Του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει
του Κων/νου Τζέκη
“Γιατρέ σκότωσέ με διαφορετικά κινδυνεύεις να γίνεις ο δολοφόνος μου” αναφωνεί ο Κάφκα, χτυπημένος από ανίατη ασθένεια παρακαλώντας τον γιατρό του να του κάνει ευθανασία.
Περάσαμε και θα περάσουμε δύσκολες μήνες, μέρες και ώρες.
Κλεισμένοι για ενάμισι χρόνο στα διαμερίσματά μας, ανακαλύψαμε πως είναι αφιλόξενοι χώροι, χωρίς ούτε μια στιγμή ευχαρίστησης αλλά ούτε και καταφύγιο για να ξεκουραζόμαστε.
Ανακαλύψαμε ότι η γυναίκα μας δεν μαγειρεύει τόσο νόστιμα όσο το βρώμικο της γειτονιάς, ότι συμπεριφέρεται και αυτή απότομα, όπως εμείς, στερήθηκε το κομμωτήριο και το πεντικιούρ και μοιάζει με την απεριποίητη γυναίκα του γείτονά μας.
Τα παιδιά μας, στα κάγκελα, ο σκύλος μας εχθρικός, αφού του πιάσαμε τον καναπέ που αναπαύονταν σαν αφέντης που είναι στο σπίτι και χάθηκαν οι ουζομεζέδες, οι πεταχτές ματιές της σερβιτόρας που μας έστελνε στον καθρέφτη να βάλουμε σάλιο στα αραιά μας μαλλιά, τα πειράγματα των φίλων μας, για την πολιτική , την ομάδα μας και με τον καθημερινό εφιάλτη των νεκρώσιμων ανακοινώσεων της τηλεόρασης για εκατοντάδες νεκρούς και διασωληνωμένους.
Ξαφνικά μια χαραμάδα φωτός. Ένα εμβόλιο που μας γέμισε αμφιβολίες, αφού μπήκε ξαφνικά στη ζωή μας με αβέβαιο μέλλον και σε λίγο άρση των απαγορεύσεων. Ουσιαστικά το τελευταίο το χαρήκαμε παραπάνω, αφού σταματήσαμε να λέμε ψέματα στα μηχανήματα για το που θα πάμε και που θα σταθούμε.
Απελευθέρωση και γιούρια στις αλάνες. Στην επαρχία, στα νησιά, στην εξοχή.
Λες και μας άφησαν στο πάρκο χωρίς χαλινάρι και ξετρελαθήκαμε με το παιχνίδι. Λες και έφυγε από πάνω μας μια κατάρα. Μια αγχόνη, μια θανατική καταδίκη. Αισθανόμαστε ότι μπήκαμε ξαφνικά στον Παράδεισο.
Εκεί που παρακαλάγαμε το γιατρό μας να μας δώσει μια βεβαίωση ότι πάσχουμε από άσθμα για να αποφύγουμε τη μάσκα, σαν τότε με τη ζώνη ασφαλείας που οι μισοί κοντέψαμε να έχουμε βεβαιώσεις καρδιοπάθειας, εκεί που λέγαμε ψέματα στο μήνυμα της Γενικής Γραμματείας και πηγαίναμε στην ανυπόμονη γειτόνισσα που νομίζαμε ότι μας περίμενε αλλά αυτή τα πεσκέσια μας περίμενε, εκεί που ονειρευόμασταν μια ζωή στη φυλακή, αρχίσαμε να τραγουδάμε “Τη Ρωμιοσύνη μη την κλαίς, εκεί που πάει να σκύψει να την πετιέται απ’ την αρχή και ανδριεύει και θεριεύει” που λέει και ο Μίκης.
Ξαφνικά μια νέα είδηση μας πάγωσε. Κάηκε ολόκληρο το βουνό Γεράνεια στα Μέγαρα, επειδή κάποιος άνθρωπος ενενήντα χρονών έκαψε με εννιά μποφόρ, ξερόκλαδα και του ξέφυγε η φωτιά. Σιγά που δεν θα του ξέφευγε.
Αναρωτηθήκαμε με αγανάκτηση γιατί δεν σεβάστηκε στην απαγόρευση καύσης το θέρος και εκεί που σκεφτόμασταν πως θα μπορούσε να τιμωρηθεί ένας υπερήλικας, κάποιος μας σκούντησε και μας ρώτησε γιατί δεν φοράμε μάσκα στο πρόσωπο.
Του ρίξαμε μερικά φάσκελα συνοδευόμενα από κοσμητικά στοιχεία, όπως έλεγε και ο κυρ-δάσκαλος, αφού ήταν του χεριού μας και αναρωτηθήκαμε τι στο καλό θέλει να μας πει ο άνθρωπος. Να μας πει ότι είμαστε επικίνδυνοι; Εμείς που και τον ιό να κωλύσουμε θα τον κατασπαράξουμε; Δεν γνωρίζει την εξέλιξη του αρχαίου ρητού; “Ιός έδειξε Έλληνα και αντί Έλληνα πέθανε ο ιός”.
Γεμίζουν τα παιδιά μας τις πλατείες τις νύχτες σε πάρτι νυχτερινά αλλά εμείς αντί να κάνουμε μια κουβέντα μαζί τους, για την παράνομη συμμετοχή τους, αρνούμαστε να το πράξουμε αφού θα μας στείλουν τα παιδιά μας στον αγύριστο. Ύστερα θα μας απασχολούσε σοβαρά ποιόν έμοιασαν και είναι ανυπάκουα. Δεν πειράζει, σκαφτόμαστε, παιδιά είναι ας κάνουν και καμία πράξη ηρωικής αντίστασης.
Όχι παίζουμε!!!