Ήταν κάτι ψαράδες, επαγγελματίες, που με την τράτα τους κάθε φορά ψάρευαν 5-6 μέρες μακριά από το νησί, και διανυκτέρευαν πρόχειρα στο ύπαιθρο σε ένα μικρό ερημονήσι.
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
– Γιατί δεν κάνουμε ένα μικρό κατάλυμα εδώ στο νησάκι, να κοιμόμαστε σαν άνθρωποι;
Πράγματι, έφτιαξαν ένα μικρό σπιτάκι και το εξόπλισαν με τα στοιχειώδη απαραίτητα, κρεβάτια, μια κουζινίτσα, κλπ.
Ένας άλλος, θρησκευόμενος, πρότεινε και έχτισαν κι ένα μικρό άσπρο ξωκλήσι. Ως προς το όνομα που θα του έδιναν, πήγαν στο δεσπότη και του ζήτησαν να έλθει να κάνει την σχετική τελετή, τα θυρανοίξια όπως λέγονται, και να του δώσει και το όνομα.
Τη συμφωνημένη μέρα ο δεσπότης ήλθε ακολουθούμενος από το διάκο και ένα ψάλτη. Αφού έγινε η ψαλμωδία και η τελετή, οι ψαράδες είπαν στο Δεσπότη και την παρέα του,
– Εμείς τώρα θα φύγουμε για ψάρεμα και θα επιστρέψουμε αργά αύριο. Εσείς με την ησυχία σας ξεκουραστείτε απόψε, κι αύριο πρωί με το καλό επιστρέφετε στο νησί.
Τους έδειξαν τα δωμάτια και την κουζίνα, από όπου μοσχοβολούσε ωραία μυρωδιά φαγητού.
– Όταν πεινάσετε, σας έχουμε ετοιμάσει φαγητό, – φυσικά δικής μας παραγωγής, ψαρόσουπα κακαβιά με σέλινο και καρότα, και συναγρίδα στο φούρνο πλακί, με πατάτες, ντομάτες, μαϊντανό και σκόρδο.
Όταν έφυγαν οι ψαράδες, ο δεσπότης άνοιξε την πόρτα της κουζίνας, – θυρανοίξιο ήταν κι αυτό -, στο φούρνο μοσχομύριζε μια μεγάλη συναγρίδα 4-5 κιλά και στην κατσαρόλα άχνιζε ζεστή η ψαρόσουπα. Πρότεινε τότε,
– Σήμερα ας φάμε την ψαρόσουπα και τη γαρνιτούρα από το ψάρι, κι αύριο το πρωί, όποιος θα έχει δει στο όνειρό του το πιο μεγάλο πράγμα, αυτός θα το πάρει το ψάρι.
Οι άλλοι δύο δέχτηκαν κι αφού δείπνησαν την ψαρόσουπα και τη γαρνιτούρα από την συναγρίδα έπεσαν να κοιμηθούν.
Την άλλη μέρα το πρωί ο δεσπότης ρωτάει το διάκο,
– Τι όνειρο είδες, τέκνον μου;
– Είδα τη γέννηση του Χριστού, κι απέξω από τη φάτνη καμιά πενηνταριά βοσκούς και 2-3 χιλιάδες πρόβατα, όπως γράφει και στο Ευαγγέλιο. Όλη νύχτα μέχρι το πρωί έβλεπα τα αμέτρητα εκείνα πρόβατα. Επομένως, δική μου είναι η συναγρίδα.
– Λάθος κάνεις, του απαντάει ο δεσπότης, η παλαμίδα είναι δική μου. Κι εγώ ονειρεύτηκα τη γέννηση του Χριστού, αλλά έξω από τη φάτνη είχαν μαζευτεί πάνω από 500 βοσκοί, και τα πρόβατα ήταν πάνω από 20.000. Χώρια οι άγγελοι που κι αυτοί ήταν πάνω από 30.000 –όπως γράφει και στο Ευαγγέλιο «πλήθος στρατιάς ουρανίου…». Λυπάμαι, αλλά το ψάρι είναι δικό μου!
Στην άκρη έστεκε σιωπηλός ο ψάλτης, σαν βρεγμένη γάτα.
– Εσύ τι όνειρο είδες; τον ρωτάει ο δεσπότης.
– Εγώ,… τι να σας πω… Ένα παράξενο πράγμα, όλη νύχτα δεν κοιμήθηκα καθόλου, δεν με έπιανε ύπνος, κι έτσι δεν είδα κανένα όνειρο. Μ' έπιασε και μια ξαφνική λιγούρα, μια πείνα μ' αυτές τις μυρωδιές απ' την κουζίνα, κι όσο εσείς κοιμόσασταν και βλέπατε στον ύπνο σας τα όνειρα και τα οράματα, πήγα στην κουζίνα και, σιγά-σιγά, μέχρι το πρωί, την έφαγα την συναγρίδα…