Πέρασαν πολλά χρόνια από το μεγάλο εκείνο εθνικό σταθμό, την ημέρα της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Ευθυμίου Ράλλη
Πρ. Επιθ/του Δ.Ε
Πέρασαν πολλά χρόνια από το μεγάλο εκείνο εθνικό σταθμό, την ημέρα της Ελληνικής Επαναστάσεως. Ημέρα κατά την οποία ξεσηκώθηκαν οι Έλληνες άοπλοι και ανοργάνωτοι, κατά του Τούρκου δυνάστη και πραγματοποίησαν -μπροστά στα έκπληκτα μάτια της οικουμένης- τη μεγαλύτερη και ηρωικότερη πράξη, την απελευθέρωση της Πατρίδος τους.
Βαθειά ποτισμένα από το ιδανικό της Ελευθερίας, εμψυχωμένοι από το μεγαλείο της, με μια ορμητικότητα απαράμιλλη, μ’ ένα συναγερμό αφάνταστο, λίγοι αδύνατοι και καταφρονεμένοι, από τους ισχυρούς της εποχής εκείνης, όρθωσαν το ανάστημα τους κι αγωνίστηκαν για μια ακόμα φορά για τα ίδια, τα αιώνια ιδανικά, που έθρεψαν τόσες χιλιάδες ελληνικές γενιές από τα βάθη της Ιστορίας ως τα σήμερα και νίκησαν.
Ξυπόλητοι, γυμνοί, νηστικοί, σκελετωμένοι, γέροι, γυναίκες, κορίτσια, παιδιά, νήπια, υπάρξεις αδύναμες, ανώνυμοι κι επώνυμοι ήρωες, αδερφώθηκαν με το Χάρο, για να μας δώσουν, με τον υπέροχο αγώνα τους και τη θυσία τους, το δικαίωμα να ζούμε εμείς σήμερα ελεύθεροι.
Τίποτε δε στάθηκε ικανό να τους αναχαιτίσει, να τους απελπίσει, ούτε η σκλαβιά, ούτε η φτώχεια, ούτε η μοναξιά, αλλά με ‘αρετήν και τόλμην’ θρεμμένοι μόνο από τον αθάνατο λόγο, προτίμησαν, αντί μιας αραχνιασμένης και μαύρης ζωής στο απαθλιωτικό κάτεργο της σκλαβιάς, ‘τάφον έντιμον’, και φάνηκαν σαν άνθρωποι, σαν λαός, σαν Έλληνες συνεπείς και γνήσιοι προς την ιστορία τους.
Έζησαν τετρακόσια ολόκληρα χρόνια στη μαυρίλα μιας μαρτυρικής σκλαβιάς που όμοια της δεν έχει να μας παρουσιάσει η Ιστορία για πολιτισμένους λαούς, υπόφεραν σκληρά, πάλεψαν ανειρήνευτα, πολέμησαν άγρια κι αποφασιστικά, βυθίστηκαν στο αίμα και στο θάνατο για να θρονιάσουν και πάλι στον τόπο της, την όμορφη και τιμημένη βασίλισσα, την Ελευθερία.
Την έστησαν την πανώρια Θεά, πλάι πλάι με το θάνατο, δημιούργησαν μ’ αυτήν και με το θάνατο το ωραιότερο και τραγικότερο σύμπλεγμα, πραγματοποίησαν την πιο θεσπέσια ζεύξη που μόνον ελεύθεροι σκλάβοι Έλληνες μπορούσαν να υλοποιήσουν για να αντλήσουν απ’ αυτό το ζευγάρωμα τη δύναμη να τη διεκδικήσουν και να την κερδίσουν.
Με ψυχή ατσαλωμένοι, αποφασιστική, δυνατή, ‘στητή και ολόρθη’ όπως λέει ο ποιητής, μετέτρεψαν το τραγικό, το αναπότρεπτο δίλλημα «Ελευθερία η Θάνατος» σε σύνθημα τους, το έζησαν, το έθρεψαν με τα κορμιά τους, κορμιά ανδρείων το πότισαν με το αίμα τους, για να σκορπίσει, ν’ ‘απλώσει πήχες τα φτερά και σπιθαμές τα νύχια’ και να μεταβληθεί σε υψηλό δίδαγμα.
