Άννα, δεν είναι η μοναξιά που σου χαράκωσε το βλέμμα,
είν’ που τον «ενφιά!» χρωστάς κι αν τ’ αρνηθείς θα είναι ψέμα.
Ξέρω, ξέρω το δάκρυ το καυτό, άμα το δω σε μάτια ξένα,
Άννα, γιατί να σου κρυφτώ, είμ’ οφειλέτης σαν κι εσένα.
Λέγε, λοιπόν, και μη ντραπείς,
μα σε παρακαλώ μονάχα:
πες ό,τι θες, όμως μην πεις,
πως έρχονται εξώσεις τάχα.
Άννα, δεν είναι η μοναξιά που σου χαράκωσε το βλέμμα,
είν’ που τον «ενφιά!» χρωστάς κι αν τ’ αρνηθείς θα είναι ψέμα.
Ξέρω, ξέρω το δάκρυ το καυτό, άμα το δω σε μάτια ξένα,
Άννα, γιατί να σου κρυφτώ, είμ’ οφειλέτης σαν κι εσένα.
Λέγε, λοιπόν, και μη ντραπείς,
μα σε παρακαλώ μονάχα:
πες ό,τι θες, όμως μην πεις,
πως έρχονται εξώσεις τάχα.
Άννα, οι νοικοκύρηδες τρέμουνε το σκοτάδι
κι οι άστεγοι αγωνιούν πώς θα τη βγάλουνε το βράδυ.
Πόσοι δε λένε «ξύλιασα!» και τους περνάει μόλις φέξει,
Άννα, ποτέ, σου εύχομαι, να μην την πεις αυτή τη λέξη.
Αναγνώστες μου, της αγίας Άννας, σήμερα, βοήθειά μας! «Χρόνια πολλά», λοιπόν, από καρδιάς τού εμπειροτέχνη πολιτικού αναλυτή, θείου Αφεντούλη, καθόσον ο μικροσυνταξιούχος, «Μήτσος», βλέποντας τους εταίρους-δανειστές να θέλουν να βάλουν στο χέρι τα «ασημικά» μας, αντί πινακίου φακής ή άλλου οσπρίου υποδεέστερης αξίας, δεν παίρνουμε όρκο(!), έχει άλλη άποψη.
Έτσι, σκέφτηκε να εκφραστεί, λόγω της ημέρας, με την ανωτέρω παράφραση του Γιάννη Καλαμίτση, αλλά η φαεινή ιδέα μας ενόχλησε την ακοή τής συζύγου που πήρε ανάποδες, τσιρίζοντας: «Τι γύρευες στο διπλανό διαμέρισμα, πριν μάθω το ποιόν της νεοφερμένης, βρε μουρντάρη;» με αποτέλεσμα να ακολουθήσει ο διάλογος…
Μια αρχόντισσα στο νοίκι.
– Πέρασα να ευχηθώ τα δέοντα στην Αννούλα (σ.σ. τα πρόσωπα είναι φανταστικά, βεβαίως-βεβαίως. Γίναμε σαφείς;), που γιορτάζει. Κακό είναι;
– Όχι, αλλά προς τι το μοιρολόγι περί εξώσεων, έξω από δω και μακριά;
– Μακριά, δε θα πει τίποτα, όταν η διπλανή νοίκιασε όσο πιο απόμακρα γίνεται κυνηγημένη απ’ την κληρονομιά του μακαρίτη. Ναι, για!
– Τι μου λες. Είχε παντρευτεί ευκατάστατο, Θεός χωρέσ’ τον;
– Και αναντικατάστατο, συμπληρώνω, μέχρι που είδε τον ΕΝΦΙΑ κι έβγαλε ένα «ωχ», εκ βαθέων, «de profundis» στο πιο λατινικό!
– Ωχ Αννούλα;
– Ωχ μανούλα και… τέεεζα, ο δυστυχής!
– Πέθανε τελείως;
– Αμ τι; Σε δόσεις θα τίναζε τα πέταλα, ο ευγενής!
– Σωστός. Όχι, σαν εσένα τον αγενή!
– Μανδάμ, χάρισμά σας τέτοιες ευγένειες. Κάλλιο κακοπληρωτής να περνάω τους πιστωτές γενεές δεκατέσσερις παρά φερέγγυος να με κουβαλάνε τέσσερις. Νομίζω;
– Σαφώς! Όμως, λες να στοίχειωσε ο μακαρίτης κι η χηρευάμενη παράτησε το αρχοντικό;
– Τα στοιχειά ωχριούν μπροστά στον «ενφιά!», το είπαμε. Ωστόσο, στάθηκε τυχερή, αφού βρέθηκε κονομημένος μισθωτής να καταβάλλει, μηνιαίως, το χαράτσι της κληρονομιάς συν το νοίκι της κληρονόμου και ώρα να παραφράσουμε Σαράντη Αλιβιζάτο, για να συνεχίσουμε άδοντες:
Ευχετήριο σάλπισμα.
Πάει καιρός που η ανέχεια κατασκήνωσε εδώ,
το σαράκι, ύπουλο, τρώει την καρδιά σου.
Ολομόναχη, Αννούλα, δεν γουστάρω να σε δω,
στα παγκάκια να χαράζεις τ’ όνομά σου.
Χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου, τι σου είναι το μυαλό,
πήραν, λέει, Γερμανοί τη σπιταρόνα.
Έμεινες χωρίς κουβέρτα, βλέπεις ήτανε γραφτό,
να πλακώσουν κατασχέσεις τον χειμώνα.
Αχ Αννούλα του «Ενφιά!»,
πόσοι να πονούν μαζί σου,
στου Δεκέμβρη τις εννιά,
που έχεις Άννα τη γιορτή σου;
Τέλος εορταστικού προγράμματος, λέμε τώρα, και πού είστε, ανάθεμα τα ζόρια μας; Του χρόνου καλύτερα, πρώτα ο Θεός. Πρώτα ο Θεός!
-Ω-