ΠΕΘΑΝΕ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ 1941
«ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΟΡΜΠΑ» ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
80 χρόνια από το θάνατο του Ζορμπά
(ΠΕΘΑΝΕ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ 1941)
_______________________________
Θεωρώ σκόπιμο και πολύ σημαντικό, πριν προσεγγίσουμε το μυθιστόρημα από λογοτεχνική άποψη, να αναφερθώ σε πραγματολογικά και ιστορικά στοιχεία, γιατί έτσι θα κατανοήσουμε εύκολα και σωστά όλα τα μηνύματα που ήθελε να μας δώσει ο συγγραφέας με το έργο του.
Σημειώνω ότι ο Ζορμπάς ήταν υπαρκτό πρόσωπο και όχι φανταστικό. Γεννήθηκε το 1857 στο χωριό Ελευθεροχώρι του νομού Πιερίας και πέθανε το έτος 1941 στα Σκόπια σε ηλικία 85 ετών. Εγγονός του από κόρη, ήταν ο τραγουδιστής Παύλος Σιδηρόπουλος, που πέθανε νέος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος και όχι Αλέξης, που χρησιμοποιεί «ποιητική αδεία», ο Καζαντζάκης. Ο Ζορμπάς δήλωνε πως ήταν μεταλλωρύχος.
Γνωρίστηκαν εντελώς τυχαία το 1917, ξημερώματα, στο λιμάνι του Πειραιά, όπου βρισκόταν ο Καζαντζάκης, περιμένοντας να ανέβει στο πλοίο της γραμμής για την Κρήτη μέσα σε ένα καφενεδάκι, όπου εισήλθε περιφερόμενος ο Ζορμπάς. Ο Καζαντζάκης, με χρήματα ενός θείου του, είχε βρει και είχε νοικιάσει στην Κρήτη ένα παρατημένο ορυχείο λιγνίτη, σε ένα ακρογιάλι απέναντι από το Λυβικό πέλαγος και πήγαινε εκεί για να το οργανώσει, να βρει εργάτες και να κάνει παράλληλα και τον επιχειρηματία.
Έτσι, εντελώς τυχαία, εκείνο το πρωινό, μπήκε στο καφενείο του λιμανιού ο Ζορμπάς, τον χαιρέτησε και πιάσανε κουβέντα. Εκεί, κουβέντα στην κουβέντα, ο Ζορμπάς ζήτησε από τον Καζαντζάκη να τον πάρει μαζί του στην Κρήτη, για να δουλέψει στο λιγνοτωρυχείο, πράγμα που έγινε. Ανέβηκαν μαζί στο πλοίο και έφυγαν για την Κρήτη, όπου πράγματι έζησαν μαζί για έξι μήνες. Τελικά, ο λιγνίτης είχε γίνει το πρόσχημα, αφού στην ουσία και οι δύο τους κάθε μέρα περίμεναν πότε να βραδιάσει, να σχολάσουν οι εργάτες και να αρχίσουν το φαί, το ποτό, την κουβέντα και ο Ζορμπάς το χορό.
Μια μέρα, γκρεμίσθηκαν όλοι οι κορμοί πεύκων – στύλοι, που κρατούσαν τον εναέριο τρόπο μεταφοράς, μαζί με τα βαγονάκια.
Η επιχείρηση του λιγνίτη δεν πήγε καλά και σε έξι μήνες έκλεισε, αφού καταστράφηκαν όλες οι υποδομές, απολύθηκαν οι εργάτες και ένα πρωί, χωρίσανε για πάντα, αφού πρώτα γλέντησαν την προηγούμενη νύχτα για τελευταία φορά. Ο καθένας είχε πάρει τον δικό του δρόμο, ο Καζαντζάκης του συγγραφέα και ο Ζορμπάς πήγε στη Σερβία, στα Σκόπια όπου ασχολήθηκε και πάλι με ορυχείο, που είχε βρει εκεί, μια πλούσια φλέβα λευκόλιθου. Έζησε εκεί την υπόλοιπη ζωή του, αφού πρώτα, στα 60 του χρόνια, παντρεύτηκε μια όμορφη χήρα, τη Λιούμπα (Β΄γάμος) και έκανε μαζί της μάλιστα και παιδί. Αυτά το 1917. Αλληλογραφούσαν μας λέει ο Καζαντζάκης κάπου κάπου τα υπόλοιπα 25 χρόνια.
