του Πρώτου Επώνυμου Νεκρού του 21 στο Ολοκαύτωμα της Μονής του Σέκου (στη Μολδοβλαχία)
ΠΡΟΣΩΠΑ:
- Νικολέτα, μητέρα του Γιωργάκη
- Αγνή, γιαγιά του Γιωργάκη
- Αφηγητής
Μέρος Α – 1772 – 1780
(Αρχοντικό του Ταρταγκέ και της Νικολέτας Λάζου / γονέων του Γιωργάκη στο Λιβάδι. Ένα πρωινό η γιαγιά προς τη μάνα):
ΑΓΝΗ: Άσε μανούλα το παιδί χρυσόνειρο να κάνει, / άσε να φτάσει τα ζωή γιατί τώρα τη φθάνει. /Δε βλέπεις πώς χαμογελά μες στα ονείρατά του / κι η τύχη πώς χαροποιεί το νου και την καρδιά του;
ΜΑΝΑ: Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τούτο / μικρό – μικρό σου το ΄δωσα, μεγάλο δώσε μου το. / Τι η τουρκιά μας πλάκωσε τρακόσια πενήντα χρόνια, / δε θα κρατήσει το κακό παντοτινά κι αιώνια.
Η φάρα των Λαζαίων μας, ο έξαρχος ο Λάζος, / σεμνοπρεπώς «τα βρήκανε» με το γενάρχη Ζήτρο / τα΄αρματολίκι χώρισαν με έδρα το Λιβάδι, / και στη Μηλιά τον Πύργο τους έστησαν οι Λαζαίοι, / να εποπτεύ’ ο Ζήτρος μας μέχρι την Ελασσόνα / κι απ’ τη Μηλιά ο Λάζος μας μέχρι τον Πλαταμώνα.
ΑΓΝΗ: Αρμάτορας φαντάζεται στον ύπνο ο Γιωργάκης / καπετανάτου αρχηγός κι ας είν’ μικρό παιδάκι / μικρός – μικρός μοναχογιός, καμάρι των γονιών του / ξέχωρος στο παράστημα και στο μνημονικό του.
1780 – 1788
ΜΕΡΟΣ ΙΙ
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Με φωτισμένους δάσκαλους Πέζαρο και Σπαρμιώτη / και με βιβλία σχολικά του Άνθιμου Ολυμπτώτη / (σοφού παπά και δάσκαλου σε Άθω και Ευρώπη) / αρμάτωσε τη νιότη του με κλασική παιδεία / με Άλγεβρα και φυσική και με γεωμετρία, / με γαλλικά, λατινικά και με θεολογία, / με έξοχη ρητορική και με αστρονομία.
Ξύπνησ’ ο Γιώργος, ντύθηκε, πήγε για το Σχολείο,/ μα μέσα του λαμπάδιαζε ένα λαμπρό θηρίο,/ ήταν ο Μεγαλέξανδρος, γόνος των Μακεδόνων,/ ο πιο γενναίος βασιλιάς στη μνήμη των αιώνων,/που γάζωσε συθέμελα Πέρσες, Ινδούς και Πάρθους / συντρίβοντας τ’ ασκέρια τους και δήθεν «αθανάτους»./ Οι Πέρσες ήτανε παλιά μόνιμοι διαιρέτες / και μας ανάγκαζαν συχνά να γίνουμε επαίτες. /«διαίρει και βασίλευε» ήταν η τακτική τους / και μας ανάγκαζαν συχνά να πάμε στην αυλή τους . Το «μάστορα» τον βρήκανε στον Μεγαλέξανδρό μας / που μια για πάντα τσάκισε το δόλιο εχθρό μας. / Έτσι απαλλαχτήκαμε από τους βασιλιάδες,/ μα χρόνια τώρα έχουμε Σουλτάνους και πασάδες.
Αχ, και να ήταν μπορετό την ίδια τύχη να ‘χουν / οι μυσαροί κατακτητές «κακό τους χρόνο να ‘χουν».
Γεμάτος με αρματωσιά Πίστης και Ιστορίας / ανάμεικτη με αίσθηση βαθιάς φιλοσοφίας / απ’ Τα δεκάξι ο Γιώργος μας τελειώνει το Σχολείο / και ορφανός κατέφυγε στους θείους του στον Πύργο, / όπου εδώ το μάθημα είναι σκληρό κι ωραίο/ με δάσκαλο αρμάτορα το Γιάννη το Λαζαίο./
1788 – 1800
ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ
Κείνα τα χρόνια ο Αληπασάς, στο Γιάνενα σατράπης,/ επιδιώκει να γενεί μέγας αυτός δυνάστης,/ όμως το δρόμο του ‘φραξαν οι Τούρκοι και οι Γάλλοι,/ μ’ αυτός πολύ επέμενε όλους εμάς να πάρει / και με τα βιλαέτια του κρατίδιο να κάνει. /Του Ολύμπου οι αρματολοί δυνάστες δε διαλέγουν / και οι συγκρούσεις προχωρούν και τον Αλή παλεύουν. /Στην πρώτη τότε τη γραμμή ξεχώρισε ο Γιωργάκης, / ήρωας ακατάβλητος, για τους εχθρούς φαρμάκι. /
Ο Αλή πασάς, ο πονηρός , μ’ αρματολούς «τα βρίσκει» / μαζί να πολεμήσουνε ενάντια στους Τούρκους, / στο πίσω μέρος του μυαλού έχοντας κάτι άλλο / που θα ΄φερνε στους Έλληνες κακό πολύ μεγάλο:/ να αποφύγει τον κλειό που τώρα τον πιέζει / και να χτυπήσει εξ αρχής πάλι τους καπετάνιους.
