1821 ΑΙΣΙΟΔΟΞΗ ΨΕΥΤΙΑ Η ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ;
«Δόξει τις αμαθεί σοφά λέγων ούκ ευ φρονείν»
(Φαίνεσαι στον αμαθή σοφά μιλώντας πως είσαι τρελλός)
(Ευριπίδη – Βάκχες)
Γράφει ο Θανάσης Μπίντας
Οι ψευδαισθήσεις είναι απότοκος της ελλιπούς πνευματικής δύναμης, της ιδιότητας του στρουθοκαμηλισμού που υιοθετεί ο άνθρωπος κατά το αρχαιόθεν ρηθέν «Ό γαρ βούλεται έκαστος τούτο και οίεται» (αυτό που επιθυμεί ο καθένας το θεωρεί και σωστό). Είναι μία ψυχολογική εργασία μετατροπής της επιθυμίας σε βεβαιότητα.
Στη χώρα μας δημιουργούμε αλήθειες καμωμένες από απανωτά ψέματα. Η Κριτική Σκέψη και ο Ορθός Λόγος σχεδόν διώκονται. Την ίδια τύχη έχει το εμβληματικό 1821. Όλα φθαρμένα, όλα κακοποιημένα, όλα ταλαιπωρημένα, ελλιπή ή κενώς μεγιστοποιημένα. Επί διακόσια χρόνια τώρα μας επιβάλλονται οι απόψεις και θεωρίες κάποιων δημοσιομανών μετριοτήτων της αυτοαποκαλούμενης «διανόησης εγκυρότατης παντογνωσίας» με αρνητικές επιπτώσεις και τραγικοκωμικές συνέπειες, για την πνευματική υγεία του λαού μας. Έτσι τα οράματα του λαού μας αν δεν είναι νεκρά σήμερα είναι μηδενιστικά. Ανελπιστία παντού και παραλογισμός. Την εποχή της τάσης κατάργησης των εθνών ο γιορτασμός της Εθνικής Επανάστασης του 1821 ηχεί ως σχήμα οξύμωρον.
Οι Έλληνες δεν διευρύναμε την ελληνική κοσμοθεωρία, την ελληνικότητα με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αφήσαμε το προνόμιο μας αυτό στους ξένους. Αυτό οφείλεται τα μέγιστα στην κρατική αθηναϊκή Ακηδία στους αγνοούντες ή ημιμαθείς διαχειριστές της εξουσίας. Τα πανεπιστήμια πλέον δεν παράγουν Σκέψη. Αναμασούν ή αναμεταδίδουν ανερυθρίαστα θεωρίες και θέσεις πολλές φορές χαλκευμένες ή εκφρασμένες και ιδωμένες μέσα από διαστρεβλωτικά πρίσματα.
Εμείς οι Έλληνες αφήσαμε τη διαχείριση της κληρονομιάς του 1821 στη «βούληση της Αθήνας», κατά συνέπεια να μην υπάρχει συνδιαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης με τον υπόλοιπο Ελληνικό Κόσμο, αφού λείπει ένα τεράστιο κεφάλαιο της προσφοράς στον αγώνα πολλών περιοχών. Π.χ. η αυθαίρετη ημερομηνία 25η Μαρτίου ως έναρξη της Επανάστασης είναι συμβατική για να ταιριάζει και να ταυτίζεται με την Αγία Λαύρα, τα πελοποννησιακά λάβαρα, κ.τ.