Ώσπου μια μέρα, άνοιξη του 1941, έλαβε ένα γράμμα στα γερμανικά, από έναν δάσκαλο Σέρβο, με το οποίο έμαθε τη θλιβερή είδηση του θανάτου του Ζορμπά. Το βιβλίο, ο Καζαντζάκης, άρχισε να το γράφει στην Αίγινα, από το καλοκαίρι του 1941 (Α΄γραφή) και το τελείωσε το Μάιο του 1943 ύστερα από διορθώσεις και βελτιώσεις. Η πρώτη έκδοση έγινε το 1946 και έκτοτε ακολούθησαν δεκάδες επανεκδόσεις, καθώς και μεταφράσεις σε πολλές ξένες γλώσσες. Τον Ιούλιο του 1954 (τρία χρόνια πριν πεθάνει ο Καζαντζάκης), βραβεύτηκε ως το καλύτερο ξένο βιβλίο που κυκλοφόρησε στη Γαλλία και λίγα χρόνια αργότερα, το περιεχόμενό του, έγινε σενάριο, με τον τίτλο «ΖΟΡΜΠΑΣ Ο ΕΛΛΗΝΑΣ», γυρίστηκε κινηματογραφική ταινία από τον Μιχάλη Κακογιάννη, με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Το ρόλο του Καζαντζάκη, ο ηθοποιός Άλαν Μπέιτς, έργο που εκτυλίσσεται σε μια ακρογιαλιά δίπλα σε ορυχείο, όπου μετά, χορεύει ο Ζορμπάς (Άντονι Κουήν) το σορό συρτάκι του Μίκη Θεοδωράκη, χορός που έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο. Αυτά είναι, όσο το δυνατόν σύντομα τα πραγματικά και ιστορικά στοιχεία του μυθιστορήματος.
Το βιβλίο, δεν μπορεί να υπαχθεί απόλυτα στο λογοτεχνικό είδος του μυθιστορήματος, αφού οι ήρωες του έργου δεν είναι φανταστικοί αλλά αληθινοί καθώς και τα περιγραφόμενα, σε αυτό, περιστατικά και αυτά και πραγματικά και έχουν συμβεί στ΄αλήθεια και δεν είναι μύθοι. Έτσι, θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε ορθότερα ως αυτοβιογραφία με ελάχιστα στοιχεία υπερβολής, μια ιστορία που ξεδιπλώνεται σε 350 σελίδες, γεμάτες συναισθήματα, χαρές, συγκινήσεις, έξυπνους διαλόγους με πολλά μηνύματα.
Ο ίδιος ο συγγραφέας, στον πρόλογο του βιβλίου αναφέροντας τους ανθρώπους που γνώρισε στη ζωή του και οι οποίοι σημάδεψαν την ψυχή του, μας παραπέμπει στον Όμηρο, στον Μπέρξον, στον Νίτσε και στον Ζορμπά, βέβαια σε άλλα έργα του, αναφέρει και τον πατέρα του, Καπετάν Μιχάλη, το Χριστό και τον Βούδα, αλλά πάλι, δίπλα σε αυτούς, ξαναβάζει τον Ζορμπά ως καθοριστικό παράγοντα στη ζωή του.
Γιατί, όπως λέει, ο Ζορμπάς του έμαθε να αγαπάει τη ζωή και να μη φοβάται τον θάνατο και πως αν ήταν να διαλέξει έναν ψυχικό οδηγό, «Γκουρού» όπως τον λένε οι Ινδοί, ή «Γέροντα», όπως τον λένε στο Άγιον Όρος, σίγουρα θα διάλεγε τον Ζορμπά. Δυστυχώς όμως, όπως εξομολογείται ο ίδιος ο συγγραφέας, ήταν πια πού αργά όταν τον γνώρισε, γιατί ήδη είχε σπουδάσει, είχε μελετήσει το έργο πολλών φιλοσόφων, είχε προσχωρήσει σε κάποιες φιλοσοφικές απόψεις και έτσι, ήταν πια αργά ο Ζορμπάς να γίνει γι΄αυτόν ένα υψηλό πρότυπο ζωής και τελικά έγινε, προς μεγάλη του θλίψη, ένα φιλολογικό πρότυπο, ένας ήρωας μυθιστορήματος, μια έντονη ανάμνηση ενός φίλου, που γράφει γι αυτόν αυτό το βιβλίο, μήπως και έτσι, τον διασώσει από το θάνατο και τη λησμονιά.
Πιστεύω πως, τελικά, μάλλον τα κατάφερε και τον διέσωσε από τη λήθη, αφού τον έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο, σαν άνθρωπο, σαν ήρωα βιβλίου, σαν χαρακτήρα και σαν πρότυπο ζωής, με όλες τις ατέλειες και τις αρετές, καταγράφοντας στο βιβλίο πολλά αποσπάσματα των διαλόγων τους, πολλά ερωτήματα, αλλά και προτάσεις, ρητά και αποφθέγματα που άκουσε και έμαθε από έναν αγράμματο, αλλά πολυταξιδεμένο, πολυπράγμωνα και ανεπανάληπτο άνθρωπο.
