Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Γνωστός ταλαντούχος και δημοφιλής ηθοποιός αποχώρησε πρόσφατα από την Αθήνα και την θεατρική παράσταση, και βρέθηκε στο Άγιο Όρος.
Μου θύμισε το ωραίο τραγουδάκι με τον Μανώλη Μητσιά,
«Χτύπα τρεις φορές κι αν κανείς δε σου μιλήσει,
χτύπα τρεις φορές κι αν κανένας δε φανεί,
έλα να με βρεις στου παράδεισου τη βρύση,
έλα για ν' ακούσεις της καρδιάς μου τη φωνή.
Όλο περπατάω μα που πάω, που να πάω;
Όνειρα κι αγάπες έχουν όλα προδοθεί.
Τώρα οδοιπόρος τραβάω για τ' Άγιον Όρος,
αχ τον κόσμο τούτονε τον έχω βαρεθεί».
Μου θύμισε και κάποιον άλλο, που κι αυτός ήθελε να πάει στο Άγιο Όρος.
‘Ήταν, λοιπόν, ένας νεαρός 18 ετών, που ήθελε να γίνει μοναχός. Οι φίλοι του προσπάθησαν να τον μεταπείσουν.
– Ξέρεις τι πας να κάνεις; Θα το μετανιώσεις! Τα πράγματα στο μοναστήρι είναι πολύ δύσκολα και η ζωή πολύ σκληρή. Εκεί δεν έχει ευκολίες, ούτε καφετέριες, ούτε γκόμενες, ούτε τις διασκεδάσεις που έχουμε εμείς.
Αυτός όμως επέμενε. Ήθελε οπωσδήποτε να γίνει μοναχός και ήταν αποφασισμένος για κάθε θυσία. Όπως το είπε, έτσι και το έκανε. Πήγε στο μοναστήρι και παρουσιάστηκε στον ηγούμενο της μονής. Κι εκείνος του είπε:
– Παιδί μου, καλωσόρισες στην οικογένειά μας. Θα πρέπει όμως να σου πω από την αρχή ότι εδώ στο μοναστήρι εμείς έχουμε τους δικούς μας κανόνες, οι οποίοι είναι πολύ αυστηροί. Αν θέλεις πράγματι να γίνεις μοναχός, πρέπει να τους τηρείς απόλυτα.
– Θα κάνω ότι μου πείτε, απάντησε ο νεαρός.
– Λοιπόν, άκουσε τι γίνεται εδώ. Έχεις δικαίωμα να μιλάς μόνο μια φορά κάθε 4 χρόνια, και να λες μόνο 2 λέξεις. Πήγαινε τώρα στο κελί σου!
Ένας παλιός μοναχός οδήγησε τον νεαρό στο κελί του.
Πέρασαν μερικές μέρες, πέρασε ο πρώτος μήνας, πέρασε ένα εξάμηνο, ένας χρόνος, δύο χρόνια, τρία χρόνια, τέσσερα χρόνια…
Στον τέταρτο χρόνο, όπως ήταν ο κανονισμός, παρουσιάστηκε στον ηγούμενο και λέει,
– Κρεβάτι σκληρό… (δύο λέξεις)
– Πήγαινε παιδί μου, ήταν η απάντηση του ηγούμενου.
Πέρασαν μερικές μέρες, πέρασε ο πρώτος μήνας, πέρασε ένα εξάμηνο, ένας χρόνος, δύο χρόνια, τρία χρόνια, τέσσερα χρόνια…
Στον τέταρτο χρόνο, όπως ήταν ο κανονισμός, παρουσιάστηκε στον ηγούμενο και λέει,
– Φαΐ λίγο…
– Πήγαινε παιδί μου, ήταν η απάντηση του ηγούμενου.
Τι να κάνει, υπάκουσε κι αυτήν τη φορά.
Πέρασαν μερικές μέρες, πέρασε ο πρώτος μήνας, πέρασε ένα εξάμηνο, ένας χρόνος, δύο χρόνια, τρία χρόνια, τέσσερα χρόνια.
Στον τέταρτο χρόνο, όπως ήταν ο κανονισμός, παρουσιάστηκε στον ηγούμενο και λέει,
– Δουλειά πολλή…
– Πήγαινε παιδί μου, ήταν η απάντηση του ηγούμενου για άλλη μια φορά.
Πέρασαν μερικές μέρες, πέρασε ο πρώτος μήνας, πέρασε ένα εξάμηνο, ένας χρόνος, δύο χρόνια, τρία χρόνια, τέσσερα χρόνια… άρχισαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του…
Στον τέταρτο χρόνο, όπως ήταν ο κανονισμός, παρουσιάστηκε στον ηγούμενο και λέει,
– Εγώ φεύγω…!