λ., ενώ στην πραγματικότητα η επανάσταση του Γένους των Ελλήνων άρχισε νωρίτερα από το γόνο του Ποντιακού Ελληνισμού Αλέξανδρο Υψηλάντη με τους Έλληνες φοιτητές των ξένων πανεπιστημίων, έξω από τα συμβατικά σύνορα του σύγχρονου Ελλαδικού Κράτους. Με ορόσημο την Αγία Λαύρα χάνει την χωρική του οικουμενικότητα και συρρικνώνεται ως τοπικό γεγονός του Μοριά και της γύρω του περιοχής. Παράλληλα επιχειρείται μια υποβάθμιση της απομνημόνευσης της προσφοράς στον Αγώνα των Ελλήνων στις εσχατιές της ζωτικής περιφέρειας του ελληνισμού ώστε να μη δημιουργηθεί ολοκληρωμένη συλλογική μνήμη και παγιωμένος πυρήνας της εθνικής ταυτότητας. Το αφήγημα για το ΄21 δομήθηκε μόνο για τους ήρωες του «Μοριά και της Ρούμελης» και μετά βίας δύο – τριών νησιών ακόμα. Έτσι σχηματίστηκε η επίσημη ιστορία των Ελλήνων αναπτυγμένη από τους ακαδημαϊκούς «κρατικούς» θεσμούς της Αθήνας. Πολλές φορές χωρίς επιστημονική έρευνα και τεκμηρίωση παρά μόνο για ιδεολογική χρήση ή προπαγάνδα για τη συναισθηματική διέγερση των Ελλαδιτών, με τις επικές αφηγήσεις και την εξιδανίκευση των νοτίων αγωνιστών με στόχο πάντα τον εντυπωσιασμό με τη χρήση πατριδοκαπηλευτικής συγκινησιακής φλυαρίας. Τολμώ δε να ομολογήσω πως το ΄21, μια γιορτή – ύμνο για το κουράγιο, την αποφασιστικότητα, τη θυσία, κατάντησε φολκλόρ «φουστανέλλα, φούντα, φέσι και δαχτυλιδένια μέση», ενώ διαπνέεται από ένα αποκαλυπτικό σθένος, που του πρέπει ιερή σιωπή και διαλογισμός. Δυστυχώς δεν διαμορφώσαμε ακόμη ύστερα από διακόσια χρόνια από την Επανάσταση αληθινή συλλογική μνήμη ή τουλάχιστον κοινούς τρόπους πρόσληψης της ιστορικότητας του Γένους μας.
Άλλοι από μας μιλάνε για Αστική Επανάσταση, άλλοι για κοινωνική εξέγερση. Αρκετοί επιχειρούμε μια ανασημασιοδότηση της Επανάστασης του ’21 μέσα από διάφορες στρατευμένες οπτικές κρίνοντας ένα παρελθοντικό γεγονός με τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα του σήμερα. Έφτασε, μάλιστα, η Επανάσταση του ’21 να θεωρηθεί και ως ταξική σύγκρουση της εργατιάς με τη μπουρζουαζία.
Παράλληλα στα πλαίσια της εθνικής αφύπνισης των λαών δημιουργήθηκαν οι εθνικές εκκλησίες και οι αυτοκέφαλες κατά το Βυζαντινικό «είωθε τα εκκλησιαστικά μεταβάλεσθαι τοις πολιτικοίς». Τοιουτοτρόπως υπερθεματίστηκε ο ρόλος της Εκκλησίας υπηρετώντας την ευρύτερη πολιτική σκοπιμότητα του Μεγαλοϊδεατισμού του Ελληνικού Κράτους. Στα πλαίσια αυτού του σκεπτικού έχουμε και την αναγωγή του «Κρυφού Σχολειού σε Εθνικό Μύθο», ένα σαφώς πραγματικό γεγονός κυρίως τοπικού , αφού η εκπαίδευση σε μη αστικές περιοχές γίνονταν κυρίως με τη χρήση των διαθέσιμων τότε εκκλησιαστικών βιβλίων. Η εκκλησία, βέβαια, ας μην το λησμονούμε, ως ιδεολόγημα αποτελούσε συνδετικό κρίκο της κοινωνούμενης βεβαιότητας της ελληνικότητας του Γένους αναπληρώνοντας μια θεσμοθετημένη Κρατική Εξουσία, που έλειπε έκτοτε από κεκτημένη ταχύτητα ο σημερινός πολιτικός λόγος και η εκκλησιαστική πρακτική στο θέμα αυτό παρέμεινε μέχρι σήμερα και εκφράζεται απελπιστικά συμβατικά και μονοδιάστατα, θυμίζοντας πολλές φορές το «Θράσσει δε δυνατός και λέγειν οίος τ΄ανήρ κακός πολίτης γίγνεται νουν ούκ έχων». ( Ο δυνατός στο θράσος και στο λέγειν γίνεται κακός πολίτης, αν δεν έχει νου)>
