Το έργο του Πλούταρχο, από τα Ηθικά του, για την Ευθυμία, για τη γαλήνη δηλαδή της ψυχής, τόσο στην επίτευξή της όσο και στη διατήρησή της, αποτελούσε και αποτελεί πολύ ενδιαφέρουσα ‘διατριβή’ και υπερσύγχρονη ψυχιατρική προσέγγιση, με εξαιρετικές επισημάνσεις και διαπιστώσεις που ποτέ δεν θα χάσουν την αξία και τη χρησιμότητά τους στη διαδρομή των αιώνων. Οι ταραγμένες ψυχές και τα θολωμένα μυαλά, τόσο στην αρχαιοελληνική όσο και στα μεταγενέστερα χρόνια στη δραματουργία και τα λογοτεχνικά έργα μέχρι και σήμερα, στοίχιωσαν, από τον ‘’Ηρακλή μαινόμενο’’ και την αυτοκτονία του Αίαντα τον Τελαμώνιου στην Τροία, μέχρι τη σφαγή των παιδιών από την ίδια τη μητέρα τους την Μήδεια ή το πλήθος των κακουργημάτων από τις ομαδικές ’’εκτελέσεις’’ των Αθηναίων τον Νικία από τους Σικελούς μέχρι τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, για να μην επεκταθούμε σε περισσότερες και εξίσου ωμές εκτελέσεις συνανθρώπων μας που μαυρίζουν την ψυχή μας σε καθημερινή βάση από τις οθόνες της τηλεόρασης και από τον τύπο.
Με τίτλο την Ευθυμία είχαν γράψει νωρίτερα από τον Πλούταρχο ο ατομικός φιλόσοφος Πλούταρχος και ο στωικός Ρόδιος, αλλά αναφορές τόσο στην Ευθυμία όσο και στην δυσθυμία είναι διάχυτες σε πολλά έργα της αρχαιοελληνικής Γραμματείας και στον Κικέρωνα και στον Σένεκα, και στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, ασφαλώς, μεταγενέστερα μέχρι και σήμερα.
Σ’ όλα αυτά η «Ευθυμία» είναι η γαλήνη της ψυχής, γιατί ‘’θυμός’’ δεν είναι η οργή, αλλά το κέντρο των συναισθημάτων, του ψυχισμού του ανθρώπου. Η λεπτή αυτή διάκριση της έννοιας την αντιδιαστέλλει τόσο από την οργή, όσο και από την χαρούμενη διάθεση του ανθρώπου (που μπορεί να εκδηλώνεται ακόμη και όταν τελεί υπό την επήρεια του οίνου).
Η Ευθυμία λοιπόν είναι η γαλήνη της ψυχής, όχι σαν απάθεια ή νιρβάνα, αλλά ως μια εσωτερική πληροφορία ότι ο εαυτός μου τα έχει απόλυτα καλά τόσο με τον ίδιο όσο και με το εξωτερικό του κόσμο!
Αναντίρρητα εξάγεται το συμπέρασμα ότι και αυτό το έργο του Πλούταρχου, που το μετέφρασαν και το σχολίασαν με εξαιρετική προσέγγιση και εμβρίθεια μεγάλα πνεύματα της Αναγέννησης, και αργότερα, από τον γάλλο ανθρωπιστή Άμκο μέχρι τον Αδαμάντιο Κοραή και πολλούς άλλους, δεν έχασε ούτε θα χάσει ποτέ τη χρησιμότητα και την επικαιρότητά του. Ιδιαίτερα, διανθισμένο με πλήθος παραδειγμάτων που αρύεται ο συγγραφέας με εξαιρετική άνεση και ταιριαστά από το μεγάλο καλάθι της αρχαιογνωσίας του, τεκμηριώνει πειστικότατα ό,τι θεωρητικά έχει αναπτύξει στο καθένα από τα είκοσι κεφάλαια αυτής της διατριβής του.
Στο ίδιο μήκος κύματος ο χριστιανισμός με πλήθος αναφορών, όπως με το «μακάριοι οι πραείς» ή με τις αποστροφές των Χαιρετισμών όπως «παύσαν τας ορμάς των παθών, σβέσον τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού…., τας της σαρκός ημών επαναστάσεις κατάστειλον και παν γαιάδες και υλικόν ημών φρόνιμο κοίμησιν» και άλλες πολλές, σε πλήρη αντιστοιχία με όσα υποστηρίζει ο Πλούταρχος εδώ, δικαιώνουν την απόλυτη σχέση της χριστιανικής υμνολογίας με την αρχαιοελληνική σοφία.
Είθε το παρόν έργο να αποτελέσει λύτρωση για τις ταραγμένες ψυχές, καταφύγιο ορθοφροσύνης και σταθερή πυξίδα στον ανέκαθεν κακοτράχαλο δρόμο της ζωής.
Γ.Α.Ρ.