Επειδή σε αυτήν τη σύντομη περίληψη δεν είναι δυνατόν να αναφερθώ εκτενώς σε πολλά σημεία του βιβλίου, θα παραθέσω 2-3 μόνο περιστατικά: Η πρώτη έκπληξη, του Καζαντζάκη, από τη γνωριμία του με τον Ζορμπά, ήταν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, το απόγευμα, πάνω στο πλοίο, όταν πρόσεξε ότι ο δείκτης του αριστερού χεριού ήταν κομμένος και ρώτησε τον Ζορμπά να μάθει τι είχε πάθει το δάχτυλό του, ο Ζορμπάς του απάντησε πως κάποια χρόνια έκανε το επάγγελμα του κανατά, όμως το δάχτυλό του τον εμπόδιζε στην προσπάθειά του να κάνει πιάτα, λυχνάρια και κανάτια και μια μέρα πήρε το τσεκούρι και το έκοψε! Ο Καζαντζάκης έμεινε ακίνητος και άφωνος με αυτό που άκουσε και τότε κατάλαβε πόσα θα ακολουθήσουν από αυτήν τη γνωριμία.
Ακόμη ένα απόσπασμα ενός διαλόγου που είχε ο Καζαντζάκης, με τον Ζορμπά, και ένα από τα πολλά ερωτήματα που έβαζε ο Ζορμπάς όποτε συνομιλούσαν, που έκανε μεγάλη εντύπωση στον Καζαντζάκη είναι το παρακάτω:
Τον ρώτησε μια μέρα ο Ζορμπάς:
«- Ξέρεις να μου πεις αφεντικό γιατί πεθαίνουμε; Μετά κοίταζε τον ουρανό τα αστέρια, και ρώτησε πάλι:
- Τι να γίνεται εκεί πάνω; Ποιος τα ΄καμε;
- Δεν ξέρω, Ζορμπά, αποκρίθηκα και ντράπηκα
- Δεν ξέρεις; (επικράτησε σιωπή). Τότε τι είναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άμα δε λένε αυτό, τι λένε; Δεν απαντάς;
Προσπάθησα να σπάσω τη σιωπή μου και μπόρεσα μονάχα να πω:
- Είμαστε σκουληκάκια μικρά, Ζορμπά, απάνω σε ένα φυλλαράκι ενός γιγάντιου δέντρου».
Τέλος, σημειώνω πως ο Καζαντζάκης, στο κεφάλαιο ΚΘ΄του βιβλίου του «ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΓΚΡΕΚΟ», που είναι και η αυτοβιογραφία του, για να αντιληφθούμε το πόσο ο Ζορμπάς σημάδεψε τη ζωή και τη ψυχή του, του αφιερώνει 15 σελίδες, από τις συνολικά 500, ιστορώντας περιληπτικά πώς γνωρίστηκαν, τις εντυπώσεις του από τη γνωριμία και το πόσο ο Ζορμπάς σημάδεψε τη ψυχή του και ότι τον κατατάσσει στους 4-5 κορυφαίου και σημαντικούς ανθρώπους που γνώρισε στη ζωή του, καθώς κλείνει την αναφορά του και στο τέλος του προλόγου του στο Ζορμπά, με τα παρακάτω λόγια:
«Ας του δώσουμε, λοιπόν, το αίμα μας να ζωντανέψει. Ας κάνουμε ό,τι μπορούμε να ζήσει λίγο ακόμα, ο εξαίσιος αυτός φαγάς, πιοτής, δουλευταράς, γυναικάς και αλήτης. Η πιο πλατιά ψυχή, το πιο σίγουρο σώμα, η πιο λεύτερη κραυγή που γνώρισα στη ζωή μου».
Επιμέλεια κειμένου:
Γιάννης Σιδηρόπουλος – Δικηγόρος Κατερίνης
- Γιατί, όπως λέει, ο Ζορμπάς του έμαθε να αγαπάει τη ζωή και να μη φοβάται τον θάνατο και πως αν ήταν να διαλέξει έναν ψυχικό οδηγό, «Γκουρού» όπως τον λένε οι Ινδοί, ή «Γέροντα», όπως τον λένε στο Άγιον Όρος, σίγουρα θα διάλεγε τον Ζορμπά.
- Τον ρώτησε μια μέρα ο Ζορμπάς:
«- Ξέρεις να μου πεις αφεντικό γιατί πεθαίνουμε; Μετά κοίταζε τον ουρανό τα αστέρια, και ρώτησε πάλι:
- Τι να γίνεται εκεί πάνω; Ποιος τα ΄καμε;
- Δεν ξέρω, Ζορμπά, αποκρίθηκα και ντράπηκα
- Δεν ξέρεις; (επικράτησε σιωπή). Τότε τι είναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άμα δε λένε αυτό, τι λένε; Δεν απαντάς;