1800-1815
Πολλοί μας κλέφτες στην αρχή έπεσαν στην παγίδα / και συμμαχήσανε μαζί μ’ Αλή, Μουχτάρ και σία,/ μα ο Γιωργάκης έπιασε το δόλο των πασάδων / και με τα παλικάρια του φεύγει προς τη Σερβία / με Καραγιώργη, Πέτροβιτς κι άλλους επαναστάτες,/ ενάντια στους τύραννους, βάρβαρους Ασιάτες. / Στο Στούβικ και την Όστροβα κατάλαβαν οι Τούρκοι /οθωμανοί αιμοχαρείς και στο στρατό μπουλούκι / το τι θα πει παλικαριά με ορκισμένους Σέρβους / και Έλληνες Ολύμπιους για χρόνια πληγωμένους με στέρηση της λευτεριάς, αυτού του οξυγόνου/ παντοτινού συστατικού στη μοίρα μας γραμμένου.
Το ‘μαθε κι ο Αλέξανδρος, το τσάρος της Ρωσίας, / που το Σουλτάνο πίεζε να μείνει στην Ασία,/ να μην πιέζει τους λαούς στη γη των Βαλκανίων,/ να πάψει να τους φέρεται σαν άγριο θηρίο./ Πολύ τον ενθουσίασαν τα τρόπαια του Γιωργάκη/ και στην ανδρεία του έδωσε βαθμό Συνταγματάρχη /το όνομα του Ολύμπιου να το ακούν οι Τούρκοι/ και σε φυγή να τρέπονται οι άγριοι γιουρούκοι.
Πάμπολλα ήταν στο εξής τα κατορθώματά του /πρώτος παντού στο χαλασμό χωρίς φόβο θανάτου /στο Βελιγράδι το λαμπρό, στο ξακουστό Βιδίνι/ στο Βουκουρέστι, σε Μονές, Γαλάτσι και Πλοέστι,/ άπιαστος στις καταδρομές, άφαντος όταν φεύγανε,/ παντού τον κάνει τον εχθρό πτώματα να μαζεύει./ « καταραμένε Έλληνα» γαυγίζουν οι Τούρκοι ασύλληπτο σαν βλέπουνε το Γιώργο οι Μαμελούκοι.
1815-1817
Η φήμη του απλώθηκε μες στις Ηγεμονίες/ κι ο Τσάρος τον επέλεξε να ‘ναι σε Συνεδρίες/ να συμμετάσχει και αυτός στη σύναξη της Βιέννης, /εκεί όπου κρινόταν η τύχη της Ευρώπης.
Εκεί ξανααντάμωσε και τη γλυκιά τη Στάνα,/ χήρα του Βέλκο Πέτροβιτς, του αδελφοποιητού του,/ που πλάι του πολέμαγε, μα βόλι των εχθρών τους / βαριά τον ετραυμάτισε κι ύστερα «εκοιμήθη».
Πρόλαβαν και τον έφεραν μέσα στο σπιτικό του/κι οι δυο τους ήταν μόνιμα πάν’ στο προσκέφαλό του./ Σε μια στιγμή ο Πέτροβιτς στο ρόγχο του θανάτου/ πιάνει τα χέρια και των δυο, της Στάνας και Γιωργάκη /και τους παντρεύει ο δύσμοιρος ζητώντας το για χάρη./Κι όμως παρά το γεγονός μιας σύννομης ιδέας/ ότι οι δυό τους ήτανε απ’ το θεό πλασμένοι,/ να ζουν αντάμα στο εξής βαθιά ερωτευμένοι,/ γιατί η Στάνα ήτανε μια άλλη Αφροδίτη/ και ο Γιωργάκης όμορφος όπως ο Πολυποίτης,/ στου έρωτα το βάσανο άντεξαν ένα χρόνο/ κι ύστερα επραγμάτωσαν τη βούληση του Βέλκο.
Πάμπλουτ’ η Στάνα Πέτροβιτς πέντε χιλιάδες λίρες /προσέφερε στον άνδρα της να θρέψει το στρατό του,/ μα η πιο μεγάλη δωρεά στ’ Ολύμπου το λιοντάρι/ ήταν τα δυο αγόρια τους με ομροφιά και χάρη./ Δεν ήταν πρόθεση «νονού» έτσι ν’ αποφασίσει/ Μιλάνο και Αλέξανδρο τους γιους του να βαπτίσει/ κατ’ είχε απ’ το όνειρο του Μέγα Μακεδόνα/ που έμειν’ ανεκπλήρωτο εκείνο τον αιώνα…
Ε ρε, Γιωργάκη Ολύμπιε, μεγάλε ονειροπόλε/ που είχες την πατρίδα σου ψηλότερα απ’ όλα / θα φανταζόσουν τα παιδιά σ’ ανατολή και δύση/ ελληνισμό και λευτεριά παντού να ‘χουν σκορπίσει… /Θ’ ονειρευόσουν τα παιδιά να φράζουν στους Γιουρούκους,/ στους βάρβαρους κατακτητές, τους άξεστους τους Τούρκους/ το δρόμο που τότε έφραξε ο Μεγαλέξανδρος μας,/ στους Πέρσες εις τον Γρανικό, Γαβγάμηλα και Νίσσα./ Σημαδιακά ονόματα δυό γιων ανδρειωμένου/ που είθε έτσι και αυτοί να δουν το πεπρωμένο./ Ο Αντισθένης έλεγε πως κέντρο της σοφίας/ βρίσκεται στα ονόματα, εκεί ‘ναι η ουσία.
ΓΑΡ
Συνεχίζεται..