Η γιορτή για το ΄21 πρέπει να αποτελέσει αφορμή αναστοχασμού για τους Ελληνες κυρίως για τα μελλούμενα να συμβούν. Πολυπρισματικές πηγές μας πληροφορούν πως την Επανάσταση του ’21 την έκαναν οι Φαναριώτες, οι διανοούμενοι, οι έμποροι, οι ναυτικοί, οι κλεφταρματωλοί, οι αγρότες, ο κατώτερος κλήρος, τα ανώνυμα παλικάρια δηλαδή όλος ο αγνός ελληνικός λαός, αυτοί που πίστευαν πως τιμή και ασφάλεια, τα δύο μαζί δεν πάνε. Αυτοί ήταν που ξέπλυναν τον ρύπο του ραγιαδισμού. Αυτές οι μνήμες, αυτές οι φωνές, αυτές οι εικόνες θωρακίζουν την εθνική ιδιοσυστασία και ταυτότητά μας. Αυτές συγκροτούν και συνέχουν τη συλλογική μνήμη. Αυτές είναι οι πηγές του πλούτου του Λαού μας με το τεράστιο υπαρξιακό και μεταφυσικό βάθος, που θεμελιώνεται στην έννοια της Ελευθερίας. Εκείνοι οι άνθρωποι στέριωσαν αυτή τη Λευτεριά, γιατί πίστεψαν έστω παροδικά πως κάθε παρωπιδική πεποίθηση είναι μια φυλακή.
Σήμερα η κάθε μορφής «Νοημοσύνη» έχει στόχο την επικράτηση και επιβολή. Εμείς επαρκώς ανεπαρκείς, αμέριμνοι και αδαείς βιώνουμε πανηγυρικά και άσκεφτα την ιστορική μας ευθανασία, παθητικοί θεατές του δράματος που εκτυλίσσεται. Πεθαίνουμε πολλές φορές, ενώ συνεχίζουμε να ζούμε, εξαρτημένοι από μια ηλεκτρονική κοινωνία παρακμιακής ενημέρωσης παρατημένοι από την Κριτική Σκέψη. Η σπουδαιότερη αξία στην Ελλάδα είναι η χρυσή μετριότητα. Τα πάντα δυναστεύονται από πολιτική ωφελιμολογία και ευσεβιστική τυπολατρεία. Συμπερασματικά τα πάντα, καλύπτει το πέπλο της αυταπάτης ενός κενού ευδαιμονισμού.
Μας διαφεύγει πως σήμερα τα σύνορα τα προσδιορίζει το χρυσάφι, η διαπάλη των συμφερόντων, η αυθαιρεσία της ισχύος, η αυθαίρετη απλούστευση, η ισοπεδωτική γενίκευση και όχι η ηθική και η ανδρεία. Κοντολογίς είμαστε ανήμποροι στην αντιμετώπιση των πυκνών απανωτών και πικρών μετασχηματισμών, που επέρχονται απειλητικά και θα ανατρέψουν σταθερές αιώνων. Ο μαρασμός είναι νομοτελειακός και η εθελοδουλεία μας θα συντελέσει στον ακρωτηριασμό της ιστορικής παρουσίας του Ελληνισμού ο οποίος απώλεσε την ψυχολογική γοητεία που ασκούσε επί αιώνες.
Έτσι γιορτάζουμε το ΄21 με ρωγμές δυσαναπλήρωτες. Όλα μου θυμίζουν τον Πιττακό: «Χαλεπόν έσθλόν έμμεναι». (Δύσκολο να παραμένεις καλός, αγνός, ενάρετος).
Ο Θανάσης Μπίντας είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου