28η Οκτωβρίου και η μνήμη σέρνεται 82 χρόνους πίσω και σκαρφαλώνει στα σκληρά σαν το ατσάλι βουνά της Πίνδου, εκεί που ξημερώματα, η πέρδικα κι ο κάπρος ανταριάστηκαν από τους κυνηγούς των ανθρώπων…
Η Φασιστική Ιταλία είχε… λαμπρές βλέψεις για την γείτονα Ελλάδα, που σκοτείνιασαν αχάραγα ακόμα…
Ο σπάνιος συνάδελφος – δημοσιογράφος Κώστας Παπαπέτρου, βετεράνος πια, είχε συναντήσει τον έφεδρο λοχία του πεζικού – βετεράνο τότε – Παναγιώτη Καλφακάκο, που ένα χρόνο πριν από την κατάταξή του στον ελληνικό στρατό το 1940, ήταν φοιτητής της Κτηνιατρικής Σχολής, στην Περούτζια της Ιταλίας!
Ο λοχίας Καλφακάκος, με τους πέντε άντρες του φυλακίου της Κακαβιάς, στις 04.45′ τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου, δέχθηκαν πρώτοι τα πυρά των πολυάριθμων ιταλών στρατιωτών και κατάφεραν να αντισταθούν για τρία τέταρτα, πριν οπισθοχωρήσουν και τελικά να σωθούν. Στη δίνη του πολέμου όλοι ξέχασαν – ή θέλησαν να ξεχάσουν – την καίρια αποκάλυψη του λοχία και την υπερπολίτιμη προσφορά του.
«Ο πατέρας μου με έστειλε στην πρώτη γραμμή»
Γράφει ο Κώστας Παπαπέτρου την αφήγηση του πολύτιμου λοχία, στο ρεπορτάζ του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Press Τime» στις 27 Οκτωβρίου του 2005, μετά τη συνάντησή του με τον υπέργηρο Παναγιώτη Καλφακάκο:
«Στο διάστημα 1936 – 39 σπούδαζα κτηνιατρική στην Περούτζια. Ο πατέρας μου ήταν Συνταγματάρχης, αλλά όταν ξέσπασε ο πόλεμος δεν υπηρετούσε, γιατί έπασχε από βαρύτατης μορφής ζάχαρο και δεν μπορούσε να περπατήσει. Όταν επέστρεψα κατατάχθηκα εθελοντής και τον Μάιο του 1940 ήμουν στο λόχο βαθμοφόρων. Ο πατέρας μου όμως, ήθελε να υπηρετήσω στην πρώτη γραμμή και το ζήτησε από τον στρατηγό Κατσιμήτρο. Έτσι με ειδοποίησαν να πάω στη Μεραρχία και να παρουσιαστώ στο στρατηγό. Πήγα, και ο Κατσιμήτρος, επειδή μιλούσα ιταλικά μου είπε, θα πάρεις φύλλο πορείας και θα φύγεις για την Κακαβιά, μήπως και πιάσεις κάποια συνομιλία από τους Ιταλούς. Έτσι και έγινε. Είχα πιάσει πολλές συνομιλίες των Ιταλών μέσα στην Αλβανία, όμως δεν έλεγαν τίποτα σημαντικό. Άλλες ήταν κρυπτογραφημένες. Όλο νούμερα. Ένα νούμερο που ακουγόταν συχνά ήταν 4144. Εγώ τα έλεγα όλα στη Μεραρχία. Ίσως και να είχαν αποκρυπτογραφήσει αυτό το νούμερο».
Στις 28 θα χτυπήσουμε
Και συνεχίζει την ενδιαφέρουσα αφήγησή του: «… Τότε ήταν που έπιασα την συνομιλία των δύο Ιταλών στρατηγών. Ο ένας είχε έρθει στο Αργυρόκαστρο από την Ιταλία πριν από λίγες ημέρες, ενώ ο άλλος βρισκόταν στους Γεωργουτσάτες, στο Αλβανικό έδαφος, σε απόσταση 15 χιλιομέτρων από την Κακαβιά.
Ήταν η Ιταλική μεραρχία υπό τον στρατηγό Τζανίνι. Άκουσα λοιπόν, τον ένα στρατηγό να λέει στον άλλο: «Al Ventotto, tergianno la corda», δηλαδή: στις 28 θα χτυπήσουμε. Μου έφτανε αυτό που είπαν και ήξερα ότι στις 28 Οκτωβρίου αυτοί γιορτάζανε την πορεία του Μουσολίνι προς την Ρώμη, γι’ αυτό και μας επιτέθηκαν στις 28. Αλλά εγώ το γνώριζα από τις 18, δέκα ημέρες πριν. Έδωσα αμέσως στον Κατσιμήτρο στο Επιτελείο την πληροφορία και αυτοί έδωσαν εντολή να συγκεντρωθεί όλος ο στρατός στο Καλπάκι. Εκεί είχε οριστεί η γραμμή άμυνας. Κι εμείς αυτή την εντολή είχαμε. Ο Κατσιμήτρος ήταν στρατηγός γενναίος, τολμηρός. Μπορεί να μην ήταν μεγάλο στρατιωτικό μυαλό, αλλά στο πεδίο της μάχης ήταν τέλειος. Λίγες ημέρες μετά σήκωσα υψηλό πυρετό από ελονοσία και με μετέφεραν στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων! Ένας νεαρός γιατρός μου έκανε 2-3 ενέσεις, μου έδωσε μια χούφτα χάπια και ξανάφυγα για την Κακαβιά, μέσα στον πυρετό! Καταλαβαίνεις συγκινούμαι όταν τα θυμάμαι. Εγώ για την πατρίδα θυσιάστηκα κι ας με ξέχασαν οι στρατηγοί».
Και συνεχίζει, ο Παναγιώτης Καλφακάκος περιγράφοντας την πρώτη επίθεση των Ιταλών: «Ήταν πέντε παρά τέταρτο ακριβώς και ψιλόβρεχε, όταν άρχισαν να μας ρίχνουν. Ήμασταν οι πρώτοι που χτύπησαν… Εμείς έξι κι αυτοί απέναντι εξήντα! Τους είχαμε από πάνω στον λόφο με δύο βαριά πολυβόλα Φίατ, ενώ εμείς είχαμε ένα πολυβόλο τύπου «15», που σημαίνει πως ήταν από τον πόλεμο του 1915. Αυτοί είχαν σύγχρονο οπλισμό, εμείς όχι. Είχαμε όμως τις χειροβομβίδες Μιλς και με αυτές αμυνθήκαμε! Εμείς κρατήσαμε τρία τέταρτα -και πολύ ήταν- με τόσους απέναντι. Μας έβαλαν από παντού. Αφήσαμε την λάμπα αναμμένη και κάναμε πίσω. Οι Ιταλοί χτυπούσαν το φυλάκιο που αντιφέγγιζε και νόμιζαν πως ήμασταν μέσα! Οπισθοχωρήσαμε λοιπόν, πηδήσαμε τον ποταμό Δρίνο και βρεθήκαμε απέναντι στα υψώματα Μαυρόπουλο, Ζάβρουχο, Αργυρόπουλο, σ’ αυτά τα χωριά. Έτσι γλυτώσαμε εκείνο το ξημέρωμα του πολέμου».
Ο λοχίας Καλφακάκος πολέμησε με πυρετό και σώθηκε και μαζί του σώθηκαν και οι άλλοι φαντάροι του φυλακίου και ξέφυγαν όλοι χωρίς απώλειες! Η Πολιτεία που την εκπροσωπούσε ο στρατηγός Κατσιμήτρος, δεν του είπε ποτέ έστω ένα «ευχαριστώ», δεν του έδωσε ένα βαθμό «τιμής ένεκεν», ούτε ένα παράσημο, αλλά έθαψε επιμελώς το μυστικό!