Πόσο δίκαιο είχε εκείνος που είπε ότι:
«Αυτός που βαδίζει προς το θάνατο, βαδίζει προς τη ζωή» και πόσο σωστό αποδείχτηκε στην προκειμένη περίπτωση αφού πράγματι προς το θάνατο βάδισε το «Έθνος των ραγιάδων ηρώων» αλλά πετάχτηκε σαν το φοίνικα μέσα από τη στάχτη και σαν άλλος Διγενής κονταροχτυπήθηκε με το χάροντα στα μαρμαρένια αλώνια και κέρδισε τη ζωή.
Μόνον οι Έλληνες ήταν δυνατόν να πραγματοποιήσουν μια τέτοια πράξη που βρίσκεται έξω από τα όρια της ανθρώπινης σκέψης και μόνο μια ψυχή η Ελληνική, μπορούσε ν’ αντέξει σε μια τόσο σκληρή μεγάλη δοκιμασία και να διδάξει στους λαούς πως η ελευθερία δεν χαρίζεται, αλλά κατακτιέται.
Είναι αυτή η αθάνατη η άφθαρτη ελληνική ψυχή που μεγαλουργεί. Είναι η αιώνια «ψυχή των Σαλαμίνων» όπως μας λέει ο ποιητής, που δεν συμβιβάζεται με τίποτα, όταν πρόκειται για το μεγάλο αγαθό, την ελευθερία, αλλά παρασυρόμενη από τη θεία της ορμή κάνει θαύματα. Είναι η ψυχή που, ποτισμένη από το ιερό μίσος προς τη σκλαβιά, γράφει στο πέρασμα των αιώνων σελίδες δόξας μπροστά στις οποίες μένει κατάπληκτη η ιστορία. Κρύβει στα βάθη της κοσμογονικές δυνάμεις και άφθαρτη συνεχίζει το δρόμο της, υπέροχη, ακατάβλητη, για να πραγματοποιεί κάθε φορά το χρέος της τιμής της προς την ανθρωπότητα.
Γενιές ολόκληρες έζησαν κι έσβησαν με την προσδοκία και το όνειρο της Ελευθερίας. Ποτάμια τα αίματα και βουνό τα κορμιά για να συντηρηθεί η πάλη γι’ αυτήν και μέχρι να γίνει αυτή πραγματικότητα και ζωή. Κι όταν έφθασε η ευλογημένη ώρα, η ώρα της ελευθερίας, γεμάτοι από τη δόξα του αρχαίου κόσμου και της Βυζαντινής Ορθοδοξίας, ρίχτηκαν στον αγώνα σαν ημίθεοι, σαν αρχάγγελοι οι ΄Ελληνες. Άναψε η ψυχή τους κι άπλωσε τη λάμψη της ως την τελευταία άκρη της Ελληνικής γης. Ότι έδωσαν, πέρασε το ανθρώπινο μέτρο. Καταπληκτική, αφάνταστη εκδήλωση λαϊκού δυναμισμού, καθιέρωσε στην ιστορία την αρχή, πως μόνο αυτός χωρίς κανένα άλλο στήριγμα μπορεί να κινήσει και να διαμορφώσει τα γεγονότα και στο τέλος να νικήσει.
Προσκυνητές κι εμείς σήμερα, υψώνουμε την ψυχή μας προς τους ήρωες και τους μάρτυρες του μεγάλου εκείνου αγώνα που μας δώρισε την ελευθερία. Και τους διαβεβαιώνουμε πως θα φανούμε αντάξιοι τους αν χρειασθεί. Οι ιερές σκιές των, μας οδηγούν στον δρόμο τον ελληνικό, που οι ίδιοι με το αίμα τους πότισαν. Οι καιροί είναι δύσκολοι και αν «πέσαμε σε πέσιμο πρωτάκουστο» και λύκοι αλλοεθνείς μας απειλούν, νέοι ήρωες θα ξεπεταχθούν, αν κινδυνεύσει η Πατρίδα. Ήρωες που δε θα ντροπιάσουν τη μνήμη τους. Ήρωες που θα παλέψουν σ’ αντρειωμένα αλώνια, για το καλό της Πατρίδος, της Θρησκείας και τη Κοινωνίας.