και ταλαιπωρημένα τσαρουχοπάπουτσα, τον Κοσμά τον Αιτωλό, ο οποίος περιέτρεχε όλες τις χώρες της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου υπήρχε δουλωμένος ελληνισμός, αφύπνιζε τους ραγιάδες, έχτιζε σχολεία, αναβάθμιζε ηθικά και πνευματικά την εσκοτισμένη ποίμνη του Χριστού, τη βυθισμένη στην αμάθεια, και συντελούσε στην αναμόρφωσή της. Στην περιπλάνησή του στα 1765 πέρασε από τον Όλυμπο και είχε μακρές παθιασμένες συζητήσεις με τον επίσκοπο Ιωνά και το πνευματικό του ανάστημα, τον ιερομόναχο Άνθιμο, για την αξία της εκπαίδευσης και τη διάδοση της ελληνικής παιδείας ως προϋποθέσεις για την ανάσταση του Γένους και το φωτισμό του στο ζοφερό σκοτάδι.
Στα 1768 ο μοναχός Άνθιμος ίδρυσε Κοινό σχολείο στο Λιβάδι, που παρείχε τη στοιχειώδη μόρφωση αρχικά, αλλά γρήγορα αναβαθμίστηκε και προσέφερε ελληνοπαιδεία, χάρη σε μια ομάδα διανοούμενων που δίδασκαν με πάθος και φλόγα, χάρη στο φιλόσοφο και λάτρη του αρχαίου Σωκράτη , Ιωάννη Πέζαρο από τον Τύρναβο και στον φρόνιμο και με ευρύτατους πνευματικούς ορίζοντες Ιωνά Σπαρμιώτη. Αυτοί και άλλοι φωτισμένοι δάσκαλοι και διανοητές ανέστησαν πνευματικά γενιές ελληνοπαίδων και χάρισαν στην πατρίδα άνδρες διαποτισμένους από το χρέος, ενθουσιώδεις μαχητές σε κάθε ξεσηκωμό. Το ευρύ πνεύμα που διέκρινε το Γεωργάκη Ολύμπιο, το οικουμενικό, το παμβαλκανικό, όταν οι άλλοι οπλαρχηγοί ήταν περίκλειστοι, εγκλωβισμένοι στον μικρόκοσμό τους, εν πολλοίς ο Γεωργάκης το οφείλει στη διαπλάτυνση των οριζόντων του από τους δασκάλους του χωριού, που στάλαξαν στην ψυχή του το φως της ελευθερίας από κάθε ζυγό, ακόμη και από το ζυγό του ίδιου του εαυτού του και συνέβαλαν ν’ αναπτυχθεί στην ψυχή του κάτι πιο φωτεινό και ρηξικέλευθο, που του ’δινε αυτές τις εσώτατες προαισθήσεις για πράγματα υψηλά και μεγάλα. Κι έγινε πρωτομάρτυρας του απελευθερωτικού αγώνα, ένας ασυμβίβαστος μαχητής της ελευθερίας, ακαταμάχητος αρμάτορας, αθάνατος κι ωραίος.
Ο ακατάβλητος αρμάτορας – Μέρος Α΄ | Συνεχίζεται… |