Ένα αυτοκίνητο που πριν λίγα χρόνια κόστιζε 12.000 ευρώ, σήμερα πωλείται κοντά στις 20.000. Η αύξηση δεν είναι ένα καπρίτσιο των αυτοκινητοβιομηχανιών, αλλά αποτέλεσμα των ίδιων των ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιβάλει ολοένα και πιο αυστηρές απαιτήσεις για την ασφάλεια και τις εκπομπές ρύπων, με αποτέλεσμα κάθε νέο όχημα να ενσωματώνει τεχνολογίες που στοιχίζουν ακριβά. Αυτό το κόστος, νομοτελειακά, μεταφέρεται στον καταναλωτή.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, εμφανίζονται ειδήσεις και δημοσιεύματα που μιλούν για «υποχρεωτική απόσυρση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο». Αυτές οι «προειδοποιήσεις» μόνο κακό κάνουν. Δημιουργούν φόβο, αβεβαιότητα και εντέλει εκμεταλλεύονται την αγωνία των πολιτών. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική: δεν υπάρχει καμία περίπτωση να υπάρξει γενική, υποχρεωτική απόσυρση σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τέτοιο μέτρο δεν είναι ούτε θεσμικά εφικτό ούτε πολιτικά ανεκτό.
Η πολιτική για την απόσυρση είναι αποκλειστικά θέμα των κρατών-μελών.
Κάθε χώρα, ανάλογα με την οικονομική της δυνατότητα, το εμπορικό της ισοζύγιο και τις προτεραιότητές της, μπορεί να προσφέρει ή όχι κίνητρα για την αντικατάσταση των παλαιών οχημάτων. Δεν είναι ενιαία ευρωπαϊκή επιταγή. Και φυσικά, η Ελλάδα οφείλει να εξετάσει πολύ προσεκτικά τα δεδομένα πριν λάβει αποφάσεις: από το δημοσιονομικό κόστος, μέχρι την ανάγκη στήριξης της αγοράς και της βιομηχανίας.
Ναι, ο κόσμος θέλει μια βοήθεια για να καλύψει το κόστος που σήμερα συνοδεύει την αγορά ενός νέου αυτοκινήτου. Και πράγματι, τα κίνητρα απόσυρσης ή ανανέωσης στόλου μπορούν να δώσουν ανάσα στην κοινωνία, στην αγορά και στο περιβάλλον. Όμως, είναι ντροπή να καλλιεργείται η εντύπωση πως «έρχεται από τα πάνω» μια μαζική ευρωπαϊκή απόφαση που θα πετάξει τα παλιά αυτοκίνητα στον κάλαθο των αχρήστων.



