Θα πρέπει να σημειωθεί πως ο αντισυνταγματάρχης Μαρδοχαίος Φριζής, ο ανώτερος αξιωματικός που σκοτώθηκε στις πρώτες μάχες, είχε προτείνει την παρασημοφόρηση του λοχία με το ανώτατο μετάλλιο, αλλά τα έγγραφα …«παρέπεσαν», και η «χρυσή πληροφορία» που έδωσε στον στρατηγό Κατσιμήτρο, επίσημα παραμένει άγνωστη υπόθεση»!
Πώς μίλησε ο Καλφακάκος
Ο δημοσιογράφος Κώστας Παπαπέτρου, επί πολλά χρόνια ελεύθερος ρεπόρτερ στα «ΝΕΑ» του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, μετά σε τηλεοπτικά κανάλια και τώρα «απόστρατος», συντροφιά με τις αναμνήσεις του, απέναντι από την ανταριασμένη θάλασσα του Ευβοϊκού στη Χιλιαδού, μας ιστορεί το πώς μίλησε με τον λοχία Παναγιώτη Καλφακάκο, λίγα χρόνια πριν ο ήρωας του Αλβανικού πεθάνει.
«Είχα πάει στα Γιάννενα, προσκεκλημένος σε μια εκδήλωση για την επέτειο των πενήντα χρόνων από την επίθεση των Ιταλών. Καθόμουν στα πίσω καθίσματα της αίθουσας, όταν παρατήρησα πλάι μου έναν γέροντα να σκουπίζει συνεχώς τα δάκρυά του. Τον πλησίασα και τον ρώτησα, αν κι εκείνος είχε πολεμήσει τότε. Με βουρκωμένα μάτια μου είπε στα γρήγορα την μικρή – μεγάλη ιστορία του. Του ζήτησα τον αριθμό τηλεφώνου του και λίγα χρόνια μετά μιλήσαμε και του έκανα την συνέντευξη. Ένα θέμα που δεν γράφτηκε τότε ήταν οι τύψεις που είχε ο Καλφακάκο για ένα γεγονός που τον κατάτρυχε από τότε: «Έχω ένα βάρος στη συνείδησή μου», μου είχε πει. Ένας φίλος μου λοχαγός, που υπηρετούσε σε διπλανό φυλάκιο, δεν έμαθε ποτέ για την επικείμενη επίθεση των Ιταλών και σίγουρα θα έχασε τη ζωή του. Εγώ γνώριζα, αλλά είχα ρητή διαταγή να μην μιλήσω σε κανέναν. Και δεν μίλησα. Και ο λοχαγός και οι άνδρες του σίγουρα θα αποδεκατίστηκαν για να μην αποκαλυφθεί το μυστικό που γνωρίζαμε λίγοι».
Ο γέροντας Καλφακάκος σκούπισε τα μάτια του και έγειρε πίσω το κεφάλι πιάνοντάς το μέτωπο με την παλάμη του. Οι αναμνήσεις και οι τύψεις τον βάραιναν. Και συνεχίζει την γοητευτική διήγησή του ο Κώστας Παπαπέτρου: «Δεν το άφησα έτσι. Αναζήτησα το όνομα του λοχαγού που μου είχε πει – δυστυχώς δεν το θυμάμαι πια – και έπειτα από έρευνα ανακάλυψα ότι όχι μόνο είχε σωθεί τότε, αλλά ζούσε ακόμα. Τον βρήκα, του τηλεφώνησα και δίχως να γνωρίζει το παραμικρό ο Καλφακάκος τους έφερα σε επαφή. Το θυμάμαι ακόμα και ανατριχιάζω σύγκορμος. Δυο γέροντες να κλαίνε σαν παιδιά και να ψιθυρίζουν αναμνήσεις. Τώρα μπορώ να πεθάνω ήσυχος, μου είχε πει κλάιγοντας ο Παναγιώτης Καλφακάκος».
Κι έτσι για επίλογο, οι τελευταίοι στίχοι από τον «Ματρόζο», του ποιητή Γεώργιου Στρατήγη:
«Κι ενώ οι δύο γίγαντες με τα λευκά κεφάλια στ’ άσπρα τους γένεια δάκρυα κυλούσαν σαν κρυστάλλια, δυο κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι, όταν του ήλιου το φιλί την άνοιξη το λειώνει»…
Τι άλλο;