Τελικά, γρήγορα περνάει ο καιρός, αναγνώστες μου, κι ο εμπειροτέχνης πολιτικός αναλυτής, θείος Αφεντούλης, ούτε που κατάλαβε για πότε ξημέρωσε η Μεγάλη Τετάρτη, βοήθειά μας.
Τελικά, γρήγορα περνάει ο καιρός, αναγνώστες μου, κι ο εμπειροτέχνης πολιτικός αναλυτής, θείος Αφεντούλης, ούτε που κατάλαβε για πότε ξημέρωσε η Μεγάλη Τετάρτη, βοήθειά μας.
Εσείς;… Αν όχι, είθε το Μέγα Ευχέλαιο που τελείται ανά τους ιερούς ναούς να γαληνέψει τους πολεμοχαρείς νόες, μήπως σταματήσουν οι προσφυγικές ροές. Μαζί και τα παρατράγουδα του τίτλου, όπως η προ ημερών σπέκουλα, φέρ’ ειπείν, κάτι μη πιστοποιημένων αλληλέγγυων στο πρώτο λιμάνι της χώρας που έπεισαν τους πρόσφυγες να προτιμήσουν τις σκηνές από τα πιο άνετα «Hot Spots», εμποδίζοντας και τις κινήσεις των πλοίων, για να μην ξεχνιόμαστε.
Αποτέλεσμα; Το κουβέρνο διένειμε κατατοπιστικό φυλλάδιο, αναγράφον μεταξύ άλλων: «Μην χάνετε το κουράγιο σας. Είμαστε μαζί σας. Σας αγαπάμε». Μήνυμα σωστό πλην αργοπορημένο, κατά την ταπεινή μας άποψη, βεβαίως – βεβαίως, και στο Μαξίμου να μην εξανίστανται, αξιολογήσεως ένεκεν, όταν ο ουμανιστής μικροσυνταξιούχος, «Μήτσος», παραδίδει μαθήματα ανθρωπιάς, άδοντας σε παράφραση Στράτου Διονυσίου:
Οδηγίες για απρόσκοπτες μετοικεσίες.
Φτωχέ σκηνίτη της βροχής
και ταξιδιώτη της ζωής
οι κακουχίες του πολέμου σε βαραίνουν.
Μην περιμένεις και ποθείς
στη Γερμανία να βρεθείς,
είναι γραφτό οι υποσχέσεις να πεθαίνουν.
Φτωχέ σκηνίτη της βροχής
και ταξιδιώτη της ζωής
με την Ευρώπη δεν μπορείς ποτέ να παίξεις.
Κι αν παρασύρθηκες πολύ,
σου δίνω μία συμβουλή:
ποτέ σε προπαγάνδες μην πιστέψεις
Της Ευρώπης τα καλέσματα μια άβυσσος,
πότε κόλαση και πότε ο παράδεισος,
της Ευρώπης τα καλέσματα μια άβυσσος.
«Εννόησες παράδεισο και κόλαση από τα ίδια υλικά με διαφορετικές αντιλήψεις για την αρχιτεκτονική της ηθικής;» αναρωτήθηκε, η σύζυγος, στο σημείο αυτό, ας όψονται οι σοφίες τού νομπελίστα Ελύτη, από τις οποίες σε ενεστώτα χρόνο αναφύονται:
Αντιφατικές πολιτικές.
Κουίζ για απαυδημένους με τη συμπεριφορά εκείνων που, εν ονόματι της αλληλεγγύης, σηκώνουν… φράχτες!
Στις Βρυξέλλες έταζαν, όμορφα τα έλεγαν, μία είχε δυο δεξιά, ένας άλλος δυο ζερβά κι ένας τρίτος με γυαλιά ήτανε ο μεσιανός. Ποιοι ήταν οι καλοσυνάτοι, φωστήρες μου;
Τικ, τακ, τικ, τακ… τέλος χρόνου και το δώρο – εύφημος μνεία άνευ υλικού αντικρίσματος, τις φτώχειες μας μέσα! – μένει για το επόμενο κουίζ.
Αμάν! Γράψτε λάθος, αφού κερδίζει η μανδάμ «Μήτσαινα» που την ύστατη ώρα αναφώνησε: «Μέρκελ, Γιουνκέρ, Ολάντ, τρόικα της προσφοράς (σ.σ. καλό, ε!)», δίνοντας πάσα στον ουμανιστή να σχολιάσει την ευρωπαϊκή αξιοπιστία, παραφράζοντας Νίκο Γκάτσο, και δώστε βάση.
Χρόνια και χρόνια στις οάσεις,
εκεί που ανθίζει η χουρμαδιά,
δυο φίλοι κάνανε συμβάσεις
μ’ υπογραφές πλατιά φαρδιά,
ο ένας ήταν Σύριος, ο άλλος Ευρωπαίος.
Το μέλι έσταζε στα χείλη,
μα αίφνης σείστηκε η γη
κι είδαν στην όαση μια πύλη
που ‘γραφε τέλος και αρχή,
μπροστά πηγαίνει ο Σύριος, πίσω ο Ευρωπαίος.
Πέρασαν τα μεγάλα τείχη
και κάπου εκεί στην αγορά
κάποιον ρωτήσανε στην τύχη
πού ‘ναι ο παράς με την ουρά,
κάτι τσιμπάει ο Σύριος, σαν τρώει ο Ευρωπαίος.
Κι αυτός κουνώντας το κεφάλι,
δείχνει, θλιμμένος, ταραχές,
τα πάντα γύρω ένα χάλι
που έφεραν υπογραφές,
ανέστιος ο Σύριος, τον διώχνει ο Ευρωπαίος.
Όμως, εδώ τέλειωσε, όχι το μαρτύριο των ανέστιων, ουμανιστές μου, το χαρτί, κι ως εκ τούτου ο Μεγαλοδύναμος να βάλει το χέρι Του, αμήν.
